Συνεχή αύξηση του κύκλου εργασιών τους και πρόβλεψη για περαιτέρω αύξηση το επόμενο εξάμηνο, αλλά και αύξηση του εργατικού κόστους, του κόστους παραγωγής και του επιτοκιακού κόστους, καταγράφουν οι επιχειρήσεις της Ευρωζώνης στην εξαμηνιαία Έρευνα για την Πρόσβαση στη Χρηματοδότηση των Επιχειρήσεων (SAFE) στη ζώνη του ευρώ, που καλύπτει την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2022 έως τον Μάρτιο του 2023.
Η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και το αυξανόμενο κόστος παραγωγής αναφέρονται ευρέως από τις επιχειρήσεις ως οι κύριες ανησυχίες τους. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, οι επιχειρήσεις αναμένουν ότι οι τιμές πώλησης και το μισθολογικό κόστος θα αυξηθούν κατά μέσο όρο 6,1% και 5,4%, αντίστοιχα.
Αναφορικά με τη χρηματοδότησή τους, οι επιχειρήσεις εκτιμούν ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης συνεχίζουν να επιδεινώνονται (47%) και μάλιστα, ο εν λόγω δείκτης είναι ο υψηλότερος από την έναρξη της έρευνας SAFE το 2009. Το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν αυστηρότερους όρους και προϋποθέσεις για λήψη τραπεζικού δανεισμού κατέγραψε ιστορικό υψηλό.
Τα παραπάνω είναι τα βασικά συμπεράσματα της πιο πρόσφατης «ακτινογραφίας» των επιχειρήσεων της ευρωζώνης, οι οποίες ανέφεραν, καταρχάς, βελτίωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, με αυξημένο κύκλο εργασιών, συχνότερα για τις μεγάλες σε σχέση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ποσοστό 16% των ΜμΕ ανέφερε επιδείνωση των κερδών, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν έδειξαν καμία μεταβολή στα κέρδη τους. Η χαμηλότερη κερδοφορία αντανακλά την αύξηση του κόστους εργασίας, με το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων να αναφέρει αύξηση του κόστους εργασίας (77%) που είναι και νέο ιστορικό υψηλό για την έρευνα SAFE. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν αύξηση του κόστους για πρώτες ύλες και ενέργεια (89%) παρέμεινε υψηλό, αν και ήταν ελαφρώς χαμηλότερο από το ποσοστό που αναφέρθηκε στον προηγούμενο γύρο της έρευνας. Αυτό αντανακλούσε μια χαλάρωση στα προβλήματα που παρουσίαζε η προσφορά, μαζί με την πτώση των τιμών της ενέργειας. Η αύξηση των δαπανών για τόκους είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία, με το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει κάτι τέτοιο να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της έρευνας. Οι αυξήσεις στο κόστος εργασίας και στις δαπάνες για τόκους αναφέρθηκαν ευρύτερα από τις μεγάλες επιχειρήσεις παρά από τις ΜμΕ, ενώ το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσε αύξηση σε άλλα κόστη ήταν παρόμοιο μεταξύ των μεγεθών των επιχειρήσεων.
Ο τελευταίος γύρος έρευνας SAFE παρέχει ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ σχετικά με τις προσδοκίες τους για τις τιμές πώλησης και τους μισθούς τους επόμενους 12 μήνες. Οι εταιρείες ανέφεραν, κατά μέσο όρο ότι αναμένουν ότι οι τιμές πώλησης θα αυξηθούν κατά 6,1% και οι μισθοί των εργαζομένων τους κατά 5,4% τους επόμενους 12 μήνες. Εργατικό και μη εργατικό κόστος παραγωγής, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό και οι συνθήκες ζήτησης αναφέρθηκαν ως οι πιο σημαντικοί παράγοντες για τη συμπεριφορά των εταιρειών στον καθορισμό των τιμών κατά το επόμενο έτος.
Οι απαντήσεις των επιχειρήσεων σχετικά με τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης και τη διαθεσιμότητα εξακολούθησαν να αντικατοπτρίζουν τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο γύρο της έρευνας, λιγότερες εταιρείες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν καθαρή αύξηση στη ζήτηση για εξωτερική χρηματοδότηση, ενώ η διαθεσιμότητα χρηματοδότησης επιδεινώθηκε ελαφρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα ποσοστό 6% των επιχειρήσεων να αναφέρουν διεύρυνση του χρηματοδοτικού κενού (έναντι 9% στον τελευταίο γύρο της έρευνας). Η μικρότερη αύξηση του χρηματοδοτικού κενού οφείλεται κυρίως στο χαμηλότερο καθαρό ποσοστό των μεγάλων επιχειρήσεων που ανέφεραν μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό σε αυτόν τον γύρο της έρευνας (6% από 11% στον προηγούμενο γύρο).
Επιπλέον, οι εταιρείες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα, το 87% ανέφερε υψηλότερα τραπεζικά επιτόκια (από 71% στον προηγούμενο γύρο), ενώ το 47% των επιχειρήσεων ανέφερε συνεχή επιδείνωση των συνθηκών χρηματοδότησης, το υψηλότερο ποσοστό από την αρχή της έρευνας SAFE το 2009. Παρά τις αυστηρότερες συνθήκες τραπεζικού δανεισμού, το ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφερε εμπόδια στη λήψη τραπεζικού δανείου παρέμεινε γενικά αμετάβλητο στο 7% (5% για τις μεγάλες επιχειρήσεις και 9% για τις μικρομεσαίες). Οι επιχειρήσεις της ευρωζώνης βλέπουν περαιτέρω επιδείνωση στη διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων και πιστωτικών γραμμών το επόμενο εξάμηνο, αλλά περιμένουν βελτίωση της διαθεσιμότητας εσωτερικών κεφαλαίων σε καθαρούς όρους.