Ενώ η ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών ήταν καλύτερη ό,τι αναμενόταν αρχικώς, με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να έχουν ανακάμψει στα προ πανδημίας επίπεδα (σε επίπεδο ΑΕΠ - εκτός από την Ισπανία που πιθανόν να κλείσει το κενό αυτό κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023), ο κίνδυνος του υψηλού πληθωρισμού και της οικονομικής επιδείνωσης στη βάση των υψηλότερων επιτοκίων αναζωπύρωσε τους φόβους ότι οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να αποτελέσουν και πάλι τον πιο αδύναμο κρίκο στην ΕΕ, όπως αναφέρει η Deutsche Bank. Ο κίνδυνος κρατικής αφερεγγυότητας θεωρείται ένας πιθανός αρνητικός παράγοντας για αυτές τις χώρες, και συνεπώς και για τις τράπεζές τους, σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο.
Ωστόσο, μπαίνοντας σε περισσότερες λεπτομέρειες, οι αναλυτές παρατηρούν ότι:
i) τα spreads των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να καταγράφουν μια καλή απόδοση (ειδικά στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, ενώ η Ιταλία αποτελεί το μεγάλο ερωτηματικό). Παρότι παρατηρήθηκαν κάποιες πιέσεις εξαιτίας των αυξανόμενων επιτοκίων και των ανησυχιών για τις οικονομίες, η Ισπανία και η Πορτογαλία διατήρησαν τα spreads στα χαμηλότερα επίπεδα έναντι του Bund, με την Ελλάδα να καταγράφει μια καλύτερη κίνηση, χάρη στις θετικές οικονομικές εξελίξεις και τις πρόσφατες αναβαθμίσεις της αξιολόγησής της, με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας να επιτρέπει σε πολλούς μακροπρόθεσμους επενδυτές να αρχίζουν να επενδύουν στους ελληνικούς κρατικούς τίτλους για πρώτη φορά, μετά από ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, οδηγώντας σε φθηνότερη χρηματοδότηση στο μέλλον,
ii) η πιθανή ανάγκη μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα αποτελούσε μια μεγαλύτερη απειλή, υπό τη μορφή μιας οικονομικής επιβράδυνσης, παρά έναν άμεσο αντίκτυπο στους ισολογισμούς των τραπεζών ή στην κεφαλαιακή τους θέση λόγω της άμεσης έκθεσής τους στα κρατικά ομόλογα,
iii) οι οικονομίες της Νότιας Ευρώπης αναμένεται να καταγράψουν καλύτερες επιδόσεις τη χρονική περίοδο 2023 - 2025, που αναμένεται να έχει υποστηρικτικό ρόλο για τις αξιολογήσεις στις περισσότερες χώρες (μόνο η Ιταλία βρίσκεται υπό μια ελαφρά απειλή).
Ευρύτερα, ενώ η Deutsche Bank δεν αναμένει διαρθρωτικές αλλαγές στο «status quo» όσον αφορά τη ρυθμιστική αντιμετώπιση των κρατικών ομολόγων - τίτλων σταθερού εισοδήματος, δεν μπορεί να αποκλείσει ότι οι τράπεζες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε αυτήν την κατηγορία των περιουσιακών στοιχείων ενδέχεται να δεχθούν ένα μεγαλύτερο πλήγμα από την υψηλότερη αστάθεια και μεταβλητότητα αλλά, σε κάθε περίπτωση, εκτιμά ότι οι όποιες ανησυχίες σχετικά με τις τράπεζες που δέχονται σημαντικές πιέσεις στα κεφάλαια και τη χρηματοδότηση, από την επιδείνωση του «sovereign» είναι πιθανώς υπερβολικές.
Πάντως ο γερμανικός οίκος σημειώνει πως η BCP στην Πορτογαλία, καθώς και οι ελληνικές τράπεζες, είναι οι πιο εκτεθειμένες σε σχετικούς όρους στο μέγεθος του ισολογισμού τους, σε κρατικά ομόλογα. Συνολικά, από τον Δεκέμβριο του 2022, οι τράπεζες στην περιφέρεια διέθεταν χαρτοφυλάκιο σταθερού εισοδήματος ύψους 775 δισ. ευρώ, με την Ιταλία και την Ισπανία να έχουν τις μεγαλύτερες θέσεις, εξαιτίας και του μεγέθους τους, αλλά φτάνοντας πάνω από το 20% του συνολικού ενεργητικού, στην περίπτωση της BCP στο Πορτογαλία, με τις ελληνικές τράπεζες να ακολουθούν. Τα κρατικά ομόλογα αντιπροσωπεύουν επίσης ένα σημαντικό μέγεθος HQLAs (Υψηλής Ποιότητας Ρευστοποιήσιμα Περιουσιακά Στοιχεία), ειδικά για την Ιταλία, ενώ στην Ισπανία η εξάρτηση από αυτά τα ομόλογα είναι μικρότερη από το ήμισυ αυτής που είναι στην Ιταλία, αλλά σε κάθε περίπτωση, οι αναλυτές δεν εκφράζουν κάποια ανησυχία για τη ρευστότητα.
Παράλληλα, οι ευρωπαϊκοί πόροι είναι απίθανο να επαρκούν για να αντισταθμίσουν τη χαμηλή ζήτηση (εκτός της Ελλάδας). Ωστόσο, δύο χρόνια από την έναρξη του Ταμείου Ανάκαμψης, ο κίνδυνος μετατοπίζεται στο ότι οι χώρες ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την επιβράδυνση της οικονομίας από τα υψηλότερα επιτόκια, ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην εκτέλεση των οροσήμων και του μεταρρυθμιστικού πλέγματος για την απορρόφηση των πόρων από τις περισσότερες χώρες (ιδιαίτερα την Ισπανία και την Ιταλία).
Η Deutsche Bank διαπιστώνει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να ωφελείται περισσότερο όσον αφορά την οικονομική ώθηση που μεταφράζεται σε αύξηση του δανεισμού, ενώ αυτή η τάση θα παραμείνει πιθανότατα σε πολύ πιο ήπια επίπεδα στην Πορτογαλία, την Ιταλία και ιδιαίτερα την Ισπανία. Ο θετικός αντίκτυπος στις οικονομίες, έστω και αν είναι εν μέρει προσωρινός, θα μπορούσε να προσφέρει κάποια ώθηση στην ποιότητα του ενεργητικού, επηρεάζοντας έτσι το κόστος κινδύνου.
Πέραν αυτών, η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη απομόχλευση στην Ευρώπη για περισσότερο από μια δεκαετία, κυρίως λόγω της μείωσης των NPEs (που αντιπροσώπευαν κάποια στιγμή σχεδόν το ήμισυ των δανείων) και της έλλειψης ζήτησης. Αυτό παραμένει ένα ζήτημα γύρω από τα στεγαστικά δάνεια, όπου οι μειώσεις παραμένουν σημαντικές (περίπου 4% μείωση ετησίως, γεγονός που οδήγησε σε μικρή στάθμιση επί του συνόλου των δανείων έναντι άλλων χωρών, χαμηλότερα από το 30% των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα). Ωστόσο, ο εταιρικός δανεισμός αυξάνεται πλέον με σχεδόν διψήφιο ρυθμό και η Deutsche Bank αναμένει τη διατήρηση αυτής της τάσης, επιτρέποντας έτσι στα συνολικά δάνεια να βρίσκονται σε θετικό «έδαφος» σε ετήσια βάση (περίπου 3%). Συνολικά, οι πολύ καλές προοπτικές βασίζονται στην βελτίωση των επενδύσεων, με την αύξηση του ΑΕΠ να ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με στήριξη και από τους ευρωπαϊκούς πόρους.
Εστιάζοντας αποκλειστικά στις θετικές επιπτώσεις που υπάρχουν για τα δάνεια, ο επενδυτικός οίκος θεωρεί ότι, εκτός από τις γεωγραφικές προτιμήσεις, οι τράπεζες με μια μεγαλύτερη εξάρτηση προς τον δανεισμό επιχειρήσεων και εταιρειών θα μπορούσαν να επωφεληθούν επίσης περισσότερο, δεδομένου ότι η χρήση των κεφαλαίων θα κατευθύνεται αρχικώς σε μεγάλα βιομηχανικά έργα, με πολύ βραδύτερη ροή προς τα νοικοκυριά.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ώθηση στην αύξηση του δανεισμού δεν θα αποτελέσει ένα σημαντικό παράγοντα για την επιλογή συγκεκριμένων τραπεζικών τίτλων – βλέποντας ωστόσο τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες να επωφελούνται περισσότερο και να ευθυγραμμίζονται τόσο με την πορεία και τις προοπτικές της χώρας όσο και με τα ευρύτερα πλεονεκτήματα του κλάδου, ενώ και οι Banco BPM, Sabadell και BCP φαίνεται να αποτελούν επίσης, καλές επιλογές στη Νότια Ευρώπη.