Ήταν 15 Ιουλίου του 2022, όταν ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος ξεκινούσε το «ταξίδι» από τις 447,10 μονάδες προς τα ιστορικά υψηλά των 1.098,98 μονάδων, καταγράφοντας ένα «ράλι» της τάξεως του 140,88% και πραγματοποιώντας μια ισχυρή ανοδική απόδραση από το στενό μακροχρόνιο «trading range».
Έτσι, σε διάστημα ενός έτους, οι τράπεζες έχουν καταφέρει να επιστρέψουν για τα καλά στο «ραντάρ» των ισχυρών ξένων χαρτοφυλακίων και των funds που διαθέτουν ένα πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα τοποθετήσεων, με την συνολική τους κεφαλαιοποίηση να διαμορφώνεται πλέον στα 19,83 δισ. ευρώ (με βάση το κλείσιμο της Παρασκευής), έναντι 7,95 δισ. ευρώ ένα χρόνο πριν. Να επισημάνουμε πως ο τραπεζικός δείκτης με την αποφασιστική διάσπαση των 1.039 μονάδων απενεργοποίησε το σχηματισμό διπλής κορυφής και πλέον κινείται προς τις 1.137 μονάδες, με επόμενο στόχο τις 1.191 μονάδες.
Όλα αυτά, φυσικά συνάδουν με τις αναπτυξιακές προοπτικές που ανοίγονται για τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία, με τη σταδιακή επαναφορά στη βασική τους θέση, στήριξης και χρηματοδότησης σημαντικών κλάδων και αναπτυξιακών μοντέλων, αλλά και με το κλείσιμο μιας δύσκολης ενότητας του παρελθόντος, της οικονομικής κρίσης, του βάρους των «κόκκινων» δανείων, της εξυγίανσης και της απομόχλευσης.
Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών υπεραπέδωσαν σημαντικά έναντι των ευρωπαϊκών, κλείνοντας σε ένα βαθμό, τα υψηλά discounts, διαπραγματευόμενες πλέον με δείκτη P/TBV (σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας) στο 0,5x - 0,7x για το 2024. Επιπλέον, συνεχίζουν να προσφέρουν το ελκυστικότερο και υψηλότερο «risk - reward» μεταξύ των τραπεζών της ζώνης EEMEA (Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική), κάτι που ενισχύεται περαιτέρω από τη συνεχιζόμενη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και των κεφαλαιακών τους επιπέδων, της σταδιακής έλευσης στη φάση αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και του στόχου της άμεσης ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Ως προς τα δύο τελευταία σημεία, το insider.gr αποκάλυψε πρόσφατα τις προθέσεις του γερμανικού οίκου Scope, μέσω των όσων αφήσε να εννοηθεί ο Dennis Shen, Director της Scope Ratings και υπεύθυνος για την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας. Το πιο σημαντικό που τόνισε ο Shen, είναι πως «το αποτέλεσμα των εκλογών υποστηρίζει τη διαρκή σκέψη - θεώρησή μας γύρω από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα», κάτι που έμμεσα υποδεικνύει πως μια αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας τον Αύγουστο είναι αρκετά πιθανή. Μάλιστα, η αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, θα φέρει την πλειονότητα των σταδιακών εισροών, υπονοώντας πως το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε βραχυπρόθεσμη βάση.
Από την άλλη, ισχυρή ώθηση στην αγορά αναμένεται να προσφέρουν και οι Γενικές Συνελεύσεις της Eurobank (στις 20 Ιουλίου) και της Alpha Bank (στις 27 Ιουλίου), με την πρώτη να ανεβάζει ρυθμούς ως προς την επαναγορά των 52.080.673 μετοχών της (1,4%) που κατέχει το ΤΧΣ (αποτελεί το βασικό σενάριο - και της πιθανής μετέπειτα ακύρωσής του) σε ένα εύρος τιμήματος μεταξύ 1,10 - 1,90 ευρώ, στο οποίο θα περιλαμβάνεται και το premium που θα προσφερθεί στο Ταμείο, ενώ η δεύτερη ετοιμάζεται να ενεργοποιήσει πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών σε ένα εύρος μεταξύ 0,29 - 3 ευρώ, με ανάλογες κινήσεις να πραγματοποιούνται τόσο από την Εθνική Τράπεζα (13,7 εκατ. μετοχές - εύρος από 1 - 15 ευρώ), όσο και από την Τράπεζα Πειραιώς (20 εκατ. μετοχές - εύρος μεταξύ 0,75 - 5 ευρώ), απαιτώντας ωστόσο την έγκριση των εποπτικών - ρυθμιστικών αρχών (SSM).
Φυσικά, ακολουθούν τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου, όπου πιθανώς να υπάρξουν νέες αναβαθμίσεις στα guidance αλλά και στο consensus των αναλυτών, οδηγώντας σε περαιτέρω re - rating.
Μάλιστα ένα άκρως θετικό τόνο γύρω από εγχώριο επενδυτικό «story» με κεντρικό άξονα τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, συνεχίζει να διατηρεί η JP Morgan μετά τις τελευταίες συναντήσεις των στελεχών της με τις διοικήσεις των τραπεζών, διάφορες εταιρείες, φορείς χάραξης πολιτικής και ειδικούς του κλάδου στην Αθήνα.
Όπως επισήμαναν οι αναλυτές, παρά τις αναβαθμίσεις του consensus στα EPS (κέρδη ανά μετοχή) κατά 46% και κατά 23% για φέτος και για την επόμενη χρονιά, οι ίδιοι έλαβαν ένα ιδιαίτερα ισχυρό θετικό μήνυμα σχετικά με τη δυναμική των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), «βλέποντας» περαιτέρω αναβαθμίσεις των εκτιμήσεων consensus, που πιθανόν θα ξεκινήσει από τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων του δεύτερου τριμήνου.
Επιπλέον, η δυναμική της αύξησης των δανείων των τραπεζών αναμένεται να βελτιωθεί, μετά από ένα σχετικά αδύναμο πρώτο εξάμηνο. Ενώ ο ρυθμός αύξησης των δανειοδοτήσεων ήταν σχετικά υποτονικός και συγκρατημένος μέχρι στιγμής για φέτος, οδηγούμενος σε μεγάλο βαθμό από τις πρόωρες αποπληρωμές από εταιρείες με ισχυρή ρευστότητα, τα στελέχη της JP Morgan διαπίστωσαν από τις συναντήσεις τους με τις διοικήσεις των τραπεζών ότι η δραστηριότητα επιταχύνθηκε εκ νέου τον Ιούνιο και αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της δυναμικής κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
Ταυτόχρονα, η ήπια ανάπτυξη κατά το πρώτο εξάμηνο σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια πιθανότατα θα επηρεάσει τους αρχικούς στόχους ανάπτυξης των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών για το σύνολο του έτους, με τους αναλυτές να λαμβάνουν κάποια μεικτά μηνύματα σε αυτό το μέτωπο. Η Eurobank, για παράδειγμα, επισήμανε κάποιο «downside risk» για τα 2,8 δισ. ευρώ που έχουν τεθεί στο guidance για την αύξηση των δανείων (το οποίο συνεπάγεται αύξηση 7%) για το τρέχον έτος, κυρίως λόγω των υψηλότερων επιτοκίων της ΕΚΤ. Ωστόσο, οι στόχοι για τη μεσοπρόθεσμη πιστωτική επέκταση παραμένουν άθικτοι και τα μηνύματα ήταν αισιόδοξα σε όλους τους τομείς με 5% - 7% ετησίως για τα επόμενα έτη.
Ένας ακόμη «καταλύτης» είναι η σταδιακή επαναφορά προς το δρόμο των χρηματικών διανομών. Με τους δείκτες NPEs να πλησιάζουν προς τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και τα επίπεδα κεφαλαίου να δείχνουν «υγιή» και σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τις ελάχιστες απαιτήσεις, οι διανομές μερισμάτων παραμένουν ένα ρεαλιστικό σενάριο για το 2023 και μετά.