Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πετύχει μία άνευ προηγουμένου μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, από το περίπου 46% το 2019 σε μονοψήφιο ποσοστό σήμερα. Ωστόσο, ο δείκτης NPE 8,1% τώρα απέχει από τον μέσο όρο 1,8% στην Ευρωζώνη και θα απαιτηθεί επιπλέον χρονικό διάστημα για να καλυφθεί η απόσταση. Τα παραπάνω ανέφερε ο Γενικός Διευθυντής Προληπτικής Εποπτείας & Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, Σπύρος Παντελιάς, μιλώντας χθες στο 4ο Συνέδριο Θεσμικής Διαχείρισης. Όπως επεσήμανε, τα κόκκινα δάνεια έχουν φύγει από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά παραμένουν κομμάτι της οικονομίας που πρέπει να ρυθμιστεί και είναι ευθύνη όλων των φορέων να εξυγιανθούν.
Ο κ. Παντελιάς τόνισε την υψηλή ρευστότητα που διαθέτουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες από καταθέσεις ιδιωτών, ύψους κοντά στα 200 δις. ευρώ. «Εάν ήθελαν, οι τράπεζες θα μπορούσαν να μειώσουν στο μισό τα κεφάλαια των TLTRO (σ.σ. που πρέπει να αποπληρώσουν στην ΕΚΤ), χωρίς καμία επίπτωση στους δείκτες ρευστότητας που θα παρέμεναν και πάλι υψηλότεροι των απαιτούμενων και παράλληλα, θα μπορούσαν να κάνουν και μία λογική πιστωτική επέκταση μεσοπρόθεσμα», είπε ο κ. Παντελιάς για να καταδείξει το μεγάλο προσόν της διαθέσιμης ρευστότητας των τραπεζών.
Ο Γενικός Διευθυντής Προληπτικής Εποπτείας της ΤτΕ ανέφερε επίσης ότι ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών ανέρχεται στο 12% - 13% και είναι θεαματικά υψηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης, δημιουργώντας συνθήκες για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου από τις τράπεζες και πρόσβασή τους στις κεφαλαιαγορές. «Για τον επόπτη, η διατηρήσιμη κερδοφορία και η ανθεκτικότητα είναι το ζητούμενο. Οι τράπεζες να μπορούν να διευρύνουν τον ισολογισμό τους χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο το ενεργητικό τους και να συμβάλλουν στην πιστωτική επέκταση», είπε.
Στα συν των ελληνικών τραπεζών, ο κ. Παντελιάς πρόσθεσε και την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, περίπου 17%, «που είναι πάρα – πάρα πολύ ικανοποιητική και μπορεί να επιτρέψει στις τράπεζες να εξετάσουν τη διανομή μερισμάτων».
Στους κινδύνους για τις ελληνικές τράπεζες, ο κ. Παντελιάς ανέφερε τον υψηλό αναβαλλόμενο φόρο, περίπου 60% στα εποπτικά τους κεφάλαια, «ένα θέμα που οι Αρχές πρέπει να αντιμετωπίσουν τα επόμενα χρόνια».
Ερωτώμενος για τα δυνητικά περιθώρια δραστηριοποίησης νέων τραπεζών στην εγχώρια αγορά, ο κ. Παντελιάς είπε ότι υπάρχει χώρος και για άλλες τράπεζες, αλλά το βασικό προαπαιτούμενο είναι να φτάσουν σε ένα ικανό μέγεθος που να διασφαλίζει ανθεκτικότητα και ευστάθεια. Επίσης, οι νέες τράπεζες πρέπει να διαθέτουν επιχειρηματικό μοντέλο που να δημιουργεί όφελος για τον καταναλωτή και σαφή επενδυτική πρόταση για τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές.
Ο κ. Παντελιάς δήλωσε ότι οι digital τραπεζικές υπηρεσίες θα ενισχυθούν πάρα πολύ στο μέλλον και οι εγχώριες τράπεζες πρέπει να επεκταθούν στο συγκεκριμένο κομμάτι για να προσεγγίσουν ένα κοινό «που ακούει τράπεζα και βγάζει σπυριά».
Τέλος, ερωτώμενος για την αποχώρηση των ξένων τραπεζών από την Ελλάδα (σ.σ. η HSBC ήταν η τελευταία των «Μοϊκανών»), ο κ. Παντελιάς είπε ότι στην περίοδο της κρίσης πολλές ξένες τράπεζες έχασαν λεφτά και δύσκολα μπορούν να αποφασίσουν να επεκταθούν εκτός των συνόρων τους. Ειδικά, καθώς μπορούν να προσεγγίσουν μία αγορά (και δη μικρού μεγέθους, όπως η Ελλάδα) με εναλλακτικά δίκτυα. Ο κ. Παντελιάς σημείωσε επίσης ότι η Ευρώπη υστερεί σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις σε σχέση με τις ΗΠΑ, ενώ εκτίμησε ότι βραχυπρόθεσμα, πολύ δύσκολα μία ξένη τράπεζα θα ενδιαφερόταν να έρθει στην Ελλάδα.