Ένα θετικό σετ αποτελεσμάτων για το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ανακοίνωσε η Τράπεζα Πειραιώς, ανοίγοντας πιθανώς τον δρόμο για μια υπεραπόδοση έναντι των φετινών στόχων που έχει θέσει η διοίκηση.
Η τράπεζα έδειξε να έχει μπει στο δρόμο της πλήρους επαναφοράς προς την κανονικότητα, με τους αναλυτές να επισημαίνουν πως η όποια ήπια και πρόσκαιρη υστέρηση σε κάποια μεγέθη (για παράδειγμα στα καθαρά έσοδα από τόκους) αποτελεί περισσότερο ένα ζήτημα timing, με τους στόχους, ευρύτερα, του business plan και ειδικότερα για τα καθαρά έσοδα από τόκους να επιβεβαιώνονται, ενώ το κόστος των καταθέσεων κινείται χαμηλότερα από την τρέχουσα καθοδήγηση, κάτι που πιθανώς να προκαλέσει μια επί τα βελτίω αναθεώρηση των παραπάνω.
Τα καθαρά κέρδη ανήλθαν στα 233 εκατ. ευρώ κατά το πρώτο τρίμηνο, τα οποία ήταν κατά 2% χαμηλότερα από το consensus, ενώ τα εξομαλυμένα κέρδη προ φόρων ήταν κατά 10% χαμηλότερα λόγω μιας σειράς one off. Τα καθαρά έσοδα από τόκους ήταν κατά 2% χαμηλότερα από το αναμενόμενο, οι προμήθειες ήταν κατά 2% υψηλότερες και το κόστος ευθυγραμμίστηκε με τις εκτιμήσεις ενώ ήταν και χαμηλότερο κατά 5% ετησίως σε οργανική βάση.
Η αύξηση των εσόδων από τόκους από το χαρτοφυλάκιο τίτλων σταθερού εισοδήματος μειώθηκε στο πρώτο τρίμηνο, με την Πειραιώς να αυξάνει τη θέση της προς το τέλος τριμήνου - το υπόλοιπο αυξήθηκε κατά 900 εκατ. ευρώ, στα 14,5 δισ. ευρώ από 13,6 δισ. ευρώ, με αύξηση των εσόδων από τόκους κατά 2 εκατ. ευρώ, με περαιτέρω αυξητική τάση τα επόμενα τρίμηνα, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές.
Τα χαμηλότερα έσοδα από τόκους, οφείλονται στον αντίκτυπο της πλήρους εφαρμογής της στρατηγικής αντιστάθμισης μέσω καταθέσεων του ομίλου καθώς και του κόστους των τόκων που σχετίζονται με την έκδοση Tier II τον Ιανουάριο. Να σημειωθεί πως η διοίκηση έχει συμπεριλάβει στο guidance κινήσεις αντιστάθμισης στη μείωση των επιτοκίων, με hedges δομικού χαρακτήρα (hedges σε NMD - non maturing deposits - καταθέσεις πελατών χωρίς συγκεκριμένη λήξη) και μέσης διάρκειας τριών ετών, γεγονός που θα της επιτρέψουν να θωρακίσει περαιτέρω τα καθαρά έσοδα από τόκους και να ενισχύσει τη βιώσιμη κερδοφορία της. Να σημειωθεί πως χωρίς τη λήψη του hedging και του κόστους αυτού, τα καθαρά έσοδα από τόκους θα παρέμεναν πάνω, κάτω σταθερά.
Τα έσοδα από προμήθειες ήταν καλύτερα από το αναμενόμενο με το δείκτη καθαρών εσόδων από προμήθειες προς τα περιουσιακά στοιχεία να αυξάνεται στις 76 μονάδες βάσης (από 74 μονάδες βάσης στα τέλη του 2023, με τις υπόλοιπες συστημικές στις 57 μονάδες βάσης το 2023) και 19% υψηλότερα σε ετήσια βάση. Η διοίκηση το απέδωσε στη συνεχή έμφαση και στρατηγική της στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων με βασικούς «μοχλούς» το asset management, το bancassurance και την επενδυτική τραπεζική, με τα έσοδα από ενοίκια να βελτιώνονται επίσης. Να σημειωθεί πως το AUM (τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία) αυξήθηκε σε τριμηνιαία βάση κατά 8% στα 10 δισ. ευρώ, πιάνοντας ήδη το στόχο που έχει τεθεί για φέτος.
Οι απομειώσεις ήταν χαμηλότερες από το αναμενόμενο, με το κόστος κινδύνου στις 51 μονάδες βάσης έναντι 80 μονάδων βάσης που θέτει το πλάνο για φέτος και το δείκτη NPE σταθερό στο 3,5%, χωρίς κάποιο νέο σχηματισμό καθώς ο όμιλος διατηρεί στο ακέραιο τη γραμμή εξυγίανσης του ισολογισμού του μέσω «θεραπειών» - curings, write - offs και πωλήσεων, ενώ θα ληφθούν προβλέψεις (υφίστανται στο business plan) μέσα από τα κεφάλαια και για δάνεια παλαιότερων ετών που είχαν δοθεί με εγγύση του Ελληνικού Δημοσίου.
Οι δείκτες κεφαλαίου συνέχισαν να βελτιώνονται με το δείκτη FL CET1 να αυξάνεται στο 13,6% (ευθυγραμμισμένος με τις εκτιμήσεις των αναλυτών) λόγω της οργανικής δημιουργίας κεφαλαίου που ξεκλειδώνει τη δημιουργία αξίας για τους μετόχους (η διοίκηση υπέβαλε σχετικό αίτημα στον SSM για τη διανομή μερίσματος ύψους περίπου 80 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2023 - στα 0,19 ευρώ ανά μετοχή περίπου για τη χρήση του 2024, στα 0,40 ευρώ για τη χρήση του 2025 και στα 0,42 ευρώ για τη χρήση του 2026).
Ως προς το ζήτημα της πιστωτικής επέκτασης, οι εκταμιεύσεις δανείων ύψους 2,1 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο ήταν κατά 6% υψηλότερες σε ετήσια βάση, με την Πειραιώς να επαναλαμβάνει τον στόχο της για καθαρή πιστωτική επέκταση ύψους 1,6 δισ. ευρώ για το 2024. Οι αποπληρωμές είναι υψηλότερες και λόγω εποχικότητας στο πρώτο τρίμηνο, με τη διοίκηση να παρατηρεί πλέον ένα περιορισμό και ένα «στέγνωμα» αυτών κατά το δεύτερο τρίμηνο, με το τέταρτο τρίμηνο να είναι συνήθως το ισχυρότερο όσον αφορά την αύξηση των δανείων.
Όπως αναμενόταν, το κόστος των καταθέσεων ήταν σχετικά σταθερό κατά το πρώτο τρίμηνο και πιθανώς να κινηθεί χαμηλότερα από από τις κατευθυντήριες γραμμές κάτι που όπως προαναφέραμε θα οδηγήσει σε μια επί τα βελτίω αναθεώρηση των καθαρών εσόδων από τόκους. Η Jefferies επισημαίνει πως έχει ήδη ενσωματώσει αυτό το όφελος στις εκτιμήσεις της. Το beta καταθέσεων αυξήθηκε στο 14%, από 13% στα τέλη του 2023, ενώ το μείγμα των προθεσμιακών καταθέσεων παρέμεινε σταθερό στο 23%.
Η Jefferies μετά το πέρας του πρώτου τριμήνου, μειώνει ελαφρώς τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ανά μετοχή για φέτος κατά 2% (στα 0,77 ευρώ ανά μετοχή) λόγω των one off που υπήρξαν κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, ενώ ανεβάζει τον πήχη για τα έσοδα από προμήθειες και τον χαμηλώνει ελαφρώς για τα καθαρά έσοδα από τόκους.
Οι εκτιμήσεις για το 2025 - 2026 έχουν αυξηθεί ελαφρώς (στα 0,81 και 0,85 ευρώ τα κέρδη ανά μετοχή το 2025 - 2026, έναντι 0,76 και 0,77 ευρώ που είναι το consensus) λόγω των υψηλότερων εσόδων από προμήθειες, ενώ οι υπόλοιπες εκτιμήσεις του οίκου παραμένουν σε μεγάλο βαθμό σταθερές. Ως αποτέλεσμα των οριακών αλλαγών, η Jefferies αυξάνει την τιμή στόχο για την Τράπεζα Πειραιώς στα 5,25 από 5,20 ευρώ, διατηρώντας τη σύσταση «buy».
Στο «bullish» σενάριο, η τιμή στόχος διαμορφώνεται στα 7,75 ευρώ για το 2025, με σωρευτικές προβλέψεις (LLR - αποθεματικά για ζημίες από δάνεια) στις 40 μονάδες βάσης, καθαρά έσοδα από τόκους προς μέσο ενεργητικό στο 2,5%, ROTE στο 16% και κόστος κεφαλαίου στο 13%. Το «bearish» σενάριο (τιμή στόχος τα 2,80 ευρώ) προϋποθέτει καθαρά έσοδα από τόκους προς μέσο ενεργητικό στο 1,9%, ROTE στο 6% και κόστος κεφαλαίου στο 19%, με LLR στις 150 μονάδες βάσης και δείκτη κόστους προς έσοδα στο 38% από 33% στο «bullish» σενάριο.