Την ηγετική θέση που διατηρεί η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια σε διεθνές επίπεδο εξακολουθώντας να συμβάλει καθοριστικά στην ελληνική οικονομία παρά τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει λόγω της σημαντικής αύξησης των τιμών πρώτων υλών και ενέργειας αλλά και του περιβάλλοντος έντονου ανταγωνισμού, αναδεικνύει η τελευταία μελέτη της ICAP CRIF.
Στην συνολική παραγωγή των ελληνικών θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών, διαχρονικά πρωταγωνιστούν η τσιπούρα και το λαβράκι, καλύπτοντας περισσότερο από 85% της συνολικής παραγωγής.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών & Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF αναφέρει ότι ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών χαρακτηρίζεται από έντονη εξαγωγική δραστηριότητα, με το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής να κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία).
Οι συνολικές ποσότητες εξαγωγής καλύπτουν το 90% του συνολικού όγκου παραγωγής τα τελευταία χρόνια.
Οι εξαγόμενες ποσότητες τσιπούρας και λαβρακίου σημείωσαν μείωση 3,3% το 2023, ύστερα από συνεχή ανοδική πορεία που ακολούθησαν την προηγούμενη 5ετία (2018-2022).
Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις που ασκούνται τόσο στην εγχώρια όσο και στην ευρωπαϊκή αγορά τα τελευταία χρόνια, συμπιέζουν σημαντικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, οι οποίοι στρέφονται σε φτηνότερα προϊόντα, επηρεάζοντας και την πορεία των ελληνικών εξαγωγών.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Ιωάννα Στρατουδάκη, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών -Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, η οποία επιμελήθηκε την εν λόγω μελέτη, η εγχώρια παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου αυξήθηκε με έντονο ρυθμό κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, γεγονός που δημιούργησε συνθήκες υπερπροσφοράς στον κλάδο, επηρεάζοντας αρνητικά τις τιμές πώλησης.
Η εγχώρια παραγωγή τσιπούρας-λαβρακίου παρέμεινε σταθερή, παρουσιάζοντας οριακή αύξηση κατά 0,4% το 2023 σε σχέση με το 2022, έπειτα από δύο διαδοχικές χρονιές αυξήσεων (3,1% το 2022/21 και 7,3% το 2021/20). Η τσιπούρα κάλυψε το 57% της συνολικής παραγωγής το 2023 και το λαβράκι το 43%.
Η κα Στρατουδάκη, σχολιάζει επίσης ότι οι τρεις (3) μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου ελέγχουν αθροιστικά το 70% περίπου της συνολικής παραγωγής (σε ποσότητα).
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 50 εταιρειών του κλάδου, για τη διετία 2021-2022.
Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού προκύπτουν τα εξής: Οι συνολικές πωλήσεις των 50 επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 30,7% το 2022 έναντι του 2021. Ομοίως, τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 13,6% την ίδια περίοδο. Τα λειτουργικά και τα καθαρά κέρδη των εταιρειών του κλάδου ήταν αρνητικά το 2022, κυρίως εξαιτίας των σημαντικών αυξήσεων των λειτουργικών δαπανών (α’ ύλες, ενέργεια) την ίδια περίοδο. Μειωμένα, αν και θετικά, ήταν τα κέρδη EBITDA (-40,8%) και διαμορφώθηκαν σε €34,8 εκατ., το 2022. Τριάντα οκτώ (38) επιχειρήσεις που συμπεριελήφθησαν στον ομαδοποιημένο ισολογισμό, ήταν κερδοφόρες το 2022 έναντι 43 το 2021.