Η απόφαση για τα μερίσματα των τραπεζών το 2024 αναμένεται να εκδοθεί τον Ιούνιο, δήλωσε η Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και Υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος σε συνέντευξη στο Supervision Newsletter.
Σύμφωνα με την κ. Παπακωνσταντίνου, «ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ανακάμψει επιτυχώς. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν υγιή θεμελιώδη μεγέθη σε όλες τις τραπεζικές δραστηριότητες και περιοχές κινδύνου, και μπορούν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία».
Σε ερώτηση εάν οι εταιρείες fintech απειλούν τη θέση των τραπεζών, η υποδιοικήτρια της ΤτΕ ανέφερε πως «ενδεχόμενη αύξηση της δραστηριότητας των εταιριών fintech και άλλων μη τραπεζικών ιδρυμάτων είναι ευπρόσδεκτη, διότι θα ενισχύσει την προσφορά προϊόντων και θα παράσχει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, αλλά και επενδυτικές ευκαιρίες», προσθέτοντας ότι «δεν αναμένεται πάντως να επηρεαστεί σημαντικά η θέση των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη τον εδραιωμένο ρόλο και το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα».
Ακολουθεί η συνέντευξη:
Συμμετείχατε στις διαπραγματεύσεις με την Τρόικα και είδατε από κοντά τις δραματικές συνέπειες της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Από τη σκοπιά της εποπτικής αρχής, ποιο είναι το κλειδί για να αποτραπεί μια νέα μεγάλη κρίση;
Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, η κρίση δημόσιου χρέους στη ζώνη του ευρώ και η βαθιά οικονομική ύφεση που επακολούθησε στην Ελλάδα δημιούργησαν σημαντικές προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Σε αυτές περιλαμβάνονταν η απότομη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μαζική ανάληψη καταθέσεων από τις τράπεζες και η απώλεια πρόσβασης στις αγορές, και εν τέλει η επιβολή τραπεζικής αργίας και προσωρινών περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και στις αναλήψεις μετρητών. Έχουν αντληθεί πολλά διδάγματα για το μέλλον όσον αφορά την πρόληψη μιας κρίσης τέτοιου μεγέθους. Από εποπτικής πλευράς, τα πλέον σημαντικά διδάγματα είναι: (α) η ανάγκη να υπάρχει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, (β) η σημασία της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης με τη δημιουργία του τρίτου πυλώνα της, του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων, και (γ) η σημασία της προνοητικής και αποτελεσματικής μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας. Ο κοινός παρονομαστής σε αυτά είναι ότι χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας θα πρέπει να προωθούμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, δρώντας προνοητικά για την επίτευξη των κοινών μας στόχων. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι μπορούμε να επιτύχουμε όταν κάνουμε θαρραλέα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ελλάδα ανέκτησε τελικά την επενδυτική βαθμίδα, εν μέρει χάρη στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες. Πώς έχει εξελιχθεί ο ελληνικός τραπεζικός τομέας τα τελευταία 15 χρόνια;
Τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά την τελευταία 15ετία. Η έντονη οικονομική κρίση στην Ελλάδα επηρέασε αρνητικά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών. Στην κορύφωση της κρίσης, περίπου το ήμισυ των δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών ήταν μη εξυπηρετούμενα. Οι τράπεζες αναγκάζονταν να προσφεύγουν στον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA), καθώς ήταν αντιμέτωπες με μείωση των καταθέσεων και αδυναμία πρόσβασης στις αγορές. Τελικά, κατάφεραν να απαλλαγούν από τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού, αλλά κατέγραψαν σημαντικές ζημίες και χρειάστηκαν διαδοχικοί γύροι ανακεφαλαιοποίησής τους. Επιπλέον, η δομή του ελληνικού τραπεζικού τομέα άλλαξε εντελώς, καθώς ορισμένες τράπεζες χρειάστηκε να κλείσουν.
Είμαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας έχει ανακάμψει επιτυχώς. Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν υγιή θεμελιώδη μεγέθη σε όλες τις τραπεζικές δραστηριότητες και περιοχές κινδύνου, και μπορούν να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία χάρη στις θετικές προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης, τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Ωστόσο, δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, καθώς, μέσα σε ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο οικονομικό και γεωπολιτικό τοπίο, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις.
Στις αρχές του έτους, οι μέτοχοι ήθελαν πολύ να μάθουν αν οι ελληνικές τράπεζες θα αρχίσουν τελικά να πληρώνουν πάλι μέρισμα. Τι θα επηρεάσει την τελική απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου;
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες προετοιμάζονται για διανομή μερίσματος το 2024, μετά από πάνω από 10 χρόνια από την έναρξη της ελληνικής κρίσης δημόσιου χρέους. Από το 2014 που ξεκίνησε να λειτουργεί ο ΕΕΜ, είχε επιβληθεί περιορισμός στις ελληνικές τράπεζες να μην πληρώνουν μέρισμα. Πρόκειται για μια ποιοτική απαίτηση στο πλαίσιο της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP), προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες διατηρούν επαρκή κεφάλαια για την απορρόφηση των ζημιών που συνδέονται με την μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Η απόφαση για τα μερίσματα το 2024 αναμένεται να εκδοθεί τον Ιούνιο και πιθανότατα θα λάβει υπόψη τις αποφασιστικές και διαρκείς προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν το μεγάλο απόθεμα ΜΕΔ τους. Εκτός από την εξυγίανση των ισολογισμών τους, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν επίσης να αναπληρώσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους μέσω της αύξησης της κερδοφορίας και των ενεργειών των διοικήσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και των σύνθετων τιτλοποιήσεων. Επιπλέον, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αποεπένδυσε με επιτυχία το σύνολο των συμμετοχών του σε τρεις από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες στα τέλη του 2023 και στις αρχές του 2024. Φαίνεται λοιπόν ότι ήλθε ξανά η ώρα οι ελληνικές τράπεζες να μπορέσουν να διανείμουν και πάλι μέρος των κερδών τους στους μετόχους, τόσο για να ανταμείψουν τους υπάρχοντες επενδυτές όσο και για να προσελκύσουν νέους.
Η ελληνική τραπεζική αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Όμως, ο ανταγωνισμός αυξάνεται χάρη στην είσοδο εταιριών χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech) και μη τραπεζικών ιδρυμάτων. Πιστεύετε ότι απειλείται η θέση των τραπεζών, και αν ναι, πώς θα επηρεαστεί η συνολική κατάσταση ως προς τον κίνδυνο;
Πράγματι, η ελληνική τραπεζική αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, καθώς οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες κατέχουν το 96% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Επιπλέον, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τραπεζοκεντρικό: ο τραπεζικός κλάδος συγκεντρώνει το 86% του συνολικού ενεργητικού του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τα αμοιβαία κεφάλαια, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κατέχουν μικρό ποσοστό του συνολικού ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού τομέα. Δεδομένων των παραπάνω, ενδεχόμενη αύξηση της δραστηριότητας των εταιριών fintech και άλλων μη τραπεζικών ιδρυμάτων θα είναι ευπρόσδεκτη, διότι θα ενισχύσει την προσφορά προϊόντων και θα παράσχει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης, αλλά και επενδυτικές ευκαιρίες. Δεν αναμένεται πάντως να επηρεαστεί σημαντικά η θέση των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη τον εδραιωμένο ρόλο και το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, ιδίως στη συγκέντρωση καταθέσεων (η καταθετική τους βάση αποτελείται κατά 75% από καταθέσεις ταμιευτηρίου και όψεως, που συνεπάγονται χαμηλό κόστος για τις τράπεζες). Ως εκ τούτου, είναι απίθανο η δραστηριότητα fintech να δημιουργήσει οποιονδήποτε συστημικό κίνδυνο.
Η ζήτηση δανείων στην Ευρώπη έχει συρρικνωθεί, αλλά οι ελληνικές τράπεζες επιθυμούν να επεκτείνουν σημαντικά τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια. Πιστεύετε ότι θα επιτύχουν τους φιλόδοξους στόχους τους;
Ο ρυθμός μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης στην Ελλάδα είναι θετικός τα τελευταία χρόνια, χάρη στην αυξημένη ροή επιχειρηματικών δανείων, στο πλαίσιο και των ισχυρών αναπτυξιακών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αφότου ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2022 στο 12,3%, έκτοτε η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις επιβραδύνθηκε σημαντικά. Αυτό ήταν απόρροια της ανόδου των επιτοκίων και της εξασθένησης της οικονομικής ανάπτυξης, που οδήγησαν σε μείωση της ζήτησης για δάνεια. Πιο πρόσφατα όμως, κατά τους τέσσερις τελευταίους μήνες του 2023, ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις επιταχύνθηκε εκ νέου. Παράλληλα, ο τραπεζικός δανεισμός προς τα νοικοκυριά συνεχίζει να συρρικνώνεται, αντανακλώντας τη μείωση των στεγαστικών δανείων.
Είναι γεγονός ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για την πιστωτική τους επέκταση. Κατά την προσεχή τριετία, η παροχή πιστώσεων προς την οικονομία αναμένεται να στηριχθεί από τα διαθέσιμα κεφάλαια μέσω του δανειακού σκέλους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ και να ενισχυθεί από την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και από ευνοϊκές προοπτικές ανάπτυξης. Εντούτοις, η επιτάχυνση των ροών πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για την επίτευξη των φιλόδοξων αυτών στόχων.
Η ενίσχυση των χορηγήσεων θα απαιτήσει κεφάλαια, αλλά ταυτόχρονα οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) έως το τέλος του 2025. Είναι εντός χρονοδιαγράμματος;
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών σημαντικών ιδρυμάτων έχει βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, χάρη στην υψηλή κερδοφορία, στην εξυγίανση των ισολογισμών τους και σε άλλες ενέργειες ενίσχυσης των κεφαλαίων τους. Ως εκ τούτου, οι ελληνικές σημαντικές τράπεζες διαθέτουν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας που χρειάζονται για να επιτύχουν τους στόχους πιστωτικής επέκτασης.
Επιπλέον, σημειώνουν ικανοποιητική πρόοδο ως προς την κάλυψη των εποπτικών απαιτήσεων των MREL μέχρι το τέλος του 2025, και ήδη έχουν επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους τους. Το κόστος έκδοσης μέσων MREL εξακολουθεί να είναι υψηλότερο από ό,τι για άλλες τράπεζες της ΕΕ. Ωστόσο, η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία επέτρεψε στις τράπεζες να αντλήσουν κεφάλαια από την αγορά με χαμηλότερο κόστος και διεύρυνε την επενδυτική τους βάση. Οι προσπάθειες των τραπεζών στηρίζονται επίσης από την ισχυρή οργανική κερδοφορία, η οποία οδήγησε σε διψήφιους δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (ROE) το 2022 και το 2023. Όσον αφορά το μέλλον, πιστεύω ότι ο στόχος της πλήρους συμμόρφωσης προς την απαίτηση MREL είναι εφικτός, ακόμη και αν οι τράπεζες επεκτείνουν σημαντικά τα δανειακά τους χαρτοφυλάκια.
Πώς μπορούν οι εθνικές εποπτικές αρχές και ειδικότερα η Τράπεζα της Ελλάδος να συμβάλουν στην επίτευξη ενός πιο ενοποιημένου ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα;
Η θέσπιση του ΕΕΜ αποτέλεσε το αποφασιστικότερο βήμα μετά την εισαγωγή του ευρώ, προς την περαιτέρω ενοποίηση στην ΕΕ. Την τελευταία δεκαετία πετύχαμε πολλά και καταφέραμε να ασκήσουμε υψηλής ποιότητας εποπτεία, χρησιμοποιώντας κοινά εργαλεία και μεθοδολογίες και ένα ενιαίο πλαίσιο. Κατορθώσαμε να ανταπεξέλθουμε σε κρίσεις, όπως η πανδημία, και να διαφυλάξουμε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η ενοποίηση απαιτεί κοινή και διαρκή προσπάθεια. Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν αποφασιστικά οι εθνικές εποπτικές αρχές, μέσω της συμμετοχής τους στις μικτές εποπτικές ομάδες (JSTs) και σε όλες τις πρωτοβουλίες που προάγουν τη συνεργασία και μια ενιαία κουλτούρα, όπως δίκτυα, ομάδες εργασίας, εκπαιδευτικές δραστηριότητες και εκπαιδευτικές επισκέψεις. Μέσα από τη συνεργασία και τον ενισχυμένο διάλογο, θα οικοδομήσουμε μια κουλτούρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης των πλεονεκτημάτων και της αξιοπιστίας του κάθε ενός από εμάς. Στην Τράπεζα της Ελλάδος δίνουμε ύψιστη προτεραιότητα σε αυτή την κοινή προσπάθεια, εξ ου και έχουμε ενισχύσει σημαντικά τον αριθμό του προσωπικού μας αφότου ιδρύθηκε ο ΕΕΜ και συμμετέχουμε ενεργά σε όλες τις κοινές πρωτοβουλίες. Θα πρόσθετα ότι οι εθνικές αρχές διαθέτουν μια μοναδική οπτική, χάρη στην εποπτική εμπειρία και βαθιά γνώση των εθνικών συστημάτων. Για παράδειγμα, η πείρα που έχουν συσσωρεύσει οι Έλληνες επόπτες από την αντιμετώπιση μιας έντονης τραπεζικής κρίσης και από την επίλυση των προβλημάτων του παρελθόντος συνεισφέρει σημαντικά στον εμπλουτισμό της κοινής δεξαμενής τεχνικών γνώσεων και ικανοτήτων.