«Κλειδί» για υψηλότερα payouts φαίνεται πως αποτελούν οι χαμηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα ΙΙ όπως αποτυπώνεται από μια απλή σύγκριση της πολιτικής ανταμοιβής μετόχων των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Όσο χαμηλότερα διαμορφώνει ο SSM το Pillar II (P2R - Pillar II requirements), τόσο υψηλότερη είναι η δυνατότητα των τραπεζών να ανταμείψουν γενναία τους μετόχους τους μέσω μερισμάτων και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων μετοχών (buybacks).
Από τον Πυλώνα ΙΙ τα υψηλότερα payouts
Για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, των οποίων οι απαιτήσεις του Πυλώνα II βρίσκονται χαμηλότερα του 2%, τα ποσοστά διανομής επί των κερδών της χρήσης του 2023 κινούνται από 50% - 60%, με εξαίρεση ίσως τη UniCredit η οποία διένειμε το σύνολο των κερδών της (προβλέπει συνολική ανταμοιβή άνω του 90% φέτος), ύψους 8,6 δισ. ευρώ μέσω buyback (5,6 δισ. ευρώ) και διανομής μερίσματος (3 δισ. ευρώ), έχοντας P2R στο 2%. Παραδοσιακές δυνάμεις στο χώρο της ανταμοιβής των μετόχων είναι η Intesa Sanpaolo και η BNP Paribas με payout στο 70% (5,4 δισ. ευρώ μέρισμα για τη χρήση του 2023 ενώ έχει ξεκινήσει και buyback με επίπτωση 55 μονάδων βάσης στο CET1) και στο 60% (4,6 δισ. ευρώ σε μέρισμα και έναρξη buyback 1,05 δισ. ευρώ) αντίστοιχα.
Όντας λοιπόν μια αντιστρόφως ανάλογη σχέση, η εξίσωση των αυξημένων απαιτήσεων του Πυλώνα ΙΙ και του «φρένου» στα υψηλά payouts, αποδεικνύεται περίτρανα στις ελληνικές τράπεζες. Για το γκρουπ των Πειραιώς - Alpha το P2R διαμορφώνεται στο 3% για φέτος, με το ποσοστό διανομής επί των κερδών της περσινής χρήσης να διαμορφώνεται στο 10% - 20%, ενώ για τις Eurobank - Εθνική που είναι ελαφρώς χαμηλότερα στο 2,75%, το payout ανεβαίνει στο 30%.
Η Φρανκφούρτη ανοίγει τα επόμενα θέματα σε τράπεζες
Ουσιαστικά, υπό το βάρος μιας σειράς άλυτων ζητημάτων του παρελθόντος, η Φρανκφούρτη καθοδηγεί έμμεσα τις ελληνικές τράπεζες για επιστροφή στην κανονικότητα μεν, αλλά με σταδιακό και προσεκτικό βηματισμό με φόντο το υψηλό P2R και τα περιορισμένα αρχικά payouts. Έχοντας βγει από τον στενό «κορσέ» των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων - δανείων, μέσω του υψηλού ρυθμού εξυγίανσης του μεγαλύτερου μέρους των ισολογισμών τους, SSM και ΕΚΤ ανοίγουν τους εναπομείναντες φακέλους προβληματικών σημείων που αφορούν αρχικώς, το σημαντικό απόθεμα ανακτηθέντων ακινήτων (REOs) και δευτερευόντως των υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs).
Τα δύο σφιχτά «ζωνάρια»...
Οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών έχουν δεχθεί ήδη κρούσεις από τον επόπτη για μείωση του χαρτοφυλακίου ανακτηθέντων και επενδυτικών ακινήτων με την αξία αυτού να διαμορφώνεται πέριξ των 4 δισ. ευρώ. Πιέσεις που δικαιολογούνται άλλωστε υπό το βάρος της ελεύθερης πτώσης των αποτιμήσεων των επαγγελματικών ακινήτων - γραφειακών χώρων πανευρωπαϊκά, εξαιτίας του υψηλού κόστους δανεισμού και της καθίζησης της ζήτησης (νέες εργασιακές συνθήκες που ρίζωσαν με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού).
Ένα δεύτερο ζήτημα που καλούνται να επιλύσουν σταδιακά οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών είναι το υψηλό επίπεδο επίπεδο DTC. Η Πειραιώς βρίσκεται στην υψηλότερη θέση, με το DTC να διαμορφώνεται στο 76% του δείκτη CET1, έναντι 56% για την Alpha, 55% για την Εθνική και 44% για τη Eurobank. Από την αντίπερα όχθη, ο ευρωπαϊκός κλάδος κατείχε αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTCs) ύψους 12,9 δισ. ευρώ στα τέλη του 2023, που αντιστοιχούν στο 44% των συνολικών κεφαλαίων, και επιπλέον 2,6 δισ. ευρώ DTAs που περιλαμβάνονταν στα κεφάλαια (9% του συνόλου).
Για την Intesa, η οποία συνδυάζει πολύ υψηλό payout με χαμηλό P2R, το επίπεδο DTC διαμορφώνεται στο 15%. Αντίστοιχα, για τη UniCredit, το DTC καταλαμβάνει το 10% των κεφαλαίων CET1. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση της ισπανικής CaixaBank, η οποία διέθεσε το 60% των κερδών της περσινής χρήσης έχοντας DTC στο 45%, με χαμηλό P2R, ήτοι στο 1,75%. Μάλιστα, η Caixa στοχεύει σε διανομή μερίσματος 50% - 60% φέτος (σπάσιμο σε δύο δόσεις) και buyback που θα φέρει δείκτη CET1 στο 12% περίπου από 12,4% στα τέλη του 2023. Βέβαια, ο δείκτης NPL αυτής, διαμορφώθηκε στο 2,7% το 2023 έναντι 5,7% κατά μέσο όρο για τις ελληνικές τράπεζες.
Προφανώς δεν υφίστανται άμεση επίσημη σύνδεση μεταξύ του επιπέδου των DTC και των payouts. Έμμεσα ωστόσο είναι προφανές πως οι ρυθμιστικές αρχές δε δείχνουν διατεθειμένες να επιτρέψουν υψηλές διανομές για τράπεζες που έχουν υψηλό DTC στην κεφαλαιακή τους δομή και χαμηλότερα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Παράδειγμα αποτελεί η Τράπεζα Πειραιώς, της οποίας το payout ήταν το χαμηλότερο (10%) μεταξύ των τεσσάρων συστημικών, όπως επισημαίνει o Νώντας Νικολαΐδης, υπεύθυνος της Moody’s για τις ελληνικές τράπεζες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το P2R θα παραμείνει υψηλό για τις ελληνικές τράπεζες όχι μόνο λόγω του ζητήματος των DTCs, αλλά και λόγω της πρόσφατου ιστορικού τους και της συντηρητικής προσέγγισης που υιοθετεί ο επόπτης. «Φυσικά το υψηλό επίπεδο των DTCs παίζει επίσης ρόλο στο P2R τους, το οποίο είναι πιστωτικά θετικό από την άποψή μας, καθώς οι τράπεζες διατηρούν καλά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας και ενισχύουν την ικανότητα απορρόφησης ζημιών», όπως σημειώνει.
Για παράδειγμα, για τα δάνεια με κρατική εγγύηση για τα οποία ο SSM έδωσε εντολή στην Εθνική και στην Πειραιώς να ταξινομήσουν ως NPEs (από λοιπά περιουσιακά στοιχεία), θα ληφθούν απευθείας και πλήρεις προβλέψεις μέσω κεφαλαιακών κρατήσεων. Αυτό αποτελεί ένα καλό παράδειγμα χρήσης του αποθέματος απορρόφησης ζημιών, το οποίο οι τράπεζες θα αναγράψουν κάποια στιγμή όταν το Δημόσιο αποπληρώσει τις απορρέουσες από την εγγύηση οφειλές του, σύμφωνα με τον Ν. Νικολαΐδη.
Ο δείκτης CET1 της Τράπεζας Πειραιώς του πρώτου τριμήνου του 2024, ενσωματώνει 70 εκατ. ευρώ (ενσωμάτωση 200 εκατ. ευρώ στην τριετία) σωρευτική μείωση ώστε να καλυφθούν NPEs καθαρής λογιστικής αξίας 700 εκατ. ευρώ που αφορούν δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου. Αντίστοιχα, η Εθνική Τράπεζα έχει προχωρήσει στην ενσωμάτωση 100 εκατ. ευρώ.
... και τα ανταλλάγματα για μια ταχεία απόσβεση του DTC
Οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών προκρίνουν το σενάριο της γραμμικής απόσβεσης του DTC (σταδιακή απόσβεση δηλαδή μέχρι το 2040 - 2042) και της διευρυνόμενης κεφαλαιακής βάσης, έναντι της ταχείας απόσβεσης που έδειχναν να εξετάζουν οι αναλυτές της Autonomous.
Είναι αλήθεια ότι οι τράπεζες θα μπορούσαν να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά θα το έπραταν μόνο αν έπαιρναν κάτι ως αντάλλαγμα. Και αυτό θα ήταν τα υψηλότερα payouts σε πιο άμεσο χρονικό ορίζοντα. Το «case study» είναι ότι πλέον οι τράπεζες βλέπουν ως «ταβάνι» ένα payout 50% επ' αόριστον και μπορούν να κινηθούν υψηλότερα μόνο αν «ξεκλειδώσουν» και περάσουν επιτυχώς στις επόμενες πίστες (τα δύο παραπάνω «αγκάθια»).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, μια διαφορετική και σταδιακή προσέγγιση θα αποτελούσε μια πιο λογική συμφωνία, δηλαδή ότι για κάθε επιπλέον μείωση X ποσοστού σε DTC έναντι CET1 και γραμμικής απόσβεσης, οι τράπεζες θα λαμβάνουν ένα υψηλότερο Y payout, ποσοστιαία. Διαφορετικά, δεν λειτουργεί πραγματικά για τους μετόχους και επομένως οι τράπεζες δεν έχουν κίνητρο να το κάνουν.