Πρόστιμο 290 εκατ. ευρώ επέβαλε η ολλανδική αρχή προστασίας δεδομένων στην Uber Technologies για τη μη τήρηση των ευρωπαϊκών προτύπων, καθώς η εταιρεία μετέφερε ευαίσθητα δεδομένα για τους οδηγούς της στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την ολλανδική αρχή, η Uber συνέλεγε πληροφορίες για τους Ευρωπαίους οδηγούς της, όπως άδειες ταξί, δεδομένα τοποθεσίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις ποινικά και ιατρικά δεδομένα, τα οποία διατηρούνταν σε servers στις ΗΠΑ.
Το πρόστιμο αυτό είναι η υψηλότερη ποινή που έχει επιβληθεί ποτέ από την ολλανδική εποπτική αρχή σε βάρος οποιασδήποτε εταιρείας. Είναι επίσης το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει λάβει η Uber παγκοσμίως.
Η υπηρεσία παροχής διαδρομών με αυτοκίνητο έστελνε τα ευαίσθητα δεδομένα στα κεντρικά της γραφεία στις ΗΠΑ για πάνω από δύο χρόνια χωρίς να χρησιμοποιεί εργαλεία μεταφοράς δεδομένων που αποσκοπούσαν στην προστασία της ιδιωτικότητας, με αποτέλεσμα τα δεδομένα να είναι «ανεπαρκώς προστατευμένα». Η Uber ανέφερε πως σταμάτησε την παραβίαση πέρυσι.
Το πρόστιμο είναι «εντελώς αδικαιολόγητο», δήλωσε ο Κάσπαρ Νίξον, εκπρόσωπος της Uber, απαντώντας σε ερωτήσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Η διαδικασία μεταφοράς δεδομένων της Uber ήταν σύμφωνη με τους ευρωπαϊκούς νόμους και η εταιρεία θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης, δήλωσε ο Νίξον.
Η ολλανδική αρχή προστασίας δεδομένων ξεκίνησε την έρευνά της σχετικά με την Uber μετά την καταγγελία περισσότερων από 170 Γάλλων οδηγών σε μια γαλλική οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η έρευνα διεκπεραιώθηκε από την ολλανδική υπηρεσία, καθώς η ευρωπαϊκή έδρα της Uber βρίσκεται στην Ολλανδία.
Αυτή είναι η τρίτη ποινή που επιβάλλει η ολλανδική αρχή προστασίας δεδομένων στην Uber. Στο παρελθόν της είχε επιβληθεί πρόστιμο επειδή δεν παρείχε επαρκή διαφάνεια σχετικά με το πόσο καιρό διατηρούσε δεδομένα από τους Ευρωπαίους οδηγούς και σε ποιες χώρες εκτός Ευρώπης διαβιβάστηκαν τα δεδομένα αυτά. Το 2018, της επιβλήθηκαν κυρώσεις επειδή δεν ενημέρωσε εγκαίρως την ολλανδική εποπτική αρχή για παραβίαση δεδομένων.
Τα πρόστιμα από τις ευρωπαϊκές αρχές προστασίας της ιδιωτικότητας μπορούν να ανέλθουν έως και το 4% των παγκόσμιων ετήσιων εσόδων μιας επιχείρησης.