Σαρωτική απήχηση στους καταθέτες είχαν τα εναλλακτικά προϊόντα που δημιούργησαν οι τράπεζες, καθώς και τα «λαϊκά» ομόλογα (εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου), προκειμένου να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τον πληθωρισμό και τα χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις.
Με τον πτωτικό κύκλο των επιτοκίων να έχει ανοίξει από την ΕΚΤ και πλέον – μετά την μείωση των επιτοκίων της FED κατά μισή ποσοστιαία μονάδα – να αναμένονται δύο ακόμη μειώσεις των επιτοκίων του ευρώ μέχρι το τέλος του έτους, επηρεάζοντας δανειολήπτες και καταθέτες, οι εναλλακτικές τοποθετήσεις θα προσφέρουν επίσης χαμηλότερες αποδόσεις, αλλά η αίγλη τους δεν πρόκειται να σβήσει.
Σύμφωνα με πληροφορίες του insider.gr, τα εναλλακτικά αποταμιευτικά/επενδυτικά προϊόντα target maturity που δημιούργησαν οι εταιρείες Αμοιβαίων Κεφαλαίων και διέθεταν οι τράπεζες, προκειμένου να προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις στους αποταμιευτές, συγκέντρωσαν κεφάλαια, ύψους 5,8 δισ. ευρώ κατά την τελευταία τριετία που κυκλοφορούν στην αγορά, ενώ μόνο τη φετινή χρονιά προσέλκυσαν αποταμιευτικά κεφάλαια 2,8 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου που αγοράστηκαν από φυσικά πρόσωπα υπολογίζονται σε 4,6 δισ. ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να περιλαμβάνονται τα έντοκα που κατευθύνθηκαν σε ασφαλιστικά ταμεία, θεσμικούς επενδυτές και μη κατοίκους Ελλάδας. Εκτός των παραπάνω, κεφάλαια 3,2 δισ. ευρώ μπήκαν σε Αμοιβαία Κεφάλαια το α΄ εξάμηνο της φετινής χρονιάς.
Μέσω των παραπάνω εναλλακτικών τοποθετήσεων, οι καταθέτες μπόρεσαν να λάβουν αποδόσεις σημαντικά υψηλότερες από αυτές των προθεσμιακών καταθέσεων, πολλώ δε μάλλον του απλού ταμιευτηρίου. Οι αποδόσεις αυτές κινήθηκαν στα επίπεδα του 3% - 3,50%, ενώ έφτασαν και το 4% στην αρχική έκδοση των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, τα οποία λανσαρίστηκαν από το Υπουργείο Οικονομικών ως λαϊκά ομόλογα (με δυνατότητα τοποθέτησης μέχρι και 15.000 ευρώ ανά ΑΦΜ και χωρίς τη φορολόγηση 15% των τόκων, όπως ισχύει για τις καταθέσεις). Οι αποδόσεις των εντόκων του Ελληνικού Δημοσίου υποχώρησαν μεν, αλλά παραμένουν ακόμη υψηλές (η τελευταία έκδοση ετησίων εντόκων γραμματίων που έγινε από τον ΟΔΔΗΧ στις 4 Σεπτεμβρίου έκλεισε με επιτόκιο 2,82%, έναντι 3,34% της προηγούμενης δημοπρασίας στις 5 Ιουνίου).
Στις απλές προθεσμιακές καταθέσεις οι αποδόσεις, για μεγάλα ποσά, άνω των 100.000 ευρώ, κινήθηκαν στο 1,50% - 2,25%.
Καθώς το ζητούμενο των καταθετών ήταν να βρουν αποδόσεις που να καλύπτουν όσο το δυνατόν περισσότερη από την άνοδο του πληθωρισμού, οι τράπεζες διαμόρφωσαν προϊόντα συνδυασμό κατάθεσης και επένδυσης, με αποδόσεις μέχρι 2,80%. Στα προϊόντα αυτά, οι τράπεζες δημιούργησαν μια αναλογία προθεσμιακής κατάθεσης που κινείται από 50% - 50% με επένδυση ή 70% - 30% και 80% - 20%, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό αφορούσε πάντα σε κατάθεση προθεσμίας.
Παράλληλα, οι τράπεζες δημιούργησαν ελκυστικά επενδυτικά προγράμματα, που ανανέωναν ανά μήνα και τα οποία προσέφεραν έναν συνδυασμό προστασίας κεφαλαίου και μερισματικής απόδοσης η οποία ξεπερνούσε το 3%. Τα προϊόντα αυτά έχουν επενδυτικό χαρακτήρα και μεσομακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζοντα, ενώ η δομή τους βασίζεται σε αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία αξιοποιούν κάθε φορά τις τάσεις της αγοράς για να προσφέρουν στον επενδυτή υψηλότερες αποδόσεις. Στην κατηγορία αυτή, ιδιαίτερα δημοφιλή έγιναν τα προϊόντα target maturity που επένδυαν σε ομόλογα και είχαν σταθερό επιτόκιο. Τα προϊόντα αυτά προσφέρονται από τις τράπεζες για διάρκειες 2 – 5 ετών, ενώ συχνά συνδυάζονται και με καταβολή μερίσματος στον καταθέτη (το μέρισμα προκύπτει από την μη επανεπένδυση κάποιων κουπονιών των ομολόγων). Σημειώνεται, πάντως, ότι η είσοδος της ΕΚΤ στον καθοδικό κύκλο των επιτοκίων, αναμένεται να μειώσει τη ζήτηση και τις αποδόσεις των προϊόντων target maturity.
Όλα τα παραπάνω, όταν σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος για τον μήνα Ιούλιο 2024, στις νέες καταθέσεις: α) το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο, στο 0,57%, β) τα μέσα επιτόκια των καταθέσεων μίας ημέρας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρέμειναν αμετάβλητα στο 0,03% και 0,20% αντίστοιχα και γ) στις προθεσμιακές, το μέσο επιτόκιο των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος από νοικοκυριά παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο στο 1,87%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των καταθέσεων από επιχειρήσεις μειώθηκε κατά 5 μονάδες βάσης, στο 3,11%.
Σημειώνεται ότι τα επιτόκια καταθέσεων παρέμειναν γενικά αμετάβλητα αντί να ακολουθήσουν τη μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ, κάτι που όμως είναι αναπόφευκτο στην πορεία καθώς η ΕΚΤ έχει εισέλθει σε καθοδικό κύκλο επιτοκίων, όπως πιστοποίησε και η δεύτερη μείωση (κατά 0,25 της μονάδος, όπως και η πρώτη) που έκανε στις 12 Σεπτεμβρίου.