Σημαντικά υψηλότερη συμβολή έχουν στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, τα έσοδα από τόκους, ενώ στον αντίποδα, η συμβολή των εσόδων από προμήθειες παρουσιάζει ακόμη σημαντική υστέρηση.
Σύμφωνα με στοιχεία του SSM για το δ΄ τρίμηνο του 2024, τα έσοδα από τόκους συνεισέφεραν σε ποσοστό 77,30% στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών που εποπτεύονται από την ΕΚΤ, έναντι ποσοστού συνεισφοράς 58,87% για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα από προμήθειες, ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των 109 συστημικών τραπεζών της ΕΕ ανήλθαν σε 28,79%, έναντι 17,86% για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας.
Η υστέρηση αυτή καταρρίπτει τον μύθο περί ακριβών χρεώσεων από τις ελληνικές τράπεζες και εξηγεί την μεγάλη στροφή που κάνουν πλέον οι ελληνικές τράπεζες προς εργασίες (πλην της λιανικής) που παράγουν έσοδα προμηθειών και δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς στη χώρα μας (bancassurance, asset management, wealth management), δεδομένου ότι η πηγή των εσόδων από τόκους θα στερεύει όσο μειώνονται τα επιτόκια από την ΕΚΤ. Θα απαιτηθούν, έτσι, κινήσεις αντιστάθμισης των εσόδων από τόκους με μεγαλύτερη στροφή στις πηγές προμηθειών, συνδυαστικά με την ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης και τη συγκράτηση του λειτουργικού κόστους, προκειμένου να διατηρηθεί υψηλή και αυξανόμενη η κερδοφορία των τραπεζών.
- Δείτε επίσης: Τι δείχνει η «ακτινογραφία» των τραπεζικών προμηθειών
Σημειώνεται ότι οι ελληνικές τράπεζες «δούλεψαν» και το 2024 με σημαντικά υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο (σ.σ. διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων – καταθέσεων) σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα στοιχεία του SSM δείχνουν ότι το δ΄ τρίμηνο 2024, το καθαρό περιθώριο επιτοκίου για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες ήταν 3,04%, έναντι 1,60% για τα 109 εποπτευόμενα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ. Η διαφορά αυτή εξηγείται από πολλούς λόγους. Ενδεικτικά, από το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται ακόμη με υψηλότερο επιτόκιο ρευστότητα από τις αγορές. Επιπλέον, παραμένουν με υψηλότερο ποσοστό κόκκινων δανείων σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όπως επίσης, και με σημαντικά υψηλότερη ρευστότητα που λειτουργεί αποτρεπτικά στην χορήγηση υψηλών επιτοκίων στις καταθέσεις.
Υψηλότερο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο έναντι του μέσου όρου των ελληνικών συστημικών τραπεζών είχαν τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Σλοβενίας (3,54%), της Λετονίας (3,51%), της Εσθονίας (3,31%) και της Λιθουανίας (3,08%).
Στις λοιπές χώρες ίσχυσαν τα εξής: Πορτογαλία (2,91%), Ισπανία (2,80%), Αυστρία (2,39%), Ιταλία (2,33%) και Ιρλανδία (2,05%). Μόνο σε τέσσερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα είχαν χαμηλότερο του μέσου όρου καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (1,60%) και συγκεκριμένα στην Γαλλία (0,89%), στην Γερμανία (1,06%), στο Βέλγιο (1,41%) και στην Ολλανδία (1,59%).