Ενθαρρυντικά στοιχεία για την πορεία του 2021 αλλά και 9 αβεβαιότητες που θα καθορίσουν τις εξελίξεις περιλαμβάνει η Εαρινή Έκθεση 2021 που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο υπό την Προεδρία του κ. Παναγιώτη Κορλίρα.
Η έκθεση αναφέρει πως σημαντική πηγή κινδύνου αποτελεί η περιορισμένη αποτελεσματικότητα και η μη έγκαιρη λήψη των μέτρων οικονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της πανδημίας και την ανάκαμψη της οικονομίας. Κρίσιμος παράγοντας θεωρείται η διάρκεια διατήρησης των μέτρων στήριξης της οικονομίας και διασφάλισης ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία, ιδίως μέσω του ρόλου του τραπεζικού συστήματος. Η έγκαιρη και ομαλή απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων στήριξης της εθνικής οικονομίας, όπως του Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελεί βαρόμετρο για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, με αναμενόμενο θετικό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο για την οικονομία, αρχής γενομένης από το τρέχον οικονομικό έτος.
Αναλυτικά, οι παράγοντες από τους οποίους θα κριθεί η πορεία της χώρας είναι οι εξής:
1. Η πρόοδος των εμβολιασμών και το μέγεθος της αποκτώμενης ανοσίας του πληθυσμού
2. Η εμφάνιση ενός τέταρτου πανδημικού κύματος
3. Η αποτελεσματικότητα και έγκαιρη λήψη των μέτρων οικονομικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της πανδημίας και την ανάκαμψη της οικονομίας
4. Η διάρκεια διατήρησης των μέτρων στήριξης της οικονομίας και διασφάλισης ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία, ιδίως μέσω του ρόλου του τραπεζικού συστήματος
5. Η έγκαιρη και ομαλή απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων στήριξης της εθνικής οικονομίας, όπως του Ταμείου Ανάκαμψης
6. Η ζήτηση από το εξωτερικό για το «ελληνικό τουριστικό προϊόν»
7. Ο βαθμός αξιοποίησης των αυξημένων καταθέσεων
8. Η αντίδραση επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη σταδιακή επαναφορά στις κανονικές συνθήκες και στην άρση των έκτακτων μέτρων στήριξη
9. Ο βαθμός θετικής ανταπόκρισης της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης στη σταδιακή επαναλειτουργία της αγοράς
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει πως το σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,6% το 2021 έχει στηριχθεί στη σημαντική ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων. Ωστόσο ακόμα δεν είναι εμφανές σε τι ύψος θα κυμανθεί η ζήτηση από το εξωτερικό για το «ελληνικό τουριστικό προϊόν», φέτος. Η θετική πορεία του τουρισμού, υπόκειται στην αβεβαιότητα των διεθνών υγειονομικών εξελίξεων αφενός και, αφετέρου, υπάρχουν κάποια αρνητικά μηνύματα που αφορούν ειδικά στην Ελλάδα και είναι πιθανό να επηρεάσουν τις αφίξεις τουριστών. Τέτοια παραδείγματα είναι η μη συμπερίληψη της Ελλάδας στην «πράσινη λίστα» του Ηνωμένου Βασιλείου που περιλαμβάνει τουριστικούς προορισμούς ασφαλείς από επιδημιολογικής άποψης και η ταξιδιωτική οδηγία της κυβέρνησης των ΗΠΑ, η οποία συμπεριέλαβε την Ελλάδα στη λίστα των χωρών «επιπέδου 4», τις οποίες οι Αμερικανοί πολίτες συμβουλεύονται να αποφεύγουν, λόγω πανδημίας, στα ταξίδια τους. Μία ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων μικρότερη του αναμενόμενου είναι επόμενο ότι θα συγκρατήσει την αύξηση του ΑΕΠ και ως εκ τούτου αποτελεί μία σημαντική αβεβαιότητα για την επίτευξη του στόχου που έχει τεθεί για τη μεγέθυνση το 2021.
Για τις δημοσιονομικές εξελίξεις του 2021 επισημαίνεται πως το Α’ τρίμηνο του 2021 το ταμειακό έλλειμμα είναι αυξημένο κατά 5 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, αποκλειστικά λόγω αύξησης των δαπανών, που αφορούν μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας (+3,7 δισ. ευρώ) και πληρωμές εξοπλιστικών προγραμμάτων (+800 εκατ. ευρώ, περίπου). Ωστόσο, αναμένεται βελτίωση του ταμειακού αποτελέσματος της ΓΚ τους επόμενους μήνες, διότι δεν θα επαναληφθούν φέτος πολλές από τις έκτακτες δαπάνες της αντίστοιχης περσινής περιόδου και αναμένεται, ακόμα, αύξηση των εισπράξεων από φορολογικά έσοδα και ασφαλιστικές εισφορές μετά τη μεγάλη μείωσή τους κατά το περσινό ενιάμηνο Απριλίου- Δεκεμβρίου.
Αναφορικά με το απόθεμα ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων και των εκκρεμών επιστροφών φόρων) αναφέρεται πως αυτό διαμορφώθηκε στα 2,5 δισ. ευρώ, περίπου, το Α’ τρίμηνο του 2021. Η αύξηση κατά 717 εκατ. ευρώ κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου οφείλεται στη συσσώρευση επιπλέον ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων όλων των υποτομέων της ΓΚ και κυρίως των Νοσοκομείων (391 εκατ. ευρώ). Ακόμη, τα εκκρεμή αιτήματα συνταξιοδότησης που συμπεριλαμβάνονται στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις εκτιμώνται σε 220 εκατ. ευρώ.
Επισημαίνεται επίσης πως η σημαντική προς τα άνω αναθεώρηση της πρόβλεψης του προϋπολογισμού για το πρωτογενές έλλειμμα του 2021 (7,2% του ΑΕΠ, έναντι αρχικής πρόβλεψης για 3,8% του ΑΕΠ) αποτελεί μία πιο συντηρητική, αλλά ρεαλιστική, εκτίμηση η οποία πηγάζει από τη διατήρηση των μέτρων περιστολής της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας για διάστημα μεγαλύτερο από τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2021. «Η σταδιακή άρση των περιορισμών της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας οι οποίοι επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας δημιουργούν δικαιολογημένες προσδοκίες ότι η ελληνική οικονομία κατά το έτος 2021 θα έχει θετικό ρυθμό μεγέθυνσης, το ύψος του οποίου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον ρυθμό απορρόφησης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στήριξης και από την πορεία του τουρισμού. Υπό αυτό το πρίσμα, όσο προσεγγίζεται ο στόχος για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ με ρυθμό 3,6% το 2021, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες να επαληθευτεί η πρόβλεψη για πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 7,2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2022-2024 και να μην υπάρξει υπέρβαση» επισημαίνεται.
Για το Δημόσιο Χρέος αναφέρεται πως η επιδημική κρίση και ο ισχυρός κλονισμός που προκάλεσε στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ισορροπίες το 2020 είχε ως συνέπεια τη μεγάλη άνοδο του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ κατά 25 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, ωθώντας τον σχετικό δείκτη άνω του 205%. Με βάση το πρόγραμμα Σταθερότητας 2022-2024 ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί οριακά το 2021 (204,8% του ΑΕΠ). Από το 2022 αναμένεται αποκλιμάκωση του σχετικού δείκτη άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως, λόγω της μεγάλης αύξησης του ΑΕΠ, που προβλέπεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Σημειώνεται ότι «οι αποδόσεις του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ενώ γενικότερα η μεσοπρόθεσμη διαχειρισιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν εμπνέει, προς το παρόν, μεγάλη ανησυχία».