Την προαναγγελία νέων μέτρων για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας φέτος προβλέπει ο νέος μεσοπρόθεσμος Προϋπολογισμός.
Προαναγγέλλει επίσης νέες ελαφρύνσεις μόνιμου χαρακτήρα τα επόμενα έτη ως και το 2025 οι οποίες ωστόσο, όπως επισημαίνεται, δεν μπορούν να ενταχθούν λόγω της ρήτρας διαφυγής που επιτρέπει μόνο μέτρα προσωρινού χαρακτήρα.
Επίσης περιλαμβάνει και πρόβλεψη για ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης (από 3,6% για φέτος που επισήμως εγγράφεται). Βασίζεται σε πλεονάσματα έως 3,7% του ΑΕΠ το 2025 αλλά και σε μείωση του χρέους γενικής κυβέρνησης στο 156,9% του ΑΕΠ τον ίδιο χρόνο.
Επίσης περιγράφεται αναλυτικά η πολιτική στήριξη των επενδύσεων μέσω του ΠΔΕ και των υπολοίπων εργαλείων, το Σχέδιο Ανάκαμψης αλλά και τα έσοδα του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων τα οποία αναμένεται να ξεπεράσουν το 1 δις ευρώ ετησίως τα επόμενα τρία χρόνια.
Σε ειδικό κεφάλαιο ανάλυσης ευαισθησίας εξετάζονται δύο εναλλακτικά σενάρια: το πρώτο αφορά 1% χαμηλότερο ΑΕΠ και σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο το ΑΕΠ θα είναι κατά 1% υψηλότερο. Επίσης υπάρχει σενάριο για άνοδο των επιτοκίων.
Στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι αντίστοιχα χαμηλότερο ή υψηλότερο κατά 0,5% του ΑΕΠ περίπου.
Γίνεται επίσης ανάλυση των υποχρεώσεων που προκύπτουν με τις εγγυήσεις, αλλά και από άλλες πηγές όπως από τα ΣΔΙΤ και από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από φορείς γενικής κυβέρνησης σε τρίτους.
Η κυβέρνηση βασίζει τις προβλέψεις της στην υπόθεση πως στο τέλος του 2022 ο εξωτερικός τουρισμός θα έχει ανακάμψει κατά 80% σε όρους εισπράξεων εν συγκρίσει με τα προ πανδημίας επίπεδα. Αυτό υπό την προϋπόθεση επαρκούς εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Στην εισαγωγή του Μεσοπροθέσμου γίνεται αναφορά για ρυθμό ανάπτυξης φέτος «που είναι πιθανόν να είναι μεγαλύτερος» από το 3,6% «αν επιβεβαιωθούν και στους επόμενους μήνες οι πολύ θετικές εξελίξεις που κατέγραψε για το ΑΕΠ η ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2021». Αναφέρεται πως «υπό το καθεστώς αυξημένης αβεβαιότητας που συνεπάγεται η πανδημία και η πορεία των εκστρατειών εμβολιασμού διεθνώς, αλλά και των επιπτώσεων τους στην ελληνική οικονομία» κατατέθηκε στη Βουλή το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025».
Δημοσιονομικά για φέτος εκτιμάται ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 7,1% του ΑΕΠ, το 2022 σε έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ, ενώ από το 2023 θα επανέλθουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα σταδιακά αυξανόμενα.
«Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι κατόπιν της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το παρόν ΜΠΔΣ καταρτίζεται με βάση τις πολιτικές που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί και ανακοινωθεί οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο σενάριο βάσης και δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω εναλλακτικά σενάρια που οδηγούν σε σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα» επισημαίνεται.
«Συνεπώς, τα πρωτογενή πλεονάσματα που απεικονίζονται κυρίως προς τα τελευταία έτη του Προγράμματος αποτελούν το βασικό σενάριο χωρίς τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής, που σε κάθε περίπτωση θα προσαρμοστούν στους στόχους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα που θα τεθούν στη βάση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαλείφοντας τυχόν υπερβάσεις αυτών» αναφέρεται. «Με δεδομένο συνεπώς ότι το σενάριο βάσης απεικονίζει αποκλειστικά τις ήδη θεσμοθετημένες κυβερνητικές αποφάσεις, δεν αντανακλά τις κυβερνητικές πολιτικές που θα νομοθετηθούν στο μέλλον στη βάση του διαθέσιμου δημοσιονομικού χώρου που κατά περίπτωση προκύπτει από τον συνδυασμό του ΜΠΔΣ και των νέων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, που θα γίνουν γνωστοί σε μεταγενέστερο χρόνο όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές συζητήσεις για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες που θα ισχύσουν στην ευρωζώνη από το 2023 και εντεύθεν» αναφέρεται.
Γίνεται αναφορά στη ρήτρα διαφυγής στο πλαίσιο της οποίας «αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές όσο και μεταξύ των εταίρων και πιστωτών της. Αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά. Η συνεπής εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου κατά την τελευταία τριετία, οδήγησε σταδιακά στη συμπλήρωση της καμπύλης αποδόσεων τίτλων του Ε.Δ. σε όλο το φάσμα της και στην πλήρη χρονική επέκταση της φυσικής διάρκειάς της, παρέχοντας ταυτόχρονα όγκο και ρευστότητα στο σύνολο των εκδόσεων». «Στα πλαίσια της ευελιξίας που προσφέρει η γενική ρήτρα διαφυγής σε συνδυασμό με την ρευστότητα που αντλήθηκε από την επιτυχή εκδοτική δραστηριότητα και την αξιοποίηση Ευρωπαϊκών μέσων στήριξης, η κυβέρνηση σχεδίασε και υλοποιεί ένα ευρύ πλέγμα παρεμβάσεων στήριξης των κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την πανδημία, οι οποίες αγγίζουν τα 41 δισ. ευρώ την περίοδο 2020-2022» αναφέρεται.
Με στήριξη από την θετική επίδραση των παρεμβάσεων στήριξης και «συνεχίζοντας με την πλήρη εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» η ανάπτυξη το τρέχον έτος εκτιμάται στο 3,6%, ενώ για το 2022 προβλέπεται ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 6,2% και για την υπόλοιπη περίοδο του ΜΠΔΣ αναμένεται κατά μέσο όρο ανάπτυξη της τάξης του 4%.
Στο σύνολο της περιόδου 2022-2025, τα τρία τέταρτα της ανάπτυξης αναμένεται να προέλθουν μεσοσταθμικά από τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης, με τον εξωτερικό τομέα να συνεισφέρει κατά το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Κινητήρια δύναμη της εγχώριας ζήτησης αναμένεται να αποτελέσουν οι επενδύσεις, φτάνοντας τη συμμετοχή τους στο ΑΕΠ στο 16,7% το 2025, από 11,1% το 2020.
Καθοριστική συμβολή στην εξέλιξη αυτή θα έχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Το Σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σειρά φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, φιλικό στο περιβάλλον οικονομικό μοντέλο, με ένα φορολογικό σύστημα που στοχεύει στην ανάπτυξη και ένα αποτελεσματικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας. Πρόκειται για ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που συνδυάζει οικονομική αποτελεσματικότητα με κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.
Οι συνολικοί πόροι του Σχεδίου ανέρχονται σε 30,5 δισ. ευρώ έως το 2026, εκ των οποίων 17,8 δισ. ευρώ είναι επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ δάνεια.
Είναι μια μοναδική ευκαιρία για την επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας με στόχο οι συνολικοί επενδυτικοί πόροι που θα ενεργοποιηθούν να ανέλθουν σε περίπου 59 δισ. ευρώ, δηλ. διπλάσιοι από το μέγεθος του ίδιου του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η ανάπτυξη θα εστιάσει σε τέσσερις πυλώνες: την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απασχόληση - δεξιότητες - κοινωνική συνοχή και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Πορεία οικονομίας
Το 2021 το ποσοστό ανάκτησης των απωλειών παραγόμενου προϊόντος του 2020 αναμένεται να κυμανθεί στο 40%, κοντά στην αντίστοιχη εκτίμηση του Κρατικού Προϋπολογισμού 2021, εκτιμάται.Το 2022 αναμένεται σημαντική επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού οικονομικής ανάκαμψης στο 6,2%, με διατήρησή του κοντά στο 4% κατά μέσο όρο στην υπόλοιπη μεσοπρόθεσμη περίοδο.
«Η ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική του 2022 αντανακλά την ανάκτηση του συνόλου των οικονομικών απωλειών λόγω της πανδημίας κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να υπερβαίνει στο τέλος του 2022 το επίπεδο του 2019 κατά 1%. Η κύρια οικονομική ώθηση αναμένεται να προέλθει από τις ροές του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, την επιταχυνόμενη ανάκαμψη του εξωτερικού τουρισμού (στο 80% του προ κρίσης επιπέδου εισπράξεων), και τη θετική επίδραση μεταφοράς από το 2021, υπό την εξωτερική υπόθεση επαρκούς εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού από το δεύτερο εξάμηνο του 2021» αναφέρεται.
Βασικά μεγέθη της Ελληνικής Οικονομίας
(% ετήσιες μεταβολές, σταθερές τιμές)
Πηγή: Ετήσιοι Εθνικοί Λογαριασμοί (Ελληνική Στατιστική Αρχή), εκτιμήσεις/προβλέψεις Υπουργείου Οικονομικών.
* Σε εθνικολογιστική βάση
** Εκτιμήσεις/προβλέψεις
Μακροοικονομικοί και δημοσιονομικοί κίνδυνοι για το ΜΠΔΣ
Γίνεται ειδική αναφορά στους κινδύνους. Αναφέρεται πως η πανδημία διαμόρφωσε το τελευταίο ενάμισι έτος ένα περιβάλλον μεγάλων αβεβαιοτήτων εντός του οποίου οι μακροοικονομικές προβλέψεις διενεργούνται με μεγάλη επισφάλεια. Οι εξωτερικές μακροοικονομικές υποθέσεις εμφάνισαν σε όλο αυτό το διάστημα υψηλή μεταβλητότητα, ενώ συναρτήθηκαν πρωταρχικά με μη οικονομικούς παράγοντες που εκφεύγουν της σφαίρας επιρροής των κυβερνήσεων (εξάρσεις διασποράς του Covid-19, διαθεσιμότητα εμβολίων).
Σήμερα, η υλοποίηση των εμβολιαστικών προγραμμάτων διεθνώς δίνει διέξοδο στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, και διαμορφώνει ένα λιγότερο ασταθές περιβάλλον για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Ως εκ τούτου, το ισοζύγιο των ευμενών και δυσμενών δυνητικών επιδράσεων στο μακροοικονομικό σενάριο είναι πλέον πιο ισορροπημένο, παρά τη μετατόπισή τους από εξωγενείς σε ενδογενείς και από μη οικονομικής φύσης σε οικονομικής.
Οι εξωγενείς κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές περιλαμβάνουν, αφενός, μία μεγαλύτερη επιμονή της πανδημίας (μεταλλάξεις, νέα έξαρση), η οποία θα ανέβαλλε εκ νέου την ανάκαμψη προς το 2022 και, αφετέρου, μεγαλύτερες ασυμμετρίες στην ανάκτηση των οικονομικών απωλειών μεταξύ χωρών, σε συνάρτηση με την έκθεση στον τουρισμό. Πέραν αυτών, εξωτερικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία συνεχίζουν να αποτελούν τυχόν διαταραχές της γεωπολιτικής σταθερότητας, του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος, και της υλοποίησης του Brexit.
Από την άλλη πλευρά, ευμενείς εξωτερικές επιδράσεις για το μακροοικονομικό σενάριο θα μπορούσαν να προέλθουν από μία πιο γρήγορη ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου, λόγω ταχύτερης βελτίωσης των επιδημιολογικών δεδομένων, και από δυνητικά μόνιμα κέρδη από την ψηφιακή εξοικείωση επιχειρήσεων και νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας (τηλεκπαίδευση, τηλεργασία, ηλεκτρονικές συναλλαγές).
Οι ενδογενείς προκλήσεις είναι κυρίως οικονομικές, και συνοψίζονται, βραχυπρόθεσμα, στη στήριξη της ρευστότητας και της αγοράς εργασίας κατά τη μετάβαση στην μετά-Covid19 εποχή ώστε να αποσοβηθούν μόνιμες επιπτώσεις στον παραγωγικό ιστό λόγω της πανδημίας, ενώ παράλληλα θα επιδιώκεται βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική προς ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Τα ανωτέρω συνδέονται με την πρόκληση να διατηρηθεί αδιασάλευτη η πρόοδος των μεταρρυθμίσεων και η βελτίωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας. Για τον σκοπό αυτό, μέτρα πολιτικής για την αποφυγή μεγάλων ασυμμετριών στην ανάκαμψη μεταξύ κλάδων, διόγκωσης του ιδιωτικού χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω των συνεπειών της πανδημίας, επίπτωσης των μέτρων στήριξης κατά της πανδημίας στο δημόσιο χρέος, αύξησης της μακροχρόνιας ανεργίας, συμπίεσης της απασχόλησης και κάμψης της παραγωγικότητας, αποτελούν προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Προς τούτο, την τρέχουσα περίοδο έχει ήδη αρχίσει η υλοποίηση νέων μέτρων που εστιάζουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στους φορείς οικονομικής δραστηριότητας που αποδεδειγμένα έχουν πληγεί από την κρίση.
Στο ίδιο πλαίσιο, πρωτεύουσα σημασία έχει η υλοποίηση του σχεδιασμού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με την οποία συνδέονται τόσο ευκαιρίες για μεγαλύτερη κινητοποίηση πόρων και δημιουργία τεχνολογικών συνεργειών, όσο και προκλήσεις αναφορικά με τη μεγιστοποίηση απορρόφησης των ροών.
Δημοσιονομικές εκτιμήσεις ΜΠΔΣ 2022-2025
Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2022-2025 παρουσιάζει τις προβλέψεις για την εξέλιξη των δημοσιονομικών μεγεθών στην περίοδο αυτή. Δεδομένου ότι οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στο ΜΠΔΣ 2022-2025 αφορούν παρεμβάσεις που έχουν ήδη θεσμοθετηθεί, δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ «βασικού» και «μετά μέτρων» σεναρίου.
Αναφέρεται πως το 2021 ο δημοσιονομικός προσανατολισμός θα εξακολουθήσει να είναι επεκτατικός, λόγω της παράτασης της εφαρμογής των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση το έτος 2020, καθώς και τη λήψη νέων μέτρων για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως εκ τούτου, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα ύψους -9,9% του ΑΕΠ.
Το έτος 2022, η προβλεπόμενη περαιτέρω ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και η σημαντική αποκλιμάκωση των μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας αναμένεται να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων της γενικής κυβέρνησης. Ειδικότερα, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο -3,1% του ΑΕΠ και το πρωτογενές αποτέλεσμα θα ανέλθει σε έλλειμμα ύψους 0,5% του ΑΕΠ.
Τα επόμενα έτη που καλύπτει το ΜΠΔΣ, ήτοι τα έτη 2023, 2024 και 2025, προβλέπονται πρωτογενή πλεονάσματα καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς, λόγω της επικράτησης βελτιωμένων μακροοικονομικών συνθηκών και της πλήρους άρσης των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Τα δύο τελευταία έτη της προγραμματικής περιόδου, προβλέπονται μάλιστα πλεονασματικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, με το αποτέλεσμα του έτους 2025 να αναμένεται να ανέλθει σε πλεόνασμα ύψους 1,4% του ΑΕΠ. Σε διαρθρωτικό επίπεδο, το ισοζύγιο κινείται σε θετικό έδαφος ήδη από το 2023, παρουσιάζοντας πλεόνασμα ύψους 1% του ΑΕΠ, το οποίο αυξάνεται σε 1,3% και 1,4% του ΑΕΠ τα έτη 2024 και 2025, αντίστοιχα.
Τα φορολογικά έσοδα, μετά τη σημαντική μείωση των ετών 2020, 2021 λόγω του περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και των μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αναμένεται να ανακάμψουν από το 2022 και μετά. Το μεγαλύτερο μέρος των μη φορολογικών εσόδων του Κράτους αποτελούν οι εισροές από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη χρηματοδότηση έργων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπως περιγράφονται στα πληροφοριακά στοιχεία εσόδων του Πίνακα 5.
Η εξέλιξη των πρωτογενών δαπανών του Κράτους, μετά την εκτίναξη των ετών 2020 και 2021 λόγω της εκταμίευσης σημαντικών ποσών στήριξης του εισοδήματος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, του συστήματος υγείας κ.ά., αναμένεται να ομαλοποιηθεί από το 2022 και μετά. Επισημαίνεται ότι στην κατηγορία «Πιστώσεις υπό κατανομή» περιλαμβάνονται οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τακτικό και ειδικό αποθεματικό ύψους 1 δισ. ευρώ που θα κατανεμηθεί ανάλογα με τις ανάγκες που θα προκύψουν.
Το αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης του έτους 2021 αναμένεται να διαμορφωθεί στο -9,9% του ΑΕΠ και το πρωτογενές αποτέλεσμα στο -7,1% του ΑΕΠ, σημαντικά δυσμενέστερα σε σχέση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού 2021 κατά 3,2% και 3,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Αντίστοιχη είναι και η επιδείνωση του πρωτογενούς αποτελέσματος που υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας.
Η αναθεώρηση του αποτελέσματος προς το δυσμενέστερο οφείλεται κατά κύριο λόγο στις πρόσθετες παρεμβάσεις και στην επέκταση των μέτρων στήριξης του εισοδήματος φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων που επλήγησαν από τις επιπτώσεις του τρίτου κύματος της πανδημίας και των επακόλουθων περιορισμών στην κυκλοφορία και την οικονομική δραστηριότητα και συνδέονται με τη διεθνή διαθεσιμότητα εμβολίων και την ταχύτητα εξάπλωσης στην Ευρώπη νέων μεταλλάξεων του COVID-19, παράγοντες που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν με ακρίβεια τον Νοέμβριο του 2020. Το ταμειακό κόστος των πρόσθετων σε σχέση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού- παρεμβάσεων ανέρχεται σε 8,3 δισ. ευρώ, ενώ μέρος αυτών καλύφθηκε από ανακατανομές δαπανών και προγραμμάτων του ΠΔΕ, καθώς και από κονδύλια του ευρωπαϊκού προγράμματος React-EU που στηρίζει δράσεις αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας. Η πρόβλεψη για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έγινε πριν την οριστικοποίηση του κανονισμού και πολύ πριν το σχετικό σχέδιο, που εμπεριέχει πλέον ακριβή στοιχεία για την προβλεπόμενη εξέλιξη των έργων προγραμμάτων και επενδύσεων.
Δημοσιονομικές παρεμβάσεις
Γίνεται αναλυτική αναφορά στις παρεμβάσεις με στόχο την αναχαίτιση της εξάπλωσης του ιού και την οικονομική ενίσχυση των πληττόμενων κλάδων της οικονομίας και των εργαζομένων. Καθώς το δεύτερο κύμα της πανδημίας εμφανίστηκε το φθινόπωρο του 2020 και εξελίχτηκε έως το πρώτο εξάμηνο του 2021, τα υπάρχοντα μέτρα στήριξης επεκτάθηκαν, ενώ υιοθετήθηκαν νέα στοχευόμενα μέτρα για την στήριξη όσων επλήγησαν από την πανδημία.
Η συνολική αξία των παρεμβάσεων εκτιμάται σε 41 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 23.110 εκατ. ευρώ αφορούν το 2020, 15.841 εκατ. ευρώ το 2021 και 2.079 εκατ. ευρώ το 2022. Το δημοσιονομικό κόστος αυτών των παρεμβάσεων ανέρχεται σε 28.325 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 11.613 εκατ. ευρώ αφορούν το 2020, 14.558 εκατ. ευρώ το 2021 και 2.079 εκατ. ευρώ το 2022. Οι παρεμβάσεις παροχής ρευστότητας ανέρχονται σε 6.857 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 5.804 εκατ. ευρώ αφορούν το 2020 και 1.053 εκατ. ευρώ το 2021 και η αντίστοιχη μόχλευση από το τραπεζικό σύστημα σε 5.923 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 5.693 εκατ. ευρώ αφορά το 2022 και 230 εκατ. ευρώ το 2021.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2021 οι κυριότερες παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων εστιάζονται στις ακόλουθες:
• Πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών επιχειρήσεων ύψους 500 εκατ. ευρώ,
• προγράμματα επιδότησης κεφαλαίου κίνησης μέσω του ΕΣΠΑ για την εστίαση, τον τουρισμό, τα γυμναστήρια και τους παιδότοπους, συνολικού ύψους 766 εκατ. ευρώ,
• νέο εγγυοδοτικό πρόγραμμα μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας για πολύ μικρές επιχειρήσεις με κόστος 220 εκατ. ευρώ που με τη μόχλευση η διαθέσιμη ενίσχυση ανέρχεται σε 450 εκατ. ευρώ,
• επέκταση προγράμματος ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ έως τον Σεπτέμβριο, με ειδική πρόβλεψη για τους εποχικά απασχολούμενους, με εκτιμώμενο κόστος 122 εκατ. ευρώ για την εν λόγω περίοδο,
• επιδότηση δανείων δανειοληπτών φυσικών προσώπων μέσω του ΓΕΦΥΡΑ και νομικών προσώπων μέσω του ΓΕΦΥΡΑ 2, με εκτιμώμενο κόστος περί τα 400 εκατ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2021,
• ενίσχυση της απασχόλησης μέσω του προγράμματος των 100.000 θέσεων εργασίας, με ειδική πρόβλεψη για τους εποχικά απασχολούμενους, με εκτιμώμενο κόστος 200 εκατ. ευρώ για το δεύτερο εξάμηνο του 2021,
• προγράμματα κοινωνικού τουρισμού του Υπουργείου Τουρισμού και του ΟΑΕΔ, ύψους 110 εκατ. ευρώ,
• μείωση προκαταβολής φόρου επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών με κόστος 907 εκατ. ευρώ,
• αναστολή πληρωμής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα με εκτιμώμενο κόστος για το επόμενο διάστημα έως τέλη του έτους: 609 εκατ. ευρώ,
• μείωση τριών μονάδων ασφαλιστικών εισφορών για τον ιδιωτικό τομέα με εκτιμώμενο κόστος για το επόμενο διάστημα έως τέλη του έτους: 408 εκατ. ευρώ.
Για το έτος 2022 έχει προβλεφθεί η επέκταση των μέτρων της αναστολής πληρωμής εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα με κόστος 767 εκατ. ευρώ και της διατήρησης της μείωσης των τριών μονάδων ασφαλιστικών εισφορών για τον ιδιωτικό τομέα με κόστος 816 εκατ. ευρώ. Παράλληλα έχουν προβλεφθεί οι απαραίτητες πιστώσεις ύψους 276 εκατ. ευρώ για το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού και το έκτακτο υγειονομικό προσωπικό.
Επιπλέον των μέτρων αντιμετώπισης της Πανδημίας, από το 2022 και έπειτα προβλέπεται σε μόνιμη βάση διατήρηση της μείωσης του ποσοστού της προκαταβολής φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων στο 55% και των νομικών προσώπων στο 80%. Επιπλέον στα δημοσιονομικά αποτελέσματα έχει ληφθεί υπόψη η μείωση του ποσοστού φορολογίας νομικών προσώπων από 24% στο 22% με εκτιμώμενο κόστος 183 εκατ. ευρώ για το 2022, 112 εκατ. ευρώ για το 2023, 125 εκατ. ευρώ για το 2024 και 136 εκατ. ευρώ για το 2025.
Σημειώνεται ότι «κατόπιν της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τα μέτρα αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας είναι προσωρινής φύσης και δεν παρουσιάζονται εν προκειμένω μέτρα που οδηγούν σε σημαντικές δημοσιονομικές αποκλίσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα».
Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων
Αναφέρεται αναλυτικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Από τις αρχές του τρέχοντος έτους, στους διαθέσιμους πόρους του ΠΔΕ αναμένεται να προστεθούν και πόροι για υλοποίηση έργων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ειδικότερα για το 2021, έχουν προβλεφθεί για τον σκοπό αυτό πόροι ύψους 1,6 δισ. ευρώ, ενώ έργα που θα ενταχθούν για χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα βαρύνουν (προ-χρηματοδοτηθούν από) το Εθνικό Σκέλος του ΠΔΕ.
Σημαντικό μέρος των πόρων του ΠΔΕ αναμένεται να χρηματοδοτήσει δράσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως έγινε το 2020, κατά το οποίο το ΠΔΕ δαπάνησε συνολικά για το σκοπό αυτό πόρους 4,4 δισ. ευρώ, δηλαδή το 40% περίπου των συνολικών του πόρων.
Για την περίοδο 2022-2025, οι διαθέσιμοι πόροι ώστε να επιτευχθούν οι αναπτυξιακοί στόχοι και ταυτόχρονα να ικανοποιηθούν οι πολιτικές και νομικές δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, ανέρχονται συνολικά σε 28,25 δισ. ευρώ και κατανέμονται ως ακολούθως:
• Πόροι συνολικού ύψους 24,25 δισ. ευρώ, θα διατεθούν για τα έργα του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του ΠΔΕ. Αναλυτικότερα, ποσό ύψους περίπου 18,25 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί στο 75% περίπου των πόρων αυτών, θα δοθούν για την εντός χρονοδιαγραμμάτων υλοποίηση των έργων του ΕΣΠΑ 2014–2020, καθώς και για τα έργα που θα ενταχθούν στη νέα ΠΠ 2021-2027. Το υπόλοιπο 25% των συνολικών συγχρηματοδοτούμενων πόρων, που αντιστοιχεί σε ποσό ύψους σχεδόν 6 δισ. ευρώ, προγραμματίζεται να δοθεί για λοιπά συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα που περιλαμβάνουν, κυρίως, έργα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης 2014 – 2020, των Προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τα Ταμεία Αλληλεγγύης και Διαχείρισης Μεταναστευτικών Ροών της τρέχουσας περιόδου, καθώς και άλλων Προγραμμάτων ανεξαρτήτως Προγραμματικής Περιόδου. Η ετήσια κατανομή των πόρων προβλέπει τη διάθεση ποσού ύψους 6,25 δισ. ευρώ για το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος το 2022 και 6 δισ. ευρώ για κάθε έτος της περιόδου 2023-2025.
• Πόροι συνολικού ύψους 4 δισ. ευρώ θα διατεθούν για έργα του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ με κατανομή 1 δισ. ευρώ για κάθε έτος της περιόδου 2022-2025, ώστε να καλυφθούν λοιπές - μη συγχρηματοδοτούμενες από κοινοτικούς πόρους- επενδυτικές δαπάνες των Υπουργείων και των Περιφερειών, κυρίως για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας σε τοπικό επίπεδο, τη χρηματοδότηση των επενδυτικών νόμων, την υλοποίηση προγραμμάτων στήριξης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δράσεων ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής, καθώς και λοιπών προγραμμάτων που περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο συντηρήσεις υποδομών και προμήθειες. Οι παραπάνω δράσεις θα περιληφθούν στους αναπτυξιακούς άξονες του Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης (ΕΠΑ) 2021 – 2025, που αναμένεται να ενεργοποιηθεί κατά την περίοδο αυτή.
Τέλος, επιπλέον αυτών, αναμένεται μέσω του ΠΔΕ της περιόδου να δαπανηθούν πόροι συνολικού ύψους περίπου 14,4 δισ. ευρώ, για έργα που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
Παρουσιάζονται οι αναμενόμενες έως το 2026 ετήσιες ταμειακές εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που αφορούν τόσο τις επιχορηγήσεις όσο και τα εγκεκριμένα δάνεια. Παρουσιάζονται επίσης οι εκτιμώμενες ετήσιες δαπάνες που θα χρηματοδοτηθούν από τις επιχορηγήσεις, εκ των οποίων σχεδόν 9,8 δισ. ευρώ αναμένεται να κατανεμηθούν προς τις δημόσιες επενδύσεις, 4,8 δισ. ευρώ προς μεταβιβάσεις, 1,7 δισ. ευρώ προς επιδοτήσεις, 1,2 δισ. ευρώ σε δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα και το 0,3 δισ. ευρώ στην ενδιάμεση κατανάλωση.
Αναφέρεται πως τα ποσά που θα προέλθουν από δάνεια του Ταμείου αναμένεται να αξιοποιηθούν σε μέτρα τόνωσης της ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα και τη χρηματοοικονομική στήριξη επιχειρηματικών επενδύσεων. Ο σχετικός Πίνακας υποθέτει υλοποίηση των στόχων κατά 100% χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση. Για λόγους ασφάλειας απορρόφησης το 2026 έχει αφεθεί με μηδενικούς στόχους απορρόφησης επιχορηγήσεων και με το 50% των στόχων απορρόφησης δανείων σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, ώστε οι όποιες καθυστερήσεις από γεγονότα που δεν μπορεί να ελέγξουν οι αναθέτουσες αρχές (π.χ. δικαστικές προσφυγές, δικαστικές αποφάσεις απαλλοτρίωσης, ανεύρεση νέων αρχαιολογικών ευρημάτων αλλαγές στις συνθήκες των εθνικών ή διεθνών αγορών που επηρεάζουν τις ιδιωτικές επενδύσεις κ.λπ.), να μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς τελική απώλεια πόρων. Για λόγους μακροοικονομικής ασφάλειας το ενδεχόμενο δαπάνης σημαντικών πόρων και το 2026 έχει υιοθετηθεί στην μακροοικονομική πρόβλεψη, με αντίστοιχη μείωση του σχετικού ύψους των δαπανών στα προηγούμενα έτη, ώστε ο συνολικός σχεδιασμός να συνδυάζει εξαιρετικά φιλόδοξους στόχους με την αναγκαία μακροοικονομική σύνεση.
Η χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων από τους πόρους των δανείων του ΤΑΑ θα πραγματοποιηθεί μέσω τριών διακριτών χρηματοδοτικών καναλιών: (α) μέσω των διεθνών χρηματοδοτικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένων της ΕΤΕπ και της ΕΤΑΑ, (β) μέσω των εμπορικών τραπεζών, ελληνικών αλλά και διεθνών, (γ) μέσω ενός ταμείου επιχειρηματικών συμμετοχών υπό την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων ΑΕ (ΕΑΤΕ).
Πηγές κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις - Ανάλυση ευαισθησίας (sensitivity analysis)
Σε ειδικό κεφάλαιο πέρα από το βασικό μακροοικονομικό σενάριο στο οποίο το πραγματικό ΑΕΠ να εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 3,6% αναφέρεται πως η αβεβαιότητα αναφορικά με την εξέλιξη της πανδημίας παραμένει ακόμα υψηλή, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στις εκτιμήσεις αυτές πηγές τόσο θετικών όσο και αρνητικών αποκλίσεων, ειδικά για το τρέχον έτος. Για παράδειγμα ενδεχόμενη εμφάνιση μεταλλάξεων του ιού ή περαιτέρω επιτάχυνση του εμβολιαστικού προγράμματος μπορούν να έχουν δυσμενείς ή αντίστοιχα ευνοϊκές συνέπειες στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας τους επόμενους μήνες.
Περιγράφεται έτσι η ανάλυση ευαισθησίας που διερευνά τις επιπτώσεις που θα προκύψουν ανάλογα με την εξέλιξη των παραπάνω αβεβαιοτήτων. Ειδικότερα, εξετάζει δύο σενάρια που υποθέτουν απόκλιση από τις μακροοικονομικές προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής σε σχέση με τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης του 2021. Το πρώτο σενάριο βασίζεται στην υπόθεση ότι η οικονομική μεγέθυνση θα είναι χαμηλότερη κατά μία ποσοστιαία μονάδα το τρέχον έτος σε σχέση με την πρόβλεψη στο σενάριο βάσης. Αντίθετα, σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, η ανάκαμψη το 2021 θα είναι πιο ισχυρή από την αναμενόμενη και ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης θα είναι υψηλότερος κατά μια ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με τον προβλεπόμενο στο σενάριο βάσης. Επισημαίνεται ότι ο προκαλούμενος αντίκτυπος στην οικονομική δραστηριότητα, από την επικράτηση είτε θετικών είτε αρνητικών αποκλίσεων, θεωρείται ότι θα είναι βραχυπρόθεσμος και ως εκ τούτου θα επιδράσει μόνο στον ρυθμό ανάπτυξης του τρέχοντος έτους, ενώ η οικονομία θα επιστρέψει στην πορεία ανάπτυξης που προβλέπει το βασικό σενάριο από το 2022 και εφεξής.
Επιπλέον, εξετάζονται τα αποτελέσματα μιας ανάλυσης ευαισθησίας από ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων. Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά σενάρια για τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, γίνεται η υπόθεση ότι η αύξηση στα επιτόκια δεν επιδρά μόνο στο έτος 2021, αλλά ότι έχει αντίκτυπο στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Ειδικότερα, γίνεται η υπόθεση ότι θα υπάρξει μια σταδιακή αύξηση των επιτοκίων τα επόμενα τρία έτη, η οποία και θα οδηγήσει σε μια συνολική αύξηση σε περίοδο τριετίας κατά 100 μονάδες βάσης. Πιο συγκεκριμένα, το 2022 γίνεται η υπόθεση ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν κατά 50 μονάδες βάσης, το 2023 κατά 30 περαιτέρω μονάδες βάσης και το 2024 κατά 20 περαιτέρω μονάδες βάσης.
Η ανάλυση των παραπάνω τριών σεναρίων διεξάγεται μέσω του μοντέλου NiGEM, το οποίο αναπτύχθηκε από το Εθνικό Ίδρυμα Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας παρουσιάζονται στον Πίνακα 22, όπου όλες οι τιμές εκφράζονται ως ποσοστιαίες αποκλίσεις από το βασικό σενάριο. Το πρώτο σενάριο προβλέπει μείωση του ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ του έτους 2021 κατά 1%, αλλά αμετάβλητους ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα έτη. Παρά το αρνητικό ενδεχόμενο, το πραγματικό ΑΕΠ στο τέλος του έτους 2022 υπερβαίνει οριακά το επίπεδο του έτους 2019. Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται τη διαμόρφωση των ισοζυγίων της Γενικής Κυβέρνησης σε επίπεδο σταθερά χαμηλότερο ανά έτος κατά 0,5% του ΑΕΠ, καθώς επίσης και μια αρχική αύξηση στο ποσοστό χρέους κατά 2,1% του ΑΕΠ η οποία όμως επηρεάζει και τα επόμενα έτη. Κατά συνέπεια, σε αυτό το σενάριο, το ποσοστό αναφοράς για το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης παραμένει πάνω από το 3% του ΑΕΠ το 2022, σχεδόν ισοσκελισμένο ισοζύγιο επιτυγχάνεται από το 2024, ενώ το διαρθρωτικό ισοζύγιο κινείται σε θετικό έδαφος ήδη από το 2023.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ του έτους 2021 της τάξεως του 1%, που δεν θα επιδράσει όμως στους ρυθμούς ανάπτυξης των επόμενων ετών. Στο δημοσιονομικό σκέλος, το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται σε επίπεδο σταθερά υψηλότερο ανά έτος κατά 0,5% του ΑΕΠ και διαμορφώνονται θετικές τιμές για το διαρθρωτικό ισοζύγιο ήδη από το 2022, προσεγγίζοντας το 2% του ΑΕΠ το 2024.
Το τρίτο σενάριο στηρίζεται στην υπόθεση ότι θα κινηθούν ανοδικά τα επιτόκια, με την αύξησή τους όμως να πραγματοποιείται σταδιακά και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, και να ανέρχεται σε 100 μονάδες βάσης, την τριετία 2022-2024. Η προαναφερόμενη εξέλιξη αναμένεται να έχει ήπια αρνητική επίδραση στο ρυθμό ανάπτυξης, με το πραγματικό ΑΕΠ το 2025 να είναι μόνο κατά 0,19% χαμηλότερο από το αντίστοιχο του σεναρίου βάσης. Αντίστοιχα, η επίδραση στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται στο 0,1% του ΑΕΠ το 2022 και προσεγγίζει το 0,3% κατά το τέλος του χρονικού ορίζοντα της προγραμματικής περιόδου, αλλά η επίδραση στο πρωτογενές πλεόνασμα είναι πολύ χαμηλή, έως 0,1% του ΑΕΠ. Η αρνητική επίδραση στο δημόσιο χρέος είναι επίσης μικρή, με το ποσοστό χρέους να ανέρχεται σε επίπεδο μόλις 0,2% υψηλότερο έναντι της πρόβλεψης του σεναρίου βάσης το 2025.