Στον απόηχο των θετικών αποτελεσμάτων των stress test και της λύσης για τη διευθέτηση του ζητήματος του αναβαλλόμενου φόρου, προκειμένου να προχωρήσει χωρίς κεφαλαιακούς κινδύνους η πλήρης απομείωση των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες ξεκινούν από αύριο (4/8 Πειραιώς, 5/8 Εθνική, 26/8 Alpha και 31/8 Eurobank) τις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων α΄ εξαμήνου.
Σε μια περίοδο πρωτόγνωρης κρίσης και με τον άθλο της δραστικής μείωσης των κόκκινων δανείων να παραμένει προτεραιότητα σε εξέλιξη για τις ελληνικές τράπεζες, τα αποτελέσματα των πανευρωπαϊκών τεστ αντοχής της ΕΚΤ και η θετική γνωμοδότησή της στο σχέδιο ρύθμισης για τον αναβαλλόμενο φόρο που υπέβαλε ο αρμόδιος Υφυπουργός Οικονομικών Γ. Ζαββός, δημιουργούν συνθήκες ασφαλείας για τη μελλοντική επάρκεια κεφαλαίων των τραπεζών και τη δυνατότητα παραγωγής κερδοφορίας.
Stress test και δείκτες CET 1
Με πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ, ο συνολικός δείκτης κύριων βασικών εποπτικών κεφαλαίων (CET 1) των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών, βρίσκεται με ασφάλεια άνω του άτυπου πήχη του 5,5% που «υιοθετεί» η ΕΚΤ. Με στοιχεία 31/12/2020, που αποτέλεσαν και τη «φωτογραφία» για τη διενέργεια των stress test, ο δείκτης CET 1 ανέρχεται σε 14,6% για την Alpha Bank, 12,8% για την Εθνική Τράπεζα, 12% για τη Eurobank και 11,3% για την Τράπεζα Πειραιώς.
Στο Βασικό Σενάριο του stress test, στην τριετία 2020 – 2023 η περισσότερο κερδισμένη προκύπτει να είναι η Τρ. Πειραιώς, η οποία έχει μια συνολική αύξηση των εποπτικών κεφαλαίων κατά 3,7%. Ακολουθείται από τη Eurobank με αύξηση 2,9% και ισοψηφούσες τις Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα με +2,7%. Κατόπιν αυτών, το Βασικό Σενάριο του stress test δίνει για το 2023 fully loaded δείκτη CET 1 στο 15% για την Τρ. Πειραιώς, στο 17,3% για την Alpha Bank, στο 14,9% για τη Eurobank και στο 15,5% για την Εθνική Τράπεζα.
Στο Δυσμενές Σενάριο, οι δείκτες CET 1 τo 2023 διαμορφώνονται σε 8,3% για την Alpha Bank, 7,6% για τη Eurobank, σε 6,5% για την Πειραιώς και 6,4% για την Εθνική. Η μείωση κεφαλαίων σωρευτικά στην τριετία 2020 – 2023 υπό το Δυσμενές Σενάριο ξεκινά από - 6,4% για την Εθνική Τράπεζα, - 6,3% για την Alpha, - 4,8% για την Πειραιώς και – 4,3% για τη Eurobank. H μάξιμουμ απώλεια κεφαλαίων (σε κάποια από τις χρονιές 2021, 2022, 2023) διαμορφώνεται σε - 6,5% για την Alpha Bank, - 6,4% για την Εθνική, - 6,1% για την Πειραιώς και - 5,2% για τη Eurobank.
Σημειώνεται ότι τα δεδομένα υπό το Δυσμενές Σενάριο για τον δείκτη CET 1 το 2023, είναι πολύ καλύτερα για την Τράπεζα Πειραιώς (10%) και την Alpha Bank (10,2%) χάρη στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που υλοποίησαν τον Απρίλιο και τον Ιούνιο 2021 αντίστοιχα και οι οποίες προφανώς δεν προσμετρήθηκαν στη βάση του τεστ με στατικό ισολογισμό 31/12/2020. Η σωρευτική απώλεια κεφαλαίων, αντίστοιχα, για την περίοδο 2020 – 2023 θα ήταν – 1,3% για την Τρ. Πειραιώς και – 4,4% για την Alpha Bank.
Ο αναβαλλόμενος φόρος
H δυνατότητα περαιτέρω κεφαλαιακής ενίσχυσης για τις ελληνικές τράπεζες, προς όφελος των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, καθίσταται δυνατή με τη ρύθμιση του ζητήματος του αναβαλλόμενου φόρου για την οποία γνωμοδότησε θετικά η ΕΚΤ. Με αυτήν οι τράπεζες θα μπορέσουν να προχωρήσουν στην πλήρη εκκαθάριση των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια και να επιτύχουν σύγκλιση του δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο το αργότερο μέσα στο 2022, χωρίς να ανησυχούν για πλήγμα στα κεφάλαια και την κερδοφορία τους που θα ενεργοποιούσε τον αναβαλλόμενο φόρο.
Η άρση του κινδύνου ενεργοποίησης του DTC δημιουργεί επίσης κίνητρο για την είσοδο νέων επενδυτικών κεφαλαίων στις τράπεζες, αφού οι επενδυτές παύουν να έχουν την αβεβαιότητα ότι σε περίπτωση μιας ζημιογόνου χρήσης και αδυναμίας των τραπεζών να αποσβέσουν τον αναβαλλόμενο φόρο, το Δημόσιο θα μπει αναγκαστικά ως μέτοχος.
Προφανώς, η προτεινόμενη ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο που έκανε δεκτή η ΕΚΤ, δεν εξαλείφει δια μαγείας το πρόβλημα των περίπου 15 – 16 δις. ευρώ εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών που αντιστοιχούν σε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Ανοίγει όμως τον δρόμο για την οριστική αντιμετώπιση του ζητήματος μέσω της παροχής στις τράπεζες δυνατότητας για παραγωγή κερδών. Μέσω της κερδοφορίας, καθώς και των νέων κεφαλαίων που θα μπορούν να αντλήσουν χωρίς αναστολές από πλευράς ξένων επενδυτών, οι τράπεζες θα μπορέσουν να σβήσουν μόνες τους σταδιακά το πρόβλημα του αναβαλλόμενου, αντικαθιστώντας τα κεφάλαια αυτά με άλλα, ποιοτικά. Αυτός (δηλ. η διαγραφή μέσω της παραγωγής κερδών και της άντλησης νέων κεφαλαίων) είναι ο μηχανισμός που προκρίνουν ως λειτουργικά αποτελεσματικό και συμφέροντα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (η Ιταλία με αναβαλλόμενο φόρο 35 δις. ευρώ) για την αντικατάσταση των μη ποιοτικών εποπτικά κεφαλαίων του DTA/DTC.
Η γνωμοδότηση της ΕΚΤ
Η τροποποίηση του φορολογικού νόμου (άρθρο 27 του ν. 4172/2013 σχετικά με τη μεταφορά ζημιών και αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που προκύπτουν από διαφορές χρέωσης), είναι σαφώς επωφελής για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά και το Ελληνικό Δημόσιο.
Από την ουσιαστική ανάλυση της γνωμοδότησης της ΕΚΤ προκύπτουν δύο βασικά συμπεράσματα: 1) Η ΕΚΤ και προφανώς ο SSM στηρίζουν την λύση αυτή γιατί την θεωρούν καθοριστική για την μείωση των κόκκινων δανείων. 2) Η ΕΚΤ προσδοκά ότι μέσω αυτής της λύσης θα ενισχυθεί η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους, μειώνοντας το DTC με την προσέλκυση των κεφαλαίων των επενδυτών.
Στην παράγραφο 2.3 της γνώμης της ΕΚΤ για τον αναβαλλόμενο φόρο σχετικά με μια ενδεχόμενη «κατακρήμνιση» (cliff-off effect ) του DTC που θα μπορούσε να έχει τα επόμενα χρόνια στις κεφαλαιακές θέσεις των τραπεζών η άπαξ διαγραφή των υπολειπομένων οριστικών και εκκαθαρισμένων απαιτήσεων που δεν έχουν απορροφηθεί, τραπεζικοί κύκλοι που μελέτησαν προσεκτικά το σχέδιο τροποποίησης εξηγούσαν ότι είναι εμφανές πως ο σκοπός της τροπολογίας δεν είναι να επηρεάσει τον ρυθμό της κανονιστικής απόσβεσης του DTC, ούτε αναδρομικά ούτε μελλοντικά.
Όπως ανέφεραν τραπεζίτες στο insider.gr, παρόλο που το παραπάνω στοιχείο δεν προκύπτει άμεσα από το σχέδιο νόμου, είναι σαφές ότι η απόσβεση του DTC, σύμφωνα με το άρθρο 27Α του Φορολογικού Κώδικα («Νόμος DTC»), θα συνεχιστεί σε σταθερή βάση, δηλαδή 1/20ό ετησίως, και αυτό αφορά τόσο τις προηγούμενες, όσο και μελλοντικές πωλήσεις των ΜΕΑ. Όπως σημειώνουν, η προτεινόμενη τροποποίηση στο άρθρο 27 του Νόμου DTC δεν επαναπροσδιορίζει την ετήσια απόσβεση. Αυτό όμως που επιτυγχάνει η ρύθμιση είναι ότι επιτρέπει τη «μεταφορά» τυχόν μη χρησιμοποιημένων ζημιών από δάνεια σε επόμενα έτη.
Ο στόχος του σχεδίου τροποποίησης του Υπουργείου Οικονομικών είναι να αποφευχθεί μια σημαντική εφάπαξ απομείωση του DTA/DTC, που θα μπορούσε να προέλθει ως αποτέλεσμα της φορολογικής απόσβεσης των συσσωρευμένων ζημιών δανείων που σχετίζονται με επιταχυνόμενες πωλήσεις των ΜΕΑ, πριν από τα αρχικά σχέδια των τραπεζών.
Έτσι με την ρύθμιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί η δραστική απομείωση των ΜΕΑ επιτρέποντας μια πιο ευέλικτη φορολογική χρήση των ζημιών από δάνεια εντός της περιόδου απόσβεσης των 20 ετών (δηλαδή μια «επιβράδυνση» της έκπτωσης του φόρου), αλλά χωρίς αυτό να συνεπάγεται αντίστοιχη αναβολή της κανονιστικής απόσβεσης του DTC που προβλέπει ο νόμος .
Με την εξάλειψη του παραπάνω φορολογικού εμποδίου που επιτυγχάνεται και με την πλήρη στήριξη των Ευρωπαϊκών Θεσμών και ιδιαίτερα του SSM και της ΕΚΤ, αναμένεται ότι θα αρχίσει η διαδικασία που θα οδηγήσει στην έναρξη σημαντικών πρόσθετων αποσβέσεων DTC για τα χαρτοφυλάκια που θα διατεθούν στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων του «Ηρακλή ΙΙ», οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο και σε ταχύτερη μείωση του DTC - κάτι πολύ θετικό που αναγνωρίζουν όλοι οι επενδυτές-.
Συνεπώς με το συγκεκριμένο σχέδιο ρύθμισης ανοίγει πλήρως ο δρόμος για τις ελληνικές τράπεζες να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους από τα κόκκινα δάνεια, να προσελκύσουν ακόμη περισσότερους επενδυτές, να αυξήσουν την κερδοφορία τους μειώνοντας σημαντικά το DTC και βελτιώνοντας την κεφαλαιακή τους βάση, χωρίς να επιβαρύνουν τον Έλληνα φορολογούμενο.