Τα θέματα της χρηματοδότησης των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με αναγκαίες αναπροσαρμογές τόσο στην πολιτική χρηματοδοτήσεων της κυβέρνησης μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, όσο και στην πολιτική των τραπεζών, αναμένεται να ανοίξουν εκ νέου στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Η ροή χρηματοδότησης προς τον κορμό της ελληνικής οικονομίας – ζήτημα για το οποίο κυβέρνηση και τράπεζες θα ανανεώσουν το ραντεβού τους μετά την ΔΕΘ – θα επανέλθει στο προσκήνιο υπό το πρίσμα του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και το βαρύ πλήγμα των πυρκαγιών στη χώρα. Στον σχεδιασμό της επόμενης μέρας θα έρθει να προστεθεί μία ακόμη διαπίστωση που όμως αναφέρουν τραπεζίτες στο insider.gr, έχει να κάνει με τις μικρές επιχειρήσεις και την απορροφητικότητα των χρηματοδοτήσεων της κυβέρνησης.
Όπως αναφέρουν τα στελέχη των τραπεζών, ο Γ΄ κύκλος του Εγγυοδοτικού Προγράμματος της ΕΑΤ δεν έχει «τραβήξει» καθόλου και από τον προϋπολογισμό των 480 εκατ. ευρώ για νέες χορηγήσεις, τα δάνεια που έχουν δοθεί δεν ξεπερνούν τα 8 – 10 εκατ. ευρώ. Οι τράπεζες κάνουν λόγο για εγκρισιμότητα των αιτημάτων που δέχονται άνω του 60%, ωστόσο αναφέρουν ότι δεν υπάρχει προσέλευση και ζήτηση από τις μικρές επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται το πρόγραμμα. Στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες αναφέρουν πως έχουν ξεκινήσει συζητήσεις με την ΕΑΤ και την Επενδυτική Επιτροπή του Ταμείου Εγγυοδοσίας προκειμένου να αλλάξουν οι όροι του προγράμματος, διευρύνοντας τόσο το μέγεθος των επιλέξιμων επιχειρήσεων, όσο και τα ποσά των χορηγούμενων δανείων.
Σημειώνεται ότι ο Γ΄ κύκλος του Εγγυοδοτικού Προγράμματος της ΕΑΤ απευθύνεται σε μικρές επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών για το 2019 έως 200.000 ευρώ, τα δάνεια (έως 50.000 ευρώ) χορηγούνται και σε επιχειρήσεις που ξεκίνησαν τη λειτουργία τους το 2020 ή το 2021, ενώ σκοπός του προγράμματος ήταν να ενισχυθούν αμέσως και με ευνοϊκούς όρους περισσότερες από 8.000 μικρές επιχειρήσεις.
Πλέον, οι τράπεζες ζητούν να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα και επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται μικρομεσαίες και επιπλέον το ανώτατο ποσό του χορηγούμενου δανείου να μπορεί να φτάσει τα 200.000 ευρώ από 50.000 ευρώ που προβλέπει το πρόγραμμα.
Η μη ζήτηση, πάντως, τραπεζικού δανεισμού από πλευράς μικρών επιχειρήσεων προβληματίζει για το μέγεθος και τη δομή του ελληνικού επιχειρείν, καταδεικνύοντας την ανάγκη μεγέθυνσης των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία, άλλωστε, αποτελεί και έναν από τους άξονες χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η διεύρυνση της επιχειρηματικής βάσης κρίνεται απαραίτητη, όχι μόνο για λόγους ανταγωνισμού ή μεγαλύτερης αντοχής σε κρίσεις, αλλά και προκειμένου να μεγαλώσει η «πίτα» της ρευστότητας που θα διοχετεύεται στις επιχειρήσεις. Από τα στοιχεία των τραπεζών για τις χρηματοδοτήσεις που βασίζονται και σε εγγυημένα προγράμματα του Δημοσίου προκύπτει ότι ρευστότητα περίπου 8 δις. ευρώ έχει απορροφηθεί από περίπου 33.000 ελληνικές επιχειρήσεις έναντι των 600.000 επιχειρήσεων που ζητούν χρηματοδότηση.
Εν τω μεταξύ, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, το μικρό μέγεθος αποδείχτηκε «αχίλλειος πτέρνα» των ελληνικών επιχειρήσεων στην πανδημική κρίση. Ενώ η επίδραση της πανδημίας σε Ελλάδα και Ευρώπη ήταν αντίστοιχου μεγέθους (-8% στο ελληνικό ΑΕΠ, έναντι -6% στην Ευρώπη), η εγχώρια παραγωγική δομή κατέστησε την ελληνική επιχειρηματικότητα πιο ευάλωτη, καθώς το 77% των επιχειρήσεων είναι ατομικές.
Ειδικότερα, το 77% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ατομικές (έναντι 57% στην Ευρώπη), που λόγω χαμηλής παραγωγικότητας καταλήγουν να απασχολούν 33% των εργαζομένων και να παράγουν 20% των πωλήσεων.
Αντίστοιχα, οι εταιρείες (με νομική μορφή πέραν της ατομικής επιχείρησης) με πωλήσεις έως 10 εκατ. ευρώ καλύπτουν το 23% των επιχειρήσεων και παράγουν 24% των πωλήσεων. Αυτή η ιδιαιτερότητα της ελληνικού επιχειρηματικού τομέα, δημιουργεί προβληματισμό όσον αφορά την ετοιμότητα των ελληνικών ΜμΕ να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που ανοίγονται για βελτίωση ανταγωνιστικότητας μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.