H ακρίβεια που σημειώνεται σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την κοινωνική συνοχή, σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων για την ελληνική οικονομία του Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ.
«Μια αλλαγή του μείγματος και των στόχων της φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αγοράς για την αποτροπή
υπερτιμολογήσεων και άλλων πρακτικών αισχροκέρδειας είναι απαραίτητη. Όμως, ζωτικής σημασίας για την οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα της χώρας είναι ο άμεσος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με επίκεντρο την κοινωνική ευημερία, την ποιοτική απασχόληση και την ποιότητα ζωής των πολιτών» επισημαίνει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Ανοδος των τιμών
Σύμφωνα με το Δελτίο του ΙΝΕ, οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις των τιμών αντανακλούν τις ασυνήθιστες εξελίξεις που σχετίζονται με την πανδημία και τις πρόσκαιρες ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς-ζήτησης, σε μια περίοδο μάλιστα θετικών προσδοκιών για το επίπεδο της ζήτησης στο άμεσο μέλλον λόγω της αύξησης των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών και της διευκολυντικής πολιτικής κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων.
Εκτός όμως από τις δυσλειτουργίες στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι πρόσφατες πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό και στην αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων και ειδικότερα της ενέργειας: η τιμή του αργού πετρελαίου έχει αυξηθεί 91% από τον περασμένο Νοέμβριο και 39% από τις αρχές του έτους, ενώ το φυσικό αέριο έχει ανατιμηθεί 64% αντίστοιχα, αυξάνοντας μεταξύ άλλων και το κόστος μεταφοράς, συσκευασίας αλλά και την τιμή διάθεσης των τελικών προϊόντων.
Ανάλογες αυξήσεις τιμών παρατηρούνται και στα βιομηχανικά μέταλλα από τις αρχές του χρόνου, ενώ η κλιματική κρίση επηρεάζει τις σοδειές αυξάνοντας τις τιμές αρκετών αγροτροφίμων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, ο δείκτης τιμών τροφίμων σε ετήσια βάση κυμαίνεται πλέον στις 121,8 μονάδες (αύξηση 24,3% σε σχέση με το 2020), που αποτελεί την υψηλότερη τιμή από το 2012.
Σημαντικές ανατιμήσεις παρατηρούνται τέλος και σε μια σειρά από πρώτες ύλες (π.χ. νικέλιο, κοβάλτιο, λίθιο, χαλκός) που σχετίζονται με την παραγωγή πράσινων τελικών και ενδιάμεσων αγαθών.
Αν και οι παραπάνω παράγοντες έχουν συμβάλει στην αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, σημαντικό ρόλο σε αυτήν έχουν και οι κερδοσκοπικές επιλογές εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων, ειδικά σε μια περίοδο χαμηλών πραγματικών επιτοκίων που πιέζει τις αποδόσεις και την κερδοφορία τους.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής συγκρατημένη, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται σε ετήσια βάση τον Αύγουστο κατά 1,2% (έναντι -2,3% το αντίστοιχο περσινό διάστημα), που αποτελεί τη δεύτερη χαμηλότερη μεταξύ των 19
κρατών-μελών της Ευρωζώνης
Αδυναμία αποταμίευσης
Η αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών να αποταμιεύσει δημιουργεί ανησυχία αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους συνοχή, τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών, επισημαίνει το Ινστιτούτο.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019 η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη τόσο του μέσου όρου της Ευρωζώνης όσο και του μέσου όρου της ΕΕ.
Αυτό οφείλεται στην περιορισμένη δυνατότητα των νοικοκυριών να αποταμιεύσουν. Ειδικότερα, μόλις το 37% του συνόλου των νοικοκυριών και το 9% των φτωχών νοικοκυριών κατάφερε να αποταμιεύσει το 2020, ενώ το 43% του συνόλου των νοικοκυριών και το 67% των φτωχών νοικοκυριών θα έπρεπε είτε να δανειστεί είτε να ξοδέψει από τις αποταμιεύσεις του.
Το αποτέλεσμα αυτό αφορά κυρίως την περίοδο της εφαρμογής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για την αντιμετώπιση της COVID-19, ταυτόχρονα
όμως αντανακλά και την αρνητική διαφορά που υπάρχει από το 2012 μέχρι σήμερα μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κατανάλωσής τους σε εθνικό επίπεδο. Η πανδημική κρίση επιδείνωσε τα ήδη συμπιεσμένα από την πολύχρονη κρίση εισοδήματα.
Δανεισμός
Από την εξέταση των στοιχείων προκύπτει ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών αντιστοιχεί στο 88% του μισθού διαβίωσης, χωρίς να συνυπολογίζονται ενοίκιο ή τόκοι ενυπόθηκου δανείου.
Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή του κόστους συντήρησης της οικίας, τότε είναι πολύ πιθανό η μέση δαπάνη του νοικοκυριού να υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης. Από αυτό το εύρημα προκύπτουν τα εξής δύο σημαντικά συμπεράσματα:
1. Όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο σχετικής (και απόλυτης) φτώχειας και το εγχώριο παραγωγικό σύστημα δημιουργεί χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών θα είναι χαμηλό.
2. Ακολούθως, τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας είναι αναγκασμένα να δανειστούν ή να αξιοποιήσουν τις καταθέσεις τους, πράγμα που τα οδηγεί σε μεγαλύτερη φτώχεια. Επίσης, το γεγονός αυτό δημιουργεί σημαντική δυναμική αύξησης της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Η δεύτερη μεγαλύτερη δαπάνη τόσο των φτωχών όσο και του συνόλου των νοικοκυριών είναι η καταβολή τόκων για μη ενυπόθηκα δάνεια. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 47% των ατόμων που έχουν λάβει δάνειο από το τραπεζικό σύστημα δηλώνει ότι δανείστηκε για να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης.
Η δυσκολία κάλυψης των δαπανών διαβίωσης δεν αφορά μόνο τα φτωχά νοικοκυριά αλλά περίπου το ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των νοικοκυριών. Το 35% του συνόλου των νοικοκυριών και περίπου το 60% των φτωχών νοικοκυριών δεν είχε αποταμιεύσεις για να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσής του, σε περίπτωση που θα έμενε χωρίς εισόδημα.
Ταυτόχρονα, ελάχιστα ήταν τα νοικοκυριά τα οποία μπορούσαν να συντηρήσουν το ίδιο επίπεδο διαβίωσης για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.