Όλα έχουν αρχίσει να …έρχονται ταχύτερα από όσο αναμενόταν. Τόσο οι αποδόσεις όσο και τα spreads των ελληνικών ομολόγων – ακολουθούν τα ιταλικά – έχουν ήδη ξεπεράσει το 1,3% - 1,4% αντίστοιχα, με τα γερμανικά δεκαετή να αγγίζουν αποδόσεις πολύ κοντά στο μηδέν.
Μια τέτοια δυναμική βάζει και πάλι στο τραπέζι το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους τόσο στον κρατικό όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Και μάλιστα σε μία εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή για την οικονομία, με την πανδημία να επανέρχεται σαν καθοριστικής σημασίας φρένο στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά και στις αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης των δημόσιων δαπανών.
Τι συμβαίνει πραγματικά; Μια ματιά στο περιβάλλον των κεντρικών τραπεζών αποκαλύπτει δύο ανησυχητικά στοιχεία:
- Οι κεντρικές τράπεζες εμφανίζονται με αποκλίνουσες κατευθύνσεις όσο αφορά την πολιτική τους για το κόστος του χρήματος, τόσο όσον αφορά στο πως και πότε του tapering όσο – κυρίως – και στο πότε της αύξησης των επιτοκίων.
- Οι αγορές έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους απέναντι στην βεβαιότητα των «χρησμών» των κεντρικών τραπεζών, καθώς η ρητορική περί προσωρινότητας των πληθωριστικών πιέσεων έχει αρχίσει να ξεφτίζει από κάθε πλευρά.
Η Κεντρική Τράπεζα του Καναδά ήδη προειδοποιεί για ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων ακόμα και μέσα στο 2021 (η εκτίμηση αφορά μία πιθανή μικρή αύξηση 0,15%), η Κεντρική Τράπεζα της Μ. Βρετανία κινείται με σαφή τρόπο προς την ίδια κατεύθυνση για το 2022, ενώ στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η αύξηση των επιτοκίων έχει ήδη δρομολογηθεί. Αντίθετα η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει εξαγγείλει παράταση της ποσοτικής χαλάρωσης, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας το τελευταίο δεκαήμερο έχει «ρίξει» στο τραπεζικό σύστημα ένα τρισεκατομμύριο (!) γιεν ενώ η ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα προσπάθησε να πείσει τις αγορές ότι δεν βιάζεται να αποσύρει τα μέτρα στήριξης επιβεβαιώνοντας όμως ταυτόχρονα το κλείσιμο του PEPP τον ερχόμενο Μάρτιο…
Την επόμενη εβδομάδα είναι η σειρά της Fed να ξεκαθαρίσει τον ορίζοντα των προθέσεών της. Όμως ήδη ο Τζερόμ Πάουελ έχει με δηλώσεις του δώσει σήμα ότι η ρητορική που περί παροδικότητα των πληθωριστικών πιέσεων δεν είναι κάτι που μπορεί να συνεχισθεί.
Τι θα ακολουθήσει; Αν οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν συμφωνία μεταξύ τους για το τι ακριβώς συμβαίνει, είναι απολύτως «νόμιμο» και αναμενόμενο για τις αγορές να αντιδρούν απαιτώντας υψηλότερη αμοιβή για την αγορά του ρίσκου στους τίτλους χρέους, ακόμα και αν οι κεντρικοί τραπεζίτες συνεχίζουν με διαφορετική ένταση να στηρίζουν τα κρατικά και εταιρικά ομόλογα με προγράμματα αγορών.
Για οικονομίες όπως εκείνες της Νότιας Ευρώπης με υψηλό δημόσιο χρέος, ένα τέτοιο περιβάλλον προδικάζει ένα δύσκολο χειμώνα, πολύ περισσότερο που ο χειμώνας αυτός θα είναι επιβαρυμένος από μεγαλύτερες ανάγκες για δημόσιες δαπάνες αντιμετωπίσης των συνεπειών της πανδημίας και του πληθωρισμού.
Το σχέδιο προϋπολογισμού που πρόκειται να ψηφισθεί στην τελική του μορφή τον Δεκέμβριο δεν είναι μία εύκολη υπόθεση. Και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά στο ΥΠΟΙΚ και στον ΟΔΔΗΧ.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις. Και κατά συνέπεια ο λογαριασμός καταλήγει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με περισσότερες αβεβαιότητες ακόμα και από εκείνες του 2021.