Η ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα στο πλαίσιο των τελευταίων μέσα στο 2021 αγορών τίτλων μέσω του PEPP απορρόφησε από την δευτερογενή αγορά ομόλογα 11,8 δισ. ευρώ καθαρά λιγότερα από τις αγορές της προηγούμενης εβδομάδας (18,61 ευρω). Συνολικά η ΕΚΤ έχει ξοδέψει για τις παρεμβάσεις μέσω PEPP 1,577 τρισ. ευρώ μέχρι σήμερα από το σύνολο του 1,850 τρισ. ευρώ με τα οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα.
Απομένουν δηλαδή διαθέσιμα για στήριξη των τιμών των κρατικών τίτλων στην Ε.Ε. για το τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου που κλείνει το πρόγραμμα περί τα 273 δισ. ευρώ. Όχι και πολλά αν σκεφτεί κανείς ότι μέσω του PEPP η ΕΚΤ έχει διαθέσει πάνω από 200 δισ. ευρώ για αγορές μόνο των ιταλικών ομολόγων...
Τι θα συμβεί όταν μετά το Μάρτιο η ΕΚΤ σταματήσει να παρεμβαίνει στις αγορές μέσω του PEPP;
Θα αρκεί η επανεπένδυση των λήξεων του PEPP και οι προσωρινά αυξημένες αγορές μέσω του κανονικού QE (του APP) για να κρατηθεί το κόστος αναχρηματοδότησης του κρατικού και εταιρικού χρέους σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να μπορούν να αναχρηματοδοτούνται χωρίς την απειλή χρεοκοπίας τα ελλείμματα και τα χρέη;
Πώς θα αντιδράσουν οι αγορές σ' αυτή την σταδιακή απόσυρση της εγγύησης της ΕΚΤ από τις εκδόσεις κρατικών τίτλων; Γιατί τόσο το PEPP όσο και το APP μέχρι και τον Μάρτιο του 2022 σαν εγγυήσεις του κρατικού χρέους λειτουργούν.
Η αρχική πρόθεση των κεντρικών τραπεζών να εξακολουθήσουν να κάνουν στραβά μάτια στην αυξητική τάση του πληθωρισμού το δεύτερο εξάμηνο του 2021 έδωσε δείγματα για την ετοιμότητα αντίδρασης των αγορών προκαλώντας μια ευδιάκριτη αύξηση αποδόσεων.
Τόσο ευδιάκριτη που υποχρέωσε την Fed και την BoE να αλλάξουν στάση πριν κλείσει το 2021...
Οι Κεντρικές Τράπεζες δοκίμασαν και μέτρησαν την αντίδραση των αγορών. Άλλες το παραδέχθηκαν έμπρακτα (Fed, ΒοΕ, κ.λ.π.), άλλες όπως η ΕΚΤ επιχειρούν να το δρομολογήσουν πρώτα “λεκτικά” με τον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν αντιδράσεις της αγοράς περισσότερο βίαιες και ανεξέλεγκτες...
Πρόσφατα ο Ρόμπερτ Χόλτζμαν (ΕΚΤ) υποχρεώθηκε δημόσια να παραδεχτεί ότι η αλλαγή πλεύσης όσον αφορά το QE από την ΕΚΤ θα οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια.
Όπως είπε “αν αποφασίσουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη άλλων αγορών γιατί οι εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό είναι κοντά ή πέραν του 2% το 2023 και το 2024, αυτό θα είναι πραγματικά ένα ισχυρό μήνυμα για την αύξηση των επιτοκίων το επόμενο ή τα επόμενα δύο τρίμηνα...”.
Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει αυτό υπενθυμίζουμε οτι μία από τις χώρες με υψηλό χρέος όπως π.χ. η Ιταλία πλήρωσε το 2007 για την εξυπηρέτηση του χρέους της 4,5% του ΑΕΠ όταν το χρέος της ήταν 104% του ΑΕΠ. Το 2020 την χρονιά της πανδημίας η εξυπηρέτηση του χρέους της έπεσε στο 3,3% του ΑΕΠ με το χρέος της να έχει εκτιναχθεί στο 156 % του ΑΕΠ.
Τι μεσολάβησε και μειώθηκε τόσο πολύ το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της;
Μα τίποτα άλλο από το PEPP και το APP, δηλαδή οι αγορές τίτλων χρέους από την ΕΚΤ.
Η σύγκριση αυτή είναι ενδεικτική για τον καθοριστικό ρόλο, στην απομάκρυνση των οικονομιών από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, που είχε και εξακολουθεί να έχει η λειτουργία του PEPP και του APP.
Το ενδιαφέρον για να αξιολογήσει κανείς τις διευκρινίσεις αυτές είναι ότι τα προγράμματα αυτά, το PEPP και το ΑPP, όπως αποδεικνύεται από τα λεγόμενα του κεντρικού τραπεζίτη της Ολλανδίας Κλάους Κνότ, είχαν σαν στόχο να αντιμετωπίσουν την ασφυκτική αποπληθωριστική πίεση της πανδημίας, διευκολύνοντας ταυτόχρονα την χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων.
Και το ερώτημα πλέον που τίθεται είναι το πως η ΕΚΤ θα μπορέσει να αναστρέψει τις συνέπειες των επιλογών της χωρίς να προκαλέσει μία υφεσιακή ...πανδημία στην Ευρωζώνη.
Η τοποθέτηση του Κλάους Κνότ σε δημόσια ομιλία του είναι διαφωτιστική όσον αφορά τις τεράστιες δυσκολίες της ΕΚΤ απαντήσει σ' αυτό.
Σημειωτέον ότι οι εξηγήσεις αυτές δόθηκαν από τον κ. Κνότ πριν τις ανακοινώσεις του Συμβουλίου της ΕΚΤ για το PEPP.
Όπως υποστήριξε “ αντιμετωπίζουμε δύο προκλήσεις που σχετίζονται με τον διττό σκοπό του PEPP. Πρώτον, υπάρχει ο ρόλος της νομισματικής θέσης του PEPP. Το πρόγραμμα σχεδιάστηκε εν μέρει για να αντιμετωπίσει την καθοδική επίδραση της πανδημίας στον πληθωρισμό.
Με την αποκατάσταση των προοπτικών για τον πληθωρισμό και με τους κινδύνους ανοδικού πληθωρισμού να είναι εμφανείς, αυτός ο στόχος έχει επιτευχθεί. Ένα βασικό ερώτημα στο μέλλον είναι εάν θα χρειαστούμε μεγαλύτερο όγκο αγορών στο πλαίσιο του κανονικού μας προγράμματος αγορών περιουσιακών στοιχείων για να διευκολυνθεί η μετάβαση από το PEPP και να υποστηριχθεί περαιτέρω η δυναμική του πληθωρισμού.
Για μένα, αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Αν και σίγουρα θα επιδιώξουμε να αποτρέψουμε τις επιπτώσεις μιας απότομης καθόδου, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την προοπτική του πληθωρισμού εάν θα χρειαστούμε έναν σταθερά υψηλότερο ρυθμό αγοράς. Εάν αλλάξει αυτή η προοπτική, νομίζω ότι το Πρόγραμμα Αγοράς Περιουσιακών Στοιχείων, το APP, είναι το κατάλληλο εργαλείο οριακής προσαρμογής της πολιτικής μας. Θα πρέπει επομένως να διατηρήσουμε την προαιρετική πολιτική για να προσαρμόσουμε τον ρυθμό αγορών μας προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, εάν χρειάζεται.
Μια δεύτερη πρόκληση είναι ότι, όταν μεταβούμε από το PEPP στο APP, πιθανότατα θα χάσουμε μέρος της ευελιξίας που ήταν ενσωματωμένη στο PEPP. Αυτή η ευελιξία μας έχει εξυπηρετήσει καλά στην αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που προκαλεί η πανδημία. Ως εκ τούτου, το PEPP έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε οι αγορές να μπορούν να πραγματοποιούνται με ευέλικτο τρόπο με την πάροδο του χρόνου, σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Όταν αποχωρήσουμε από το PEPP, θα πρέπει να αξιολογήσουμε εάν η διατήρηση αυτού του είδους ευελιξίας είναι αναλογική και, εάν ναι, πώς μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα...”.