Το καλό νέο είναι πως η Ελλάδα βρίσκεται στην ομάδα των κρατών με τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Το κακό είναι ότι, παρόλα αυτά, κινδυνεύει να χάσει πάνω από το 1/3 των πόρων (επιδοτήσεων και δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ), αξίας 30,5 δισ. ευρώ. Δηλαδή πάνω από 10 δισ. ευρώ.
Η εν λόγω πρόβλεψη προκύπτει από μελέτη του Ιδρύματος Delors, το οποίο αποκτά ειδική σημασία αυτούς τους μήνες λόγω της Γαλλικής προεδρίας. Έχει προβεί σε μία μελέτη για την επικινδυνότητα απώλειας των κονδυλίων. Την οποία συνδέει με τον περιορισμένο χρόνο ολοκλήρωσης των έργων, με τους όρους που θέτουν οι Βρυξέλλες, αλλά και με το γεγονός ότι θα πρέπει να συνδυαστούν με τα υπόλοιπα κονδύλια των διαρθρωτικών πολιτικών (στην Ελλάδα κατανέμονται μέσω των ΕΣΠΑ).
Η Ελλάδα λοιπόν μαζί με την Ισπανία και την Ιταλία είναι από τα κράτη που έχουν καλύτερες επιδόσεις. Με τον κίνδυνο απώλειας στη χώρα μας στο 37% των κονδυλίων. Στον αντίποδα βρίσκεται η Φιλανδία στην οποία ο κίνδυνος φτάνει στο 77%. Γενικότερα εκτιμάται ότι όποια κράτη έχουν εμπειρία στο πεδίο της συνοχής (ΕΣΠΑ), αλλά και καλές επιδόσεις σε αυτό, έχουν περισσότερη εμπειρία στη διενέργεια ανάλογων έργων. Και άρα μεγαλύτερες πιθανότητες τα λεφτά να φτάσουν στον προορισμό τους.
Υπάρχει και ένα άλλο κριτήριο. Το κατά πόσο θα λεφτά δεν θα δαπανηθούν για τον σκοπό για τον οποίο έχουν εγκριθεί. Σε χώρες με υψηλή οικονομική παραβατικότητα εκτιμάται πως αυτό είναι πιο πιθανό να συμβεί λόγω του περιορισμένου χρόνου και της απουσίας ιδίας συμμετοχής σε δημόσια έργα.
Ζήτημα κοστολόγησης
Μία δεύτερη έρευνα από το Ινστιτούτο Bruegel δίνει έμφαση σε μία παράμετρο. Στο πόσο αιτιολογημένη είναι η κοστολόγηση των επενδύσεων.
Βασίζεται στο γεγονός ότι καμία χώρα δεν βαθμολογήθηκε με «Α» από την Κομισιόν πέρυσι κατά την έγκριση των Σχεδίων στο εν λόγω κριτήριο (συνολικά είναι 11 και η Ελλάδα πήρε Α σε όλα τα άλλα κριτήρια).
Το Ινστιτούτο λοιπόν αναφέρει ότι οι πανομοιότυπες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις αιτιολογήσεις κόστους του σχεδίου ανάκαμψης των χωρών της ΕΕ είναι «μεσαίας ποιότητας». Και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στις αξιολογήσεις και εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης θα δαπανηθούν σωστά.