Την αισιοδοξία του για την πορεία της ελληνικής οικονομικής ανάκαμψης επισημαίνει σε συνομιλία του με την Frankfurter Allgemeine Zeitung ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Ο κ. Στουρνάρας τονίζει πως ενώ πριν λίγο καιρό η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την καταστροφή, τώρα η ανάπτυξη αυξάνεται και η ανεργία μειώνεται, κι ως εκ τούτου είναι πολλοί εκείνοι που επιθυμούν να επιστρέψουν από το εξωτερικό, αντιστρέφοντας το brain drain των ετών της κρίσης.
Ωστόσο, τοποθετώντας την κατάσταση σε ρεαλιστικές βάσεις, ο κ. Στουρνάρας υπενθυμίζει πως η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ΕΕ, με δημόσιο χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2021, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να αποπληρώσει ήδη από τον επόμενο μήνα τα τελευταία δάνεια που έλαβε από το ΔΝΤ στο πλαίσιο της κρίσης χρέους της περασμένης δεκαετίας.
Αναλυτικά, το δημοσίευμα της FAZ αναφέρει:
Ταλαντούχοι άνθρωποι στην καλύτερη ηλικία εγκαταλείπουν την Ελλάδα εδώ και χρόνια, αλλά πλέον υπάρχουν σημάδια ελπίδας, κυρίως στην κεντρική τράπεζα. Πρόσφατα, 8.000 άνθρωποι έκαναν αίτηση για 100 θέσεις εργασίας, ανάμεσά τους και καλοπληρωμένοι εργαζόμενοι σε ξένες επενδυτικές τράπεζες, αναφέρει σε συνομιλία του με την FAZ ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Με δεδομένο ότι εκκρεμούν πολλές συνταξιοδοτήσεις, η τράπεζά του χρειάζεται νέο προσωπικό. Για τους τραπεζικούς υπαλλήλους στο Λονδίνο, το Brexit μπορεί να αποτελέσει λόγο υποβολής αίτησης ενδιαφέροντος, αλλά γενικά η Ελλάδα έχει γίνει πιο ελκυστική. «Πολλοί επιθυμούν να επιστρέψουν από το εξωτερικό», δηλώνει με ικανοποίηση ο Στουρνάρας.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική η Ελλάδα αυτή τη στιγμή επίσης εκπέμπει μηνύματα ανάκαμψης. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να αποπληρώσει ήδη από τον επόμενο μήνα τα τελευταία δάνεια που έλαβε από το ΔΝΤ στο πλαίσιο της κρίσης χρέους της περασμένης δεκαετίας. Πρόκειται για 1,9 δισεκ. ευρώ, τα οποία στην πραγματικότητα θα έπρεπε να καταβληθούν το 2024, ως μέρος των 28 δισεκ. ευρώ που χορήγησε το ΔΝΤ μεταξύ 2010 και 2014. Η Ελλάδα σχεδιάζει επίσης να αποπληρώσει το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς στις ευρωπαϊκές χώρες 5,3 δισεκ. ευρώ, σε ορισμένες περιπτώσεις πριν από την ημερομηνία λήξης των δανείων.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα στην ΕΕ, με δημόσιο χρέος άνω του 200% του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2021. Η πανδημία έχει αυξήσει τις υποχρεώσεις της χώρας. Ωστόσο, οι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν αρκετά χαλαροί λόγω των ευνοϊκών όρων των τριών προγραμμάτων διάσωσης από το 2010 έως το 2015: «Αυτή είναι η άλλη όψη της δοκιμασίας μας: ναι, είχαμε μια σκληρή πολιτική λιτότητας και αρνητική ανάπτυξη για αρκετά χρόνια, περικόψαμε τους μισθούς και τις συντάξεις, αυξήσαμε τους φόρους. Όμως το δημόσιο χρέος αναχρηματοδοτήθηκε με πολύ ευνοϊκούς όρους. Το μέσο επιτόκιο είναι μόλις 1,4% – σημαντικά χαμηλότερο απ’ ό,τι σε πολλές άλλες χώρες», αναφέρει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά μέσο όρο, τα διμερή και πολυμερή δάνεια έχουν χρόνο αποπληρωμής σε 20,5 χρόνια από σήμερα, ορισμένα μάλιστα λήγουν το 2070. «Αυτοί οι όροι είναι από τους μεγαλύτερους που υπάρχουν για κράτη-δανειολήπτες», αναφέρει ο αναλυτής Alex Muscatelli από τον οίκο αξιολόγησης Fitch.
Οι αυξήσεις των επιτοκίων στις αγορές μπορούν επομένως να αφήσουν την Ελλάδα αρκετά αδιάφορη προς το παρόν. Τα 3/4 του δημοσίου χρέους συνδέονται με δημόσιους πιστωτές. Το δεκαετές ελληνικό κρατικό ομόλογο κυμαίνεται πλέον και πάλι στο 2,6%, είναι δηλαδή πέντε φορές υψηλότερο από τον περασμένο Αύγουστο και επομένως στα επίπεδα του καλοκαιριού του 2019. «Τα επιτόκια έχουν αυξηθεί λόγω της κρίσης στην Ουκρανία και της πιθανής αυστηροποίησης της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής. Αλλά αυτό δεν είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα», λέει ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας. Ο ίδιος πιστεύει ότι το δημόσιο χρέος θα είναι δυνατόν να μειώνεται στο άμεσο μέλλον κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως - και στον υπολογισμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται καν η προγραμματισμένη επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις. «Καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν θα μειώνει το χρέος της σε μεγαλύτερο βαθμό από την Ελλάδα», αναφέρει ο Στουρνάρας. Οι αναλυτές της Fitch αναμένουν ότι το χρέος θα μειωθεί στο 155% του ΑΕΠ έως το 2031.
Οι συνθήκες είναι καλές: η ανάπτυξη επιταχύνθηκε πέρυσι με αιφνιδιαστικά υψηλούς ρυθμούς. Αύξηση έως και 9,5% αναμένει το ΙΟΒΕ. Αν επιβεβαιωθεί, θα είναι μεγαλύτερη από την πτώση της τάξης του 9% το 2020. Ο τουρισμός επανέκαμψε εντυπωσιακά. «Το καλοκαίρι αναμέναμε έσοδα της τάξης του 40% σε σχέση με το 2019. Τελικά τα έσοδα κυμάνθηκαν στο 60% του επιπέδου του 2019», αναφέρει ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος. Φέτος μάλιστα αναμένεται άνοδός τους στο 80% του επιπέδου του 2019.
Επιπλέον, η μεταποιητική βιομηχανία παράγει και εξάγει περισσότερο. Εξάγονται καύσιμα, καθώς η Ελλάδα έχει επεκτείνει τις δυνατότητες των διυλιστηρίων της χώρας, καθώς και τρόφιμα, ποτά, υφάσματα, δερμάτινα είδη, μεταλλικά προϊόντα, χημικά, πλαστικά και φαρμακευτικά προϊόντα. «Η Ελλάδα έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα από τον ήλιο, τα βουνά και τη θάλασσα. Υπάρχει επίσης μια αρκετά ευρεία βιομηχανική βάση με καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό», αναφέρει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η ανεργία έπεσε τον περασμένο Δεκέμβριο στο 12,8%, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 11 ετών. Τον Απρίλιο του 2021, το ποσοστό της ανεργίας βρισκόταν ακόμα πάνω από το 17% και στο αποκορύφωμα της κρίσης χρέους, το Σεπτέμβριο του 2013, είχε φτάσει στο 28%.
Ωστόσο, πάνω από το 1/4 των νέων μεταξύ 15 και 24 ετών είναι ακόμα άνεργοι. Αυτό και μόνο δείχνει ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Οι περισσότερες προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2022 κυμαίνονται μεταξύ 4 και 5%, αλλά για να επιβεβαιωθούν θα πρέπει η χώρα να διατηρήσει την πανδημία υπό έλεγχο και η σύγκρουση στην Ουκρανία να μην μετατραπεί σε πόλεμο.
Οι Έλληνες ήδη αντιμετωπίζουν δυσκολίες με την κατακόρυφη άνοδο του κόστους της ενέργειας. Ο αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τον Αλέξη Τσίπρα, υπενθυμίζει το πρόβλημα, κατηγορώντας διαρκώς στην κυβέρνηση. Στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη από το φιλελεύθερο-συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας επιρρίπτεται το ότι δεν έκανε τίποτα για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Το αργότερο σε ενάμιση χρόνο θα γίνουν βουλευτικές εκλογές. Το κόμμα του Μητσοτάκη προηγείται αυτή τη στιγμή στις δημοσκοπήσεις, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, το οποίο ανακάμπτει σημαντικά, να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού αριστερού προσανατολισμού με το ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται στη δεύτερη θέση των δημοσκοπήσεων. Η πορεία της φιλελεύθερης οικονομικής μεταρρύθμισης θα λάμβανε σε αυτήν την περίπτωση τέλος, φοβούνται επιχειρηματικοί κύκλοι.
Όμως ο κόσμος της οικονομίας εξακολουθεί να έχει εμπιστοσύνη στην πολιτική του Μητσοτάκη. Φέτος ο Έλληνας πρωθυπουργός θέλει να μειώσει σε περισσότερο από το μισό το έλλειμμα, περιορίζοντάς το στο 4%. Λόγω της λήξης των μέτρων της πανδημίας, αυτό μπορεί να γίνει. Φυσικά, παραμένουν πολλά διαρθρωτικά εμπόδια. Οι επενδύσεις το 2019 ήταν οι χαμηλότερες από οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ και «από τις χαμηλότερες στον κόσμο», ανέφεραν οικονομολόγοι του ΔΝΤ σε έκθεσή τους τον Ιανουάριο. Ανέκαμψαν κάπως πέρυσι, αλλά υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται επίσης από τη λειτουργία πολλών πολύ μικρών επιχειρήσεων: το 95% των επιχειρήσεων διαθέτει λιγότερους από 10 υπαλλήλους. Συχνά οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν σε θέση να παρουσιάσουν τα απαραίτητα λογιστικά στοιχεία για να λάβουν δανειοδότηση από τις τράπεζες. «Οι τράπεζες δανείζουν σε μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά όχι ακόμα στις μικρές. Αυτό είναι ένα πρόβλημα, γιατί αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας μας», λέει ο Διοικητής της κεντρικής τράπεζας. Ο ίδιος ελπίζει ότι το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα συμβάλει στον περιορισμό του επενδυτικού χάσματος στη Ελλάδα. «Ωστόσο, τα κεφάλαια δεν θα αρκέσουν, χρειάζονται περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια», δηλώνει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας. Ο ίδιος χαρακτηρίζει «ανάμεικτο» τον απολογισμό των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης. Θα ήταν καλό «η κυβέρνηση να ενεργούσε ταχύτερα προκειμένου να καταστήσει τη δημόσια διοίκηση και τη δικαιοσύνη πιο αποτελεσματικές», λέει.