Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «έχουν βελτιωθεί, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν οι συνθήκες που δικαιολογούν τη θέση σε ενισχυμένη εποπτεία» της Ελλάδας για να παρατείνει για 6 μήνες, έως τις 21 Αυγούστου το ειδικό καθεστώς στο οποίο εισήλθε το 2018. Στο πόρισμα της Επιτροπής που υπεγράφη προ ημερών από τον Αρμόδιο Επίτροπο Πάολο Τζεντιλόνι καταγράφεται η πρόοδος και διαμορφώνεται ο οδικός χάρτης «εξόδου» μετά και το σχετικό αίτημα που έχει υποβάλλει ο ΥΠΟΙΚ από τον Ιανουάριο.
«Οι (ελληνικές) αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην υλοποίηση, έως τα μέσα του 2022, των δεσμεύσεων που δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί. Στο πλαίσιο των αποφάσεων για την αποδέσμευση των υπολοίπων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και στο πλαίσιο της λήξης της ενισχυμένης εποπτείας, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, αφενός, η πρόοδος προς την ολοκλήρωση της υλοποίησης των δεσμεύσεων και, αφετέρου, το ευρύτερο περιβάλλον οικονομικής πολιτικής» αναφέρεται.
Το κείμενο της απόφαση περιλαμβάνει αποτίμηση της κατάστασης στην οποία υπάρχει σαφής βελτίωση στο τρόπο περιγραφής του μεγέθους των προβλημάτων της οικονομίας, αλλά και η τεκμηρίωση της ανάγκης για την νέα αυτή παράταση. Αναφέρει πως «η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ελλάδας ενισχύθηκε, αλλά εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων. Ταυτόχρονα, οι κίνδυνοι δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ έχουν μειωθεί σημαντικά». Έτσι, καλείται η Ελλάδα να ολοκληρώσει την εφαρμογή των μέτρων που αποφασίσθηκαν από το Eurogroup της 22ας Ιουνίου του 2018, «και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση των πηγών ή των δυνητικών πηγών δυσκολιών, καθώς και στη στήριξη μιας ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης».
Υπενθυμίζεται πως η νέα «λίστα» με τα προαπαιτούμενα περιγράφεται στην τελευταία έκθεση αξιολόγησης, με επόμενο στόχο τον Απρίλιο να ξεκινήσει ένας τελικός γύρος διαβουλεύσεων που θα συνδέεται και το πότε θα διατεθούν τα δυο πακέτα «δόσεων» συνολικής αξίας 1,5 δισ. ευρώ περίπου και με τους τελικούς όρους εξόδου.
Η διαδικασία εξόδου
Η απόφαση ανήκει στην Επιτροπή και παρατείνεται ανά 6 μήνες. Με νέο (και τελικό σύμφωνα με τη θέση Ελλάδας και δανειστών) ορόσημο τον προσεχή Αύγουστο.
Στο πόρισμα περιγράφεται και το πως θα κριθεί η Ελλάδα για την «έξοδο». Υπενθυμίζεται πως η Ενισχυμένη εποπτεία αποφασίσθηκε πολιτικά σε επίπεδο ΥΠΟΙΚ τον Ιούνιο του 2018 αλλά η ενεργοποίησή της (βάση των κανονισμών της ΕΕ) έγινε 2 μήνες μετά (τον Αύγουστο). Μετά τη λήξη των μνημονίων (στις 20 Αυγούστου 2018), με εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής ενεργοποιήθηκε ενισχυμένη εποπτεία για την Ελλάδα για περίοδο έξι μηνών, από τις 21 Αυγούστου 2018. Στη συνέχεια, η ενισχυμένη εποπτεία παρατάθηκε 7 φορές, κάθε φορά για επιπλέον περίοδο έξι μηνών.
Επισημαίνεται πως η Ελλάδα ανέλαβε δέσμευση τον Ιούνιο του 2018 να συνεχίσει και να ολοκληρώσει όλες τις βασικές μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων και να εφαρμόσει ειδικά μέτρα στους τομείς των δημοσιονομικών και των δημοσιονομικών-διαρθρωτικών πολιτικών, της κοινωνικής πρόνοιας, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, των αγορών εργασίας και προϊόντων, των ιδιωτικοποιήσεων και της δημόσιας διοίκησης (που περιλαμβάνονται σε 2σέλιδο παράρτημα της δήλωσης του Eurogroup).
«Οι εν λόγω δεσμεύσεις, οι οποίες αποτελούν τη βάση για την αποδέσμευση πρόσθετων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, κάλυπταν το διάστημα έως τα μέσα του 2022 και, ως εκ τούτου, η Ελλάδα έχει εισέλθει στο τελευταίο έτος της εν λόγω ρύθμισης» αναφέρεται.
Η αποτίμηση
Η Επιτροπή αναφέρει και την εξέταση της Ελλάδας για τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες που εκτιμά πως συνεχίζουν να υφίστανται. «Αυτές οι ανισορροπίες σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την ατελή εξωτερική επανεξισορρόπηση, σε συνθήκες ακόμη υψηλής —αν και μειούμενης— ανεργίας και χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης». Η εκτίμηση είναι πως «η κυβέρνηση εξακολούθησε να λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση των υπερβολικών ανισορροπιών παρά τη συνεχιζόμενη πανδημία. Όσον αφορά το μέλλον, το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ελλάδας συνιστά ευκαιρία για την αντιμετώπιση των επενδυτικών και μεταρρυθμιστικών αναγκών».
Αναφέρει «ότι, δεδομένου του επιπέδου του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και των σοβαρών προκλήσεων βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα πριν από την έξαρση της πανδημίας της COVID-19, κατά τη λήψη υποστηρικτικών δημοσιονομικών μέτρων, είναι σημαντικό η Ελλάδα να διατηρήσει συνετή δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα. Η Επιτροπή υπενθύμισε επίσης τη σημασία της σύνθεσης των δημόσιων οικονομικών και της ποιότητας των δημοσιονομικών μέτρων».
Στα θετικά προσμετρά πως από την έναρξη της πανδημίας, η Ελλάδα διατήρησε την παρουσία της στις αγορές ομολόγων και υπερκάλυψε το σχέδιο χρηματοδότησής της το 2021, ενώ» η πιστοληπτική αξιολόγηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας εξακολούθησε να βελτιώνεται το 2021 παρά την πανδημία, μειώνοντας περαιτέρω την απόστασή της από την επενδυτική βαθμίδα».
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα
Ειδική έμφαση δίδεται στον ελληνικό τραπεζικό τομέα που «έχει καταστεί πιο σταθερός και ανθεκτικός σε κλυδωνισμούς αφότου ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά παραμένουν οι κίνδυνοι που κληροδοτήθηκαν, καθώς και σημαντικοί υποκείμενοι παράγοντες ευπάθειας, οι οποίοι ενισχύονται από τον αρνητικό αντίκτυπο της έξαρσης του κορονοϊού». Οι καταθέσεις εξακολουθούν να αυξάνονται, το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σημαντικά και το σχέδιο Ηρακλής βοήθησε σημαντικά σε αυτό το πεδίο αναφέρεται. Επίσης «δεν έχει πραγματωθεί μέχρι στιγμής ο κίνδυνος σημαντικών δυσμενών επιπτώσεων στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων μετά τη λήξη των μέτρων για τα χρεοστάσια. Ωστόσο, οι κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων παραμένουν και θα μπορούσαν να πραγματωθούν το 2022 μετά την άρση των υπόλοιπων προγραμμάτων κρατικής στήριξης» αναφέρεται.
Για την ικανότητα αποπληρωμής του χρέους τόσο των νοικοκυριών όσο και των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών εκτιμάται πως «παραμένει χαμηλή, ενώ η ανεπαρκώς ανεπτυγμένη αγορά κεφαλαίων περιορίζει την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε άλλους τρόπους χρηματοδότησης πλην του δανεισμού». Οι τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένες ανάγκες προβλέψεων, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά την κερδοφορία των τραπεζών και τις κεφαλαιακές τους θέσεις βραχυπρόθεσμα, αλλά επιτρέπουν στις τράπεζες να μειώσουν το κόστος κινδύνου στο μέλλον και να απελευθερώσουν χώρο στους ισολογισμούς τους για νέα δάνεια, επισημαίνεται.
Αναφέρεται επίσης πως «το δίπολο κρατών-τραπεζών ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η συνολική ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει χαμηλή, αλλά το 2021 πραγματοποιήθηκαν επιτυχείς δράσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης». « Οι αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην υλοποίηση σχετικών μεταρρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα» επισημαίνεται και ο αντίκτυπος των εν λόγω μεταρρυθμίσεων «θα εξαρτηθεί από την έγκαιρη και αποτελεσματική υλοποίησή τους, αλλά είναι θετικό το γεγονός ότι η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη οφειλών έχει εκκινήσει εκ νέου, μετά τις διαταραχές στις δικαστικές διαδικασίες λόγω της πανδημίας».
Η αποτίμηση των μεταρρυθμίσεων
Περιγράφεται και η πρόοδος σ ορισμένες άλλες βασικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, «οι οποίες είναι σημαντικές για την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων των οικονομικών δυσκολιών της Ελλάδας». Αποτιμάται πως «παρά τις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν σε ορισμένους τομείς, εν μέρει λόγω των προκλήσεων που δημιουργήθηκαν από τη συνεχιζόμενη πανδημία και, πιο πρόσφατα, τις δασικές πυρκαγιές το καλοκαίρι του 2021» υπάρχει πρόοδος. Ειδική αναφορά γίνεται για τη μισθολογική μεταρρύθμιση για την Αρχή Δημοσίων Εσόδων, για μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, οι οποίες θα βελτιώσουν το λογιστικό σύστημα και το σύστημα παρακολούθησης των ταμειακών ροών, αλλά και για την αύξηση στο μερίδιο των κεντρικών δημόσιων συμβάσεων για αγορές στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και για το clawback. Πρόοδος καταγράφεται στην εφαρμογή του ΚΕΑ, στην επανεξέταση του συστήματος επιδοτήσεων για τις δημόσιες συγκοινωνίες, αλλά και για το πακέτο της αγοράς εργασίας, της ενέργειας, της αδειοδότησης επενδύσεων και των επιθεωρήσεων.
«Ολοκλήρωσαν επίσης επιτυχώς ορισμένες εμβληματικές πράξεις ιδιωτικοποίησης και εξακολουθούν να βελτιώνουν τη διακυβέρνηση των κρατικών επιχειρήσεων σε συνεχή βάση» αναφέρεται. «Η αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα αναμένεται να υποστηριχθεί περαιτέρω από μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αύξηση της ανεξαρτησίας και της λογοδοσίας των ανώτερων διοικητικών στελεχών της δημόσιας διοίκησης, καθώς και στη συνεχή αξιολόγηση των επιδόσεων των δημόσιων υπαλλήλων». Αναφορά γίνεται συνοπτικά για «ορισμένες ειδικές δεσμεύσεις παραμένουν εκκρεμείς και οι αρχές εξακολουθούν να σημειώνουν πρόοδο προς την ολοκλήρωση της υλοποίησής τους». Αλλά και για «ευρύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που εντάχθηκαν με ελληνική πρωτοβουλία «μεταξύ άλλων όσον αφορά το πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις, την πρόσβαση σε ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες, την εκπαίδευση, τη διαχείριση των δημόσιων επενδύσεων ή τις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του συντονισμού σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης».