Η πρόωρη εξόφληση όχι μόνο του υπολοίπου του δανείου με το ΔΝΤ (1,86 δισ. ευρώ), αλλά και μέρους (2,65 δισ. ευρώ ή το 5,3%) των διμερών δανείων της Ελλάδας με κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνάφθηκαν κατά το 1ο μνημόνιο (2010), είναι πλέον σε ώριμο στάδιο, όπως προκύπτει από το πράσινο φως που έδωσε πριν από λίγες μέρες η γερμανική Βουλή.
Σύμφωνα με τις επιστολές και τις εισηγήσεις από πλευράς του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, του ΟΔΔΗΧ, του ESM και της Κομισιόν, το επόμενο «ραντεβού» έχει δοθεί για το EWG που πρέπει έως τις 25 Μαρτίου, όπως αναφέρεται, να επικυρώσει την πρόωρη εξόφληση του διμερούς δανείου.
Επίσης, έχει διαμορφωθεί ένα χρονοδιάγραμμα πληρωμών από πλευράς ελληνικού Δημοσίου σε δυο φάσεις για τα δάνεια αυτά συνολικής αξίας 4,51 δισ. ευρώ. Η πρώτη αφορά στο δάνειο του ΔΝΤ που αναφέρεται πως θα ολοκληρωθεί έως τον Απρίλιο και η δεύτερη την αποπληρωμή μέρους του GLF στις 15 Δεκεμβρίου.
Στις επιστολές και από ελληνικής πλευράς, αλλά και από πλευράς θεσμών αναφέρονται αναλυτικά τα οφέλη των εν λόγω κινήσεων όχι μόνο για την ελάφρυνση του χρέους αλλά και για την προσπάθεια κτήσης της επενδυτικής βαθμίδας που έχει θέσει ως προτεραιότητα η κυβέρνηση, με την DBRS να αναφέρεται στο θέμα της πρόωσης αποπληρωμής στο κείμενο που συνόδευε την αναβάθμιση της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από ΒΒ σε ΒΒ (high) την προηγούμενη Παρασκευή.
Σημειώνεται πως έχει προηγηθεί τον Φεβρουάριο η έγκριση από πλευράς Eurogroup, ενώ το ελληνικό αίτημα επισήμως υποβλήθηκε από τον ΥΠΟΙΚ Χρήστο Σταϊκούρα στη σύνοδο του Δεκεμβρίου. Το επόμενο βήμα ήταν η επικύρωση από κοινοβούλια κρατών μελών πριν ολοκληρωθεί και τυπικά η διαδικασία.
Το διμερές δάνειο
Ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ σε επιστολή που έστειλε στις 21 Φεβρουαρίου προς τον επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ με θέμα η πρόωρη εξόφληση μέρους του διμερούς δανείου, εξηγεί τα πλεονεκτήματα από αυτή την κίνηση. Ανάλογη επιστολή εστάλη στην Ευρωπαϊκή επιτροπή στις 25 Φεβρουαρίου, εξηγώντας ότι αυτή η κίνηση θα βοηθήσει σημαντικά στην πιστοληπτική εικόνα της χώρας.
Ο ESM στο πόρισμά του αναφέρει πως η κίνηση αυτή «δεν θέτει σε κίνδυνο την υγιή βραχυπρόθεσμη ρευστότητα της Ελλάδας, δημιουργεί οριακά χρηματοδοτικά οφέλη για τη χώρα και δεν αποδυναμώνει τα δικαιώματα των πιστωτών EFSF/ESM. Ταυτόχρονα, στέλνει ένα θετικό μήνυμα στις αγορές για τη χρηματοοικονομική θέση της Ελλάδας» και συστήνει να προχωρήσει (σ.σ. απαιτείται παραίτηση από το αίτημα για ανάλογη αποπληρωμή άλλων δανείων).
Η κίνηση αφορά στις πληρωμές για το 2023. Από το δάνειο που συνάφθηκε το 2010 εκταμιεύθηκαν 52,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων εκκρεμούν προς πληρωμή τα 50,1 δισ. ευρώ με χρονοδιάγραμμα έως το 2041. Αναφέρεται πως το EWG θα επικυρώσει τη θέση των κρατών μελών έως τις 25 Μαρτίου, με προγραμματισμένη ημερομηνία πρόωρης αποπληρωμής την 15η Δεκεμβρίου του 2022. Το δημοσιονομικό όφελος για την Ελλάδα υπολογίζεται σε περίπου 9 εκατ. ευρώ.
Το δάνειο του ΔΝΤ
Η επιστολή του κ. Σταϊκούρα, με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου του 2021, προς τον επικεφαλής του ESM εξηγεί τα πλεονεκτήματα της πρόωρης εξόφλησης του ΔΝΤ για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του χρέους. Το ποσό αντιστοιχεί στις πληρωμές έως και το 2024.
Ο ESM στις 9 Φεβρουαρίου με επιστολή του (ανάλογη με αυτή του GLF) συναινεί εκτιμώντας πως αν κυλήσουν ομαλά οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, οι ελληνικές αρχές θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν την πράξη έως τα τέλη Απριλίου. Εξηγεί πως τυπικά το ΔΝΤ δεν θα μπορεί να παρακολουθεί την πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά «η Ελλάδα κάλεσε το ΔΝΤ να συνεχίσει να συμμετέχει στη μεταπρογραμματική επιτήρηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς».
Ο ESM στην ανάλυσή του για το ελληνικό χρέος περιγράφει την έκθεση βιωσιμότητας που εκτιμά «χαμηλούς κινδύνους» και αναφέρει τη «δέσμευση της Ελλάδας σε συνετές μακροοικονομικές πολιτικές (ειδικά στο πεδίο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την ανάπτυξη) και τη συνεχιζόμενη οικονομική στήριξη της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Ανάκαμψης)». Επισημαίνει πως «η κυβέρνηση έχει αναλάβει σταθερές δεσμεύσεις ότι θα εφαρμόσει υγιείς οικονομικές πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη και θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους».