Στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 11 μηνών κινήθηκε η επιχειρηματική δραστηριότητα στον κλάδο της ελληνικής μεταποίησης για τον Μάρτιο, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Markit.
Ειδικότερα, ο PMI για τη μεταποίοηση στη χώρα μας διαμορφώθηκε στις 54,6 μονάδες έναντι 57,8 μονάδων τον Φεβρουάριο, φτάνοτας στη βρεδύτερη ανάπτυξη του κλάδου από τον Απρίλιο του 20021.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Markit, η αύξηση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών υποχώρησε λόγω των ασθενέστερων συνθηκών ζήτησης. Ο κύριος δείκτης υποστηρίχθηκε εν μέρει από την επιδείνωση του χρόνου παράδοσης προμηθειών (που συνήθως αποτελεί ένδειξη βελτίωσης της υγείας του μεταποιητικού τομέα). Ταυτόχρονα, οι πιέσεις κόστους αυξήθηκαν περαιτέρω, καθώς οι τιμές εισροών αυξήθηκαν αισθητά. Σε απάντηση, οι εταιρείες αύξησαν τις χρεώσεις εκροών με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων σχεδόν 19,5 ετών συλλογής των στοιχείων.
Το αυξανόμενο κόστος και η μεγαλύτερη αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή, καθώς η εμπιστοσύνη υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Νοέμβριο του 2020.
Η παραγωγή εξακολούθησε να αυξάνεται τον Μάρτιο, μολονότι με τον ηπιότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο 12 μηνών συνεχούς ανάπτυξης. Η μέτρια αύξηση της παραγωγής συνδέθηκε με τ ην περαιτέρω εισροή νέων παραγγελιών. Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση από την πλευρά των πελατών ήταν υποτονική, λόγω των υψηλότερων τιμών πώλησης και της αυξανόμενης αβεβαιότητας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Η ζήτηση από την πλευρά των πελατών του εξωτερικού εξασθένησε κατά τη διάρκεια του Μαρτίου, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών υποχώρησαν για πρώτη φορά σε διάστημα ενός έτους. Οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν ελαφρώς, και με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στο τρέχον διάστημα 12 μηνών συνεχούς αύξησης, καθώς η ανάπτυξη επηρεάστηκε αρνητικά από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών.
Οι συνολικές πωλήσεις αυξήθηκαν ελαφρώς, και με τον βραδύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στο τρέχον διάστημα 12 μηνών συνεχούς αύξησης, καθώς η ανάπτυξη επηρεάστηκε αρνητικά από τη μειωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών.
Σε ό,τι αφορά στις τιμές, οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν σημαντική αύξηση της επιβάρυνσης κόστους στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Οι υψηλότερες τιμές εισροών οφείλονται, όπως επισημάνθηκε, σε ευρεία αύξηση του κόστους των υλικών, παράλληλα με τις υψηλότερες χρεώσεις ενέργειας και καυσίμων.
Σύμφωνα με αναφορές, οι αυξήσεις των δύο τελευταίων επιδεινώθηκαν από τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, οδηγώντας σε αύξηση του συνολικού κόστους σχεδόν σε επίπεδο-ρεκόρ.
Σε μια προσπάθεια μετακύλισης του υψηλότερου κόστους στους πελάτες, οι τιμές πώλησης των Ελλήνων παραγωγών αγαθών αυξήθηκαν, τον Μάρτιο, με τον εντονότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας (από τον Νοέμβριο του 2002).
Εν τω μεταξύ, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη υποχώρησε σε χαμηλό 16 μηνών τον Μάρτιο. Παρότι ισχυρότερος από τον μέσο όρο στην ιστορία της έρευνας, ο βαθμός αισιοδοξίας επηρεάστηκε, όπως αναφέρθηκε, αρνητικά από τις σοβαρές καθυστερήσεις υλικών, τις αυξανόμενες πιέσεις κόστους και τη μεγαλύτερη αβεβαιότητα.
Οι ασθενέστερες προσδοκίες σχετικά με την παραγωγή ήταν επίσης εμφανείς στην ηπιότερη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας ήταν ο ηπιότερος των τελευταίων έξι μηνών, καθώς οι πιέσεις ως προς τη ζήτηση υποχώρησαν.
Η αύξηση της απασχόλησης οφείλεται εν μέρει στις προσπάθειες μείωσης των αδιεκπεραίωτων εργασιών. Ωστόσο, τα επίπεδα ανεκτέλεστων εργασιών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό, καθώς οι καθυστερήσεις στις πρώτες ύλες δημιουργούσαν προβλήματα στην παραγωγή.
Η επιμήκυνση των χρόνων παράδοσης προμηθειών επιδεινώθηκε και πάλι τον Μάρτιο, καθώς οι καθυστερήσεις ήταν οι μεγαλύτερες που έχουν καταγραφεί σε διάστημα πέντε μηνών.
Οι σοβαρές ελλείψεις και οι υλικοτεχνικές προκλήσεις στις μεταφορές οδήγησαν στην επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών.
Κατ’ αναλογία με την ηπιότερη αύξηση των νέων παραγγελιών και τους παρατεταμένους χρόνους παράδοσης των εισροών, οι εταιρείες κατέγραψαν επιβράδυνση της αγοραστικής τους δραστηριότητας.
Η αύξηση των αγορών εισροών ήταν η ασθενέστερη του τελευταίου έτους, καθώς τα αποθέματα προμηθειών μειώθηκαν λόγω των δυσκολιών αναπλήρωσης των αποθεμάτων. Αντίστοιχα, τα αποθέματα ετοίμων προϊόντων μειώθηκαν σημαντικά.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Σιάν Τζόουνς, οικονομολόγος στην S&P Global, είπε:
«Οι Έλληνες κατασκευαστές υπέδειξαν επιβράδυνση της ανάπτυξης στο τέλος του πρώτου τριμήνου, καθώς η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες αυξήθηκαν με ηπιότερους ρυθμούς.
Η ασθενέστερη ζήτηση από την πλευρά των πελατών οφείλεται στις εκτινασσόμενες τιμές και στην αυξημένη αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Ως εκ τούτου, η αύξηση των αγορών και της απασχόλησης εξασθένησε, ενώ η μέτρια άνοδος των αδιεκπεραίωτων εργασιών οφείλεται στις ελλείψεις υλικών.
Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας διάβρωσε περαιτέρω τις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν στον μεγαλύτερο βαθμό που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Οκτώβριο.
Οι ελλείψεις υλικών και οι καθυστερήσεις προκάλεσαν νέα επιτάχυνση του πληθωρισμού του κόστους. Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση των τιμών πώλησης ήταν εκείνη η οποία κατέγραψε ρεκόρ στην ιστορία της έρευνας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, το υψηλότερο κόστος και τα μειωμένα διαθέσιμα εισοδήματα οδήγησαν την εμπιστοσύνη σε χαμηλό 16 μηνών.
Οι προβλέψεις μας αναθεωρήθηκαν επίσης προς τα κάτω, με τη βιομηχανική παραγωγή να αναμένεται πλέον να αυξηθεί κατά 2.3% το 2022».