Το σενάριο μιας πλήρους διακοπής του ενεργειακού «καναλιού» μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ εξετάζει εκ νέου η Moody's, επισημαίνοντας πως αποτελεί ένα εναλλακτικό αρνητικό σενάριο που πιθανότατα θα συνεπάγονταν τον περιορισμό της ενέργειας σε χώρες με σημαντική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτό, με τη σειρά του, πιθανόν να πυροδοτούσε μια οικονομική ύφεση στην Ευρώπη, αυξάνοντας τον κίνδυνο μεγέθυνσης για μια παγκόσμια ύφεση.
Σύμφωνα με τη Moody's, οι απειλές της Ρωσίας να κόψει τις προμήθειες φυσικού αερίου σε χώρες «μη φιλικές» προς αυτήν αλλά και οι συνεχείς εκκλήσεις για περαιτέρω αυστηροποίηση των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας αυξάνουν τον κίνδυνο μιας ξαφνικής διακοπής του ρωσικού ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρώπη. Έτσι, ένα πρώτο «κανάλι» μετάδοσης και διάχυσης της κρίσης σε αυτό το αρνητικό σενάριο θα ήταν αυτό μέσω των τιμών των εμπορευμάτων και ενός «σοκ» στο σκέλος της προσφοράς. Οι ρωσικές προμήθειες αντιπροσωπεύουν το 46% των συνολικών στερεών καυσίμων της Ευρώπης (όπως ο άνθρακας), το 38% του φυσικού αερίου και το 26% των εισαγωγών αργού πετρελαίου. Ως αποτέλεσμα, οποιαδήποτε απόφαση των ρωσικών αρχών να μειώσουν τις εξαγωγές ενέργειας προς την Ευρώπη θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στον ενεργειακό εφοδιασμό της τελευταίας.
Ειδικότερα, η διακοπή της ροής του φυσικού αερίου θα αποδυνάμωνε σημαντικά την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς αποτελεί ένα κρίσιμο καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ένα βασικό καύσιμο θέρμανσης για τα νοικοκυριά, ειδικά το χειμώνα, το οποίο είναι δύσκολο να αντικατασταθεί, όπως υπογραμμίζει η Moody's. Ενώ το πετρέλαιο και ο άνθρακας μπορούν να υποκατασταθούν ευκολότερα καθώς προσφέρονται και είναι ανοιχτά σε μια παγκόσμια αγορά, η αντικατάσταση του φυσικού αερίου είναι πιο περίπλοκη δεδομένων των απαιτούμενων υποδομών και της περιορισμένης δυναμικότητας στην αγορά.
Στο αρνητικό σενάριο, η Moody's υποθέτει μια προσωρινή περικοπή για τέσσερις έως έξι μήνες στον ενεργειακό εφοδιασμό, με τις ευρωπαϊκές χώρες να υποκαθιστούν μέρος των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από εναλλακτικές πηγές όπως οι ΗΠΑ, το Κατάρ, το Ιράν ή/και η Νορβηγία βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον, υποθέτει πως η πολυπλοκότητα στην υποκατάσταση του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία στο άμεσο μέλλον θα οδηγούσε σε περιορισμό της ενέργειας, με τις κυβερνήσεις να δίνουν προτεραιότητα στον ενεργειακό εφοδιασμό για τα νοικοκυριά και τις βασικές υπηρεσίες, όπως τα νοσοκομεία και τα σιδηροδρομικά δίκτυα, και κλάδους παραγωγής με χαμηλότερη δυναμικότητα.
Οι κυβερνήσεις πιθανότατα θα επιδοτούν μέρος του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά και τις βασικές υπηρεσίες, γεγονός που θα οδηγούσε σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, η Moody's αναμένει ότι η τιμή του πετρελαίου (Brent, αμερικανικό αργό) θα αυξηθεί στα 160 δολάρια το βαρέλι για φέτος και σταδιακά θα υποχωρήσει, παραμένοντας ωστόσο σε υψηλά επίπεδα έως το 2023. Οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου θα αυξηθούν σημαντικά από τα ήδη υψηλά επίπεδα που βρίσκονται και θα παραμείνουν υψηλές για τα επόμενα, τουλάχιστον δύο, χρόνια. Επίσης, οι τιμές των μετάλλων και των τροφίμων θα αυξηθούν περαιτέρω από τα ήδη υψηλά επίπεδα.
Όπως αναφέρει η Moody's, οι υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων και οι πιέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα θα οδηγήσουν υψηλότερα τον πληθωρισμό, επιταχύνοντας την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Ωστόσο, οι κεντρικές τράπεζες θα παρέμβουν για να μετριάσουν τα ζητήματα ρευστότητας στις συνθήκες χρηματοδότησης, τη στιγμή που ο υψηλός πληθωρισμός πιθανότατα θα επιδεινώσει τις κοινωνικές εντάσεις σε ορισμένες χώρες.
Ένα δεύτερο «κανάλι» που θέτει η Moody's είναι αυτό της οικονομικής και χρηματοοικονομική «διαταραχής». Όπως σημειώνει, η διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία θα οδηγήσει σε απότομη πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων, η οποία, σε συνδυασμό με τους εμπορικούς δεσμούς της Ευρώπης, πιθανότατα θα οδηγήσει σε οικονομική ύφεση στην Ευρώπη και θα αυξήσει τον κίνδυνο για μια παγκόσμια ύφεση. Το επενδυτικό κλίμα πιθανότατα θα επιδεινωθεί, οδηγώντας σε απότομη αποδυνάμωση των συνθηκών χρηματοδότησης και σε μείωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων σε ευρεία βάση. Τα πιστωτικά περιθώρια θα διευρυνθούν απότομα και η ρευστότητα θα εξαντληθεί προσωρινά, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους εκδότες με χαμηλότερη αξιολόγηση, γεγονός που θα οδηγήσει σε απότομη αύξηση των αθετήσεων πληρωμών.
Ο τρίτος δίαυλος που παραθέτει ο αμερικανικός οίκος, αφορά τις πιθανές προκλήσεις στο σκέλος της ασφάλειας. Η διακοπής της ροής των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας θα αυξήσει σημαντικά τους γεωπολιτικούς κινδύνους, φτάνοντας μέχρι και σε μια ευρεία σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας - ΝΑΤΟ. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αμυντικές δαπάνες θα αυξάνονταν, αποδυναμώνοντας τη δημοσιονομική θέση των κυβερνήσεων. Επίσης θα ακολουθούσαν πιο συχνές και σοβαρές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο. Δεδομένης της ψηφιοποίησης και της διασύνδεσης των παγκόσμιων αγορών, τέτοιες επιθέσεις θα μπορούσαν να έχουν καταστροφικές συνέπειες για ένα ευρύ φάσμα κλάδων σε διάφορες περιοχές μακριά από την άμεση ζώνη σύγκρουσης.
Οι κίνδυνοι για τα πιστωτικά προφίλ των χωρών της ΕΕ
Σύμφωνα με τη Moody's, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες είναι από τις πιο άμεσα εκτεθειμένες σε μια ενδεχόμενη διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού από τη Ρωσία, αν και πιστωτικά προφίλ των περισσότερων θα ήταν σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικά σε αυτό το σενάριο. Ωστόσο, μια μόνιμη διακοπή της προσφοράς θα εγείρει κινδύνους για την οικονομική και δημοσιονομική ισχύ των κρατών. Εκτός Ευρώπης, τα κράτη θα επηρεαστούν ως επί το πλείστον έμμεσα μέσω της έκθεσής τους στις υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων, καθώς και της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αναταραχής.
Ο οικονομικός αντίκτυπος ενός ρωσικού ενεργειακού «σοκ» θα ποικίλλει ανάλογα με την εξάρτηση των κρατών μελών της ΕΕ από τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας, ιδίως του φυσικού αερίου, την ενεργειακή ένταση της οικονομικής τους δομής και την ικανότητά τους (ή την έλλειψη) να υποκαταστήσουν άμεσα τις ρωσικές παραδόσεις και συγκεκριμένα για το φυσικό αέριο, το οποίο είναι πιο δύσκολο να αντικατασταθεί σε σύγκριση με άλλα ορυκτά καύσιμα.
Έτσι, η έκθεση στο ενεργειακό «σοκ» είναι υψηλότερη για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως για την Ουγγαρία, την Σλοβακία και την Τσεχία, αλλά και για τα κράτη της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης όπως για τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Ελλάδα που έχουν επίσης υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου ως μέρος του συνολικού τους ενεργειακού εφοδιασμού. Πολλά από αυτά τα κράτη έχουν επίσης μεγάλους και ενεργοβόρους βιομηχανικούς κλάδους που θα ήταν εκτεθειμένοι σε αυτού του είδους τους ενεργειακούς περιορισμούς. Ωστόσο, η Γερμανία, η Αυστρία και η Τσεχία έχουν επίσης ιδιαίτερα ισχυρή υποκείμενη οικονομική ανθεκτικότητα.