Στη δική του… Ανάσταση στα αμέσως επόμενα 24ωρα ποντάρει ο εγχώριος κλάδος του λιανικού εμπορίου, με τους επιχειρηματίες να προσδοκούν τόνωση της κίνησης στα εμπορικά καταστήματα, καθώς θα κορυφώνεται το κύμα αγορών ενόψει Πάσχα. Παρά την αβεβαιότητα που διαφαίνεται σε όλα τα μέτωπα - ενεργειακή κρίση, ακρίβεια, πόλεμος στην Ουκρανία - η πασχαλινή αγορά χρειάζεται παλμό προκειμένου να βρει, έστω και πρόσκαιρα, τον βηματισμό της, καθώς… Πάσχα χωρίς ψώνια δεν γίνεται.
Η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν παραδοσιακά μια περίοδος αυξημένης κινητικότητας για το λιανικό εμπόριο, ωστόσο φέτος η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Μετά από δύο χρόνια υγειονομικής κρίσης, οι καταναλωτές βιώνουν καθημερινά το πιο σκληρό πρόσωπο μιας νέας κρίσης, εκείνη της ακρίβειας. Μπροστά στο βαθύ πληθωριστικό τούνελ στο οποίο έχει εισέλθει η οικονομία, οι καταναλωτές έχουν περιορίσει τις αγορές τους στα απολύτως απαραίτητα, στρέφοντας σχεδόν αποκλειστικά το ενδιαφέρον τους στα είδη διατροφής, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες βιοπορισμού τους. Και μπορεί πλέον τα καταστήματα να είναι ανοιχτά - κόντρα στα lockdown του προηγούμενου διαστήματος - ωστόσο οι πελάτες σπάνια πλέον κάνουν την εμφάνισή τους.
Ποιοι κλάδοι έχουν την τιμητική τους
Και μπορεί οι προηγούμενοι μήνες να αποδείχθηκαν μήνες… των Παθών, ωστόσο το λιανικό εμπόριο ελπίζει πλέον σε καλύτερες μέρες από εδώ και πέρα, αναμένοντας έστω και μια μικρή ανάσα ρευστότητας την τρέχουσα εβδομάδα, καθώς γονείς και νονοί θα σπεύσουν στα εμπορικά καταστήματα προκειμένου να προμηθευτούν δώρα για τα παιδιά και τα βαφτιστήρια τους. Μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις του λιανεμπορίου που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών ενόψει Πάσχα περιμένουν με ανυπομονησία τον κόσμο στα καταστήματά τους. Λαμπάδες για τα βαφτιστήρια, παιχνίδια, ρούχα, παπούτσια και πάσης φύσεως δώρα αναμένεται να έχουν την τιμητική τους τις επόμενες ημέρες, με τους επιχειρηματίες να ποντάρουν σε γεμάτα ταμεία.
Το εορταστικό ωράριο των καταστημάτων – που βρίσκεται σε εξέλιξη από την περασμένη Πέμπτη – οπλίζει με ένα αίσθημα συγκρατημένης αισιοδοξίας τους επιχειρηματίες του λιανεμπορίου. Η ελπίδα αποδίδεται στο γεγονός ότι η έλευση του Πάσχα και η σταδιακή βελτίωση των καιρικών συνθηκών παραδοσιακά επηρεάζουν θετικά την ψυχολογία του καταναλωτικού κοινού στο σκέλος των αγορών. Χθες μάλιστα, Κυριακή των Βαΐων, τα καταστήματα ήταν ανοιχτά.
Το εορταστικό ωράριο
Το εορταστικό ωράριο για εφέτος θα ισχύσει έως και το Μεγάλο Σάββατο 23 Απριλίου, ενώ διαμορφώνεται ως εξής: Από σήμερα Μεγάλη Δευτέρα μέχρι και Μεγάλη Πέμπτη, τα καταστήματα θα είναι ανοικτά από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ, τη Μεγάλη Παρασκευή από τη 1 το μεσημέρι έως τις 7 το απόγευμα, ενώ το Μεγάλο Σάββατο θα ανοίξουν από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι.
Για τα μεγάλα καταστήματα, τα πολυκαταστήματα και τις αλυσίδες καταστημάτων ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Λιανικής Πώλησης Ελλάδος (ΣEΛΠΕ) ανακοίνωσε ότι το ωράριο λειτουργίας από Μεγάλη Δευτέρα έως και Μεγάλη Πέμπτη θα είναι 9 το πρωί με 9 το βράδυ, για τη Μεγάλη Παρασκευή θα είναι από τη 1 το μεσημέρι μέχρι τις 9 το βράδυ και το Μεγάλο Σάββατο από τις 9 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ.
Κυριακή και Δευτέρα του Πάσχα τα καταστήματα θα παραμείνουν κλειστά, ενώ από τις 26 Απριλίου θα επιστρέψει το κανονικό ωράριο.
«Παγωμάρα» παρά την έλευση της άνοιξης
Ωστόσο η όποια ανάσα ρευστότητας σημειωθεί τα επόμενα 24ωρα δεν θα είναι αρκετή για να αλλάξει τη γενική εικόνα «παγωμάρας» που επικρατεί στα καταστήματα του λιανικού εμπορίου παρά την έλευση της άνοιξης και του Απριλίου. Οι αυξήσεις – φωτιά σε ενεργειακό και μεταφορικό κόστος, καθώς και στο κόστος απόκτησης των προϊόντων έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για τους επιχειρηματίες των εμπορικών καταστημάτων της χώρας που προσπαθούν με κάθε τρόπο να καλύψουν τις οικονομικές υποχρεώσεις που «τρέχουν»… Κάθε νέα παραλαβή έρχεται αυξημένη έναντι της αμέσως προηγούμενης, ενώ, όπως έχει ήδη αναφέρει το insider.gr, οι ανατιμήσεις που έχουν καταγραφεί στο λιανεμπόριο τα δύο προηγούμενα τρίμηνα (τέταρτο τρίμηνο του 2021 και πρώτο τρίμηνο του 2022), δεν ξεπερνούν το 3%, καθώς οι επιχειρηματίες του κλάδου απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος των ανατιμήσεων προκειμένου οι τελευταίες να μην περάσουν στο καταναλωτικό κοινό.