Πρέπει να πάει κανείς πίσω, στις πρώτες εβδομάδες της έκρηξης της πανδημίας τον Μάρτη του 2020 για να συναντήσει το Ευρώ σε τόσο χαμηλή ισοτιμία με το δολάριο. Κάτω και από τα 1,07 δολάρια βρέθηκε σήμερα το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά δεν υπήρξε η παραμικρή δήλωση, «εξήγηση» ή έστω έμμεση στήριξη από την πλευρά της ΕΚΤ...
Αν λάβει κανείς υπ’ όψη του ότι από τον επόμενη μήνα, τον Μάιο, η Fed μπαίνει σε μία ακολουθία επαναλαμβανόμενων αυξήσεων των επιτοκίων στο δολάριο, η σχεδόν σταθερή διολίσθηση του Ευρώ από τις αρχές του 2022 προβλέπεται να γνωρίσει νέα χαμηλά. Και αυτό δεν είναι καλά νέα για την ευρω-οικονομία που κινείται ήδη σε ένα ανοδικό (7,4%) περιβάλλον πληθωρισμού, καθώς η περαιτέρω διολίσθηση του Ευρώ, πέραν των άλλων θα αυξήσει τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ -αντίθετα από την Bundesbank- δεν φαίνεται έτοιμη να αντιδράσει παρά το γεγονός ότι το γενικευμένο μήνυμα των κεντρικών τραπεζών στην σύνοδο του ΔΝΤ, ήταν ένα: οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι θα γίνει δυνατός ο έλεγχος του πληθωρισμού των τιμών.
Για τις οικονομίες όπως η ελληνική, που είναι «προικισμένες» με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, το περιβάλλον αυτό ισοδυναμεί με ακόμα μεγαλύτερη πληθωριστική πίεση, όσο η διολίσθηση του Ευρώ παραμένει κύριο χαρακτηριστικό στο τρέχον νομισματικό περιβάλλον. Η πίεση στο Ευρώ είναι τόσο ισχυρή, που κάνει μεγάλες επενδυτικές τράπεζες να αξιολογούν την κατάσταση τόσο σοβαρή, ώστε να κάνουν εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ, θα υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων να προχωρήσει ακόμα πιο γρήγορα σε αύξηση του κόστους του χρήματος. Η Goldman Sachs σε μία από τις τελευταίες αναλύσεις της μιλάει για το ενδεχόμενο αύξησης επιτοκίων από την ΕΚΤ ακόμα και μέσα στον Ιούλιο, όταν μέχρι τώρα ο Ιούλιος αναφερόταν από όλους σαν ο μήνας που «ίσως» ολοκληρωνόταν η διακοπή καθαρών αγορών χρέους στο πλαίσιο του APP...
Το αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ στην πλέον πρόσφατη, μετά την Σύνοδο του ΔΝΤ, ομιλία της στο Peterson Institute for International Economics, στην Washington DC, απέφυγε κάθε αναφορά στο θέμα αυτό παρά το γεγονός ότι η ομιλία της αφορούσε το νέο οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί και τις στρατηγικές με τις οποίες η Ευρώπη θα πρέπει να κινηθεί από δω και στο εξής.
Όπως υποστήριξε «σήμερα, οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις σημαίνουν ότι η παγκόσμια οικονομία μας αλλάζει. Και για άλλη μια φορά, τα συστήματα κυμαινόμενων αξιών και οι μεταβαλλόμενες συμμαχίες δημιουργούν έναν νέο παγκόσμιο χάρτη οικονομικών σχέσεων. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό» είπε, «αλλά μπορεί κανείς ήδη να δει την εμφάνιση τριών διακριτών αλλαγών στο παγκόσμιο εμπόριο».
Οι αλλαγές αυτές είναι πρώτα απ’ όλα, η μετατόπιση των ακολουθούμενων πολιτικών από την «εξάρτηση» στη «διαφοροποίηση», από την προτεραιότητα της «αποτελεσματικότητας» στην προτεραιότητα της «ασφάλειας» και τέλος «από την παγκοσμιοποίηση στην περιφερειοποίηση...».
Αλλά αυτό δεν σημαίνει όπως έσπευσε να εξηγήσει «περιορισμό του ανοικτού εμπορίου». Αντίθετα, «πρέπει να εργαστούμε για να καταστήσουμε το εμπόριο ασφαλέστερο σε αυτούς τους απρόβλεπτους καιρούς, αξιοποιώντας παράλληλα την περιφερειακή μας δύναμη. Ειδικά για το τελευταίο σημείο αλλαγής πολιτικής και την «περιφερειακή δύναμη» της Ευρώπης, μίλησε για το πως μπορεί η ΕΕ να αναπτύξει μία αυτόνομη πορεία φέροντας σαν παράδειγμα (!) την δημιουργία και ενίσχυση της αυτόνομης στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ...
Ίσως, η κα Λαγκάρντ εννοούσε ότι η ενίσχυση του Ευρώ στο νέο διεθνές περιβάλλον, όπως κάθε ισχυρό νόμισμα, χρειάζεται πίσω του και ένα ισχυρό στρατό για το υποστηρίζει…