Παράταση ζωής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατά τρία χρόνια, μέχρι το 2025 και αντικατάσταση των δύο υφιστάμενων οργάνων διοίκησης από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, προβλέπει το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του νόμου του ΤΧΣ. Το ν/σ τέθηκε προς διαβούλευση στις 22:00 μ.μ. της 29ης Απριλίου και μέχρι τις 19.00 μ.μ. της 13ης Μαΐου, από τον Υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα.
Το ν/σ προβλέπει την κατάργηση του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την συγκρότηση Διοικητικού Συμβουλίου την 1η Ιουνίου 2022.
Όπως προβλέπει μεταβατική διάταξη του άρθρου 17 του νομοσχεδίου, την 1η/6/2022 η θητεία των μελών του Γενικού Συμβουλίου του Ταμείου παύει αυτοδικαίως και αζημίως. Τα κατά την 31η/5/2022 εν ενεργεία μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ταμείου καθίστανται αυτοδικαίως εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, το οποίο συγκροτείται την 1η Ιουνίου 2022, με την εξαίρεση του διορισθέντος από την Τράπεζα της Ελλάδος μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής, το οποίο αντικαθίσταται από μέλος υποδεικνυόμενο από κοινού από το Υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος, το οποίο αναλαμβάνει την ιδιότητα του εκτελεστικού μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Ειδικότερα, ο μεν Διευθύνων Σύμβουλος της Εκτελεστικής Επιτροπής καθίσταται Διευθύνων Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, το δε έτερο μέλος αναλαμβάνει τα καθήκοντα εκτελεστικού μέλους Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
Στο άρθρο 5 του σχεδίου νόμου ορίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο αποτελείται από εννέα (9) μέλη, εκ των οποίων έξι (6) μη εκτελεστικά και τρία (3) εκτελεστικά. Tέσσερα (4) εκ των μη εκτελεστικών μελών του, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, επιλέγονται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα («ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη»). Τις θέσεις των υπολοίπων δύο (2) μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καταλαμβάνουν ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών και ένας εκπρόσωπος της Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου περιλαμβάνουν: (α) τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, ο οποίος επιλέγεται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα, (β) ένα μέλος το οποίο υποδεικνύεται από κοινού από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Υπουργείο Οικονομικών, και (γ) ένα μέλος το οποίο επιλέγεται μεταξύ προσώπων με διεθνή εμπειρία σε τραπεζικά θέματα. Ο Διευθύνων Σύμβουλος, το εκτελεστικό μέλος της ανωτέρω περ. (γ) και τα ανεξάρτητα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου επιλέγονται, ύστερα από δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος, από την Επιτροπή Επιλογής.
Τα µέλη του Διοικητικού Συµβουλίου διορίζονται µε απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η θητεία τους είναι τριετής, µε δυνατότητα ανανέωσης και δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια του Ταµείου. Σε περίπτωση κένωσης θέσεως µέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, η θέση πληρούται εντός προθεσµίας εξήντα (60) ηµερών, η οποία δύναται να παραταθεί για ακόµα τριάντα (30) ηµέρες εφόσον τούτο κριθεί απαραίτητο. Εξαιρουμένων του εκτελεστικού μέλους που υποδεικνύεται από το Υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και των δύο μη εκτελεστικών μελών που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος, για τον διορισμό και την ανανέωση της θητείας των μελών του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθώς και για την αμοιβή τους, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Euro Working Group.
Το άρθρο 6 προβλέπει τα σχετικά με την Επιτροπή Επιλογής, η οποία ορίζει τα απαραίτητα προσόντα και τα κριτήρια επιλογής των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή Επιλογής αποτελείται από έξι (6) ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, εγνωσμένου κύρους και ακεραιότητας, εκ των οποίων τρεις (3), συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου, υποδεικνύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας αντίστοιχα, δύο (2) από τον Υπουργό Οικονομικών και ένας (1) από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι ανωτέρω πέντε (5) θεσμοί και αρχές διαθέτουν από έναν παρατηρητή στην Επιτροπή. Η θητεία της Επιτροπής ορίζεται για δύο (2) έτη με δυνατότητα ανανέωσης. Η Επιτροπή επιλέγει υποψήφιους για το Διοικητικό Συμβούλιο και υποστηρίζεται από ένα διεθνώς αναγνωρισμένο σύμβουλο προσλήψεων που επιλέγεται από την Επιτροπή και προσλαμβάνεται από το Ταμείο.
Η στρατηγική αποεπένδυσης
Το άρθρο 10 του σχεδίου νόμου ορίζει το πώς γίνεται η στρατηγική αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις συμμετοχές του στις τράπεζες.
Όπως αναφέρεται, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία διάθεσης («στρατηγική αποεπένδυσης») του συνόλου ή μέρους των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικού ιδρύματος που κατέχει το Ταμείο. Η διάθεση μπορεί να γίνεται τμηματικά ή άπαξ, κατά την κρίση του Ταμείου και σε συμμόρφωση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.
To Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου συντάσσει αιτιολογημένη στρατηγική αποεπένδυσης, η οποία περιλαμβάνει το γενικό πρόγραμμα διάθεσης των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία κατέχει το Ταμείο, καθώς και ειδικότερες κατευθύνσεις ανά πιστωτικό ίδρυμα, για τις οποίες λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά της συμμετοχής του Ταμείου σε αυτό.
Η στρατηγική αποεπένδυσης τηρεί τις αρχές του ανταγωνισμού και διέπεται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, από τις ακόλουθες αρχές,: (α) την οικονομική και λειτουργική βιωσιμότητα του πιστωτικού ιδρύματος, (β) τις συνθήκες της αγοράς, τις μακροοικονομικές συνθήκες, και τις συνθήκες που διέπουν τον κλάδο των πιστωτικών ιδρυμάτων, (γ) τις ευλόγως αναμενόμενες συνέπειες της στρατηγικής αποεπένδυσης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την αγορά και την ευρύτερη οικονομία της χώρας, (δ) τον σεβασμό στην αρχή της διαφανούς δράσης, (ε) την αναγκαιότητα κατάρτισης χρονοδιαγράμματος υλοποίησης της στρατηγικής αποεπένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια του Ταμείου, (στ) την ανάγκη διάθεσης σε εύλογο και έγκαιρο χρονικό διάστημα, (ζ) την ανάγκη επιστροφής του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα σε καθαρά ιδιωτική μετοχική σύνθεση.
Η στρατηγική αποεπένδυσης περιλαμβάνει προβλέψεις, ενδεικτικά, για τα ακόλουθα: (α) τις ενδεδειγμένες ανταγωνιστικές διαδικασίες προσφορών και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε αυτές, (β) τις απαιτήσεις διαφάνειας και συμμόρφωσης με την νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς, και (γ) τις πιθανές μεθοδολογίες διάθεσης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου δύναται να διαβουλεύεται επί θεμάτων που σχετίζονται με τη στρατηγική αποεπένδυσης με θεσμικούς φορείς που κρίνει κατάλληλους, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας την τήρηση της εμπιστευτικότητας της πληροφορίας. Προκειμένου να λάβει την απόφαση θέσπισης της στρατηγικής αποεπένδυσης, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου αναθέτει τη σύνταξη εκθέσεως σε ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο, ο οποίος διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος και πείρα σε αντίστοιχα θέματα («σύμβουλος στρατηγικής αποεπένδυσης»).
Η στρατηγική αποεπένδυσης λαμβάνει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο δύναται να ζητά προηγουμένως γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος. H στρατηγική αποεπένδυσης διατηρείται επικαιροποιημένη. Το Υπουργείο Οικονομικών κοινοποιεί στο Ταμείο σε τετραμηνιαία βάση τις απόψεις του για τη στρατηγική αποεπένδυσης και την υλοποίησή της από το Ταμείο. Το Ταμείο υποχρεούται να ενημερώνει εγγράφως, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών, το Υπουργείο για τις τυχόν επιφυλάξεις του ως προς τις ανωτέρω απόψεις.
Προκειμένου να λάβει την απόφαση περί διάθεσης, το Ταμείο λαμβάνει έκθεση από έναν ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο, ο οποίος διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένο κύρος και πείρα σε αντίστοιχες συναλλαγές («σύμβουλος διάθεσης»). Η έκθεση εκπονείται εν όψει σχεδιαζόμενης διάθεσης για συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον την εισήγηση του συμβούλου διάθεσης προς το Ταμείο για τα ακόλουθα: (α) πρόταση συγκεκριμένης συναλλαγής διάθεσης σύμφωνα με τη στρατηγική αποεπένδυσης, (β) αποτύπωση και αξιολόγηση των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, (γ) αιτιολογημένη πρόταση της πλέον ενδεδειγμένης δομής της συναλλαγής. Η έκθεση συνοδεύεται από χρονοδιάγραμμα αναφοράς για τη διάθεση των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων. Στην έκθεση αιτιολογούνται επαρκώς οι προϋποθέσεις και ο τρόπος διάθεσης των μετοχών ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που κατέχει το Ταμείο, καθώς και οι απαραίτητες ενέργειες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την τήρηση του χρονοδιαγράμματος. Ο σύμβουλος διάθεσης παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη στο Ταμείο και μετά την υποβολή της εκθέσεώς του, καθώς και σε όλα τα στάδια υλοποίησης της συναλλαγής.
Σχετικά με τις τιμές στις οποίες αποεπενδύει το ΤΧΣ, προβλέπεται ότι η διάθεση της συμμετοχής του Ταμείου σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τρόπο που να συνάδει με τoυς σκοπούς του Ταμείου. Το γεγονός ότι η τιμή διάθεσης των μετοχών που κατέχει το Ταμείο ενδέχεται ή προβλέπεται να υπολείπεται της τρέχουσας χρηματιστηριακής ή της πιο πρόσφατης τιμής κτήσης από το Ταμείο, δεν συνιστά ικανή συνθήκη για τη μετάθεση της υιοθέτησης ή υλοποίησης της στρατηγικής διάθεσης από το Ταμείο. Η τιμή διάθεσης των μετοχών από το Ταμείο και η ελάχιστη τιμή κάλυψης των μετοχών από τους ιδιώτες επενδυτές ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, με βάση την έκθεση αποτίμησης που υποβάλλει στο Ταμείο ο σύμβουλος διάθεσης στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς του για την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στο Ταμείο σε όλα τα στάδια υλοποίησης της συναλλαγής, καθώς και μία ακόμη έκθεση αποτίμησης από ανεξάρτητο χρηματοοικονομικό σύμβουλο με κύρος και εμπειρία σε σχετικά θέματα και ειδικά στην αποτίμηση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Στην περίπτωση πώλησης πακέτων μετοχών από το Ταμείο, ο Υπουργός Οικονομικών λαμβάνει τις σχετικές εκθέσεις και αποτιμήσεις και έχει δικαίωμα αρνησικυρίας, αν η προτεινόμενη τιμή διάθεσης βρίσκεται εκτός του εύρους των αποτιμήσεων αυτών.
Σε ό,τι αφορά τα ειδικά δικαιώματα του ΤΧΣ, ο νόμος καταργεί το πλαφόν στις αμοιβές και μπόνους των διοικήσεων των τραπεζών, εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν πετύχει τη μείωση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω του 10%.