«Καθοδόν» για την επίτευξη ενός αξιοσέβαστου πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται η Ρωσία, ακόμα και αν η ΕΕ καταφέρει να ξεπεράσει τον εσωτερικό της διχασμό και επιβάλει ένα πλήρες εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο.
Αυτό εκτιμά η Oxford Economics σε έκθεση της σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις ενός νέου γύρου κυρώσεων έναντι της Ρωσίας, και συγκεκριμένα στο αργό Ουραλίων, με τις διαπραγματεύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση να έχουν επί του παρόντος «παγώσει», καθώς συναντούν αντιστάσεις από την Ουγγαρία, η οποία μαζί με Τσεχία και Σλοβακία προμηθεύονται πετρέλαιο μέσω του αγωγού Druzhba.
Την ίδια στιγμή, η Oxford Economics επισημαίνει πως ο αντίκτυπος από τους προηγούμενους γύρους κυρώσεων της ΕΕ επί της Ρωσίας δεν έχει ακόμη πλήρως υλοποιηθεί, καθώς οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου στην ΕΕ αναμένεται να μειωθούν απότομα από τις 15 Μαΐου και μετά, όταν θα εφαρμοστούν πλήρως οι κυρώσεις ενάντια στις κρατικές εταιρείες παραγωγής πετρελαίου που αποφασίστηκαν τον Μάρτιο.
Το πιθανό εμπάργκο της ΕΕ και οι εναλλακτικοί αγοραστές
Η έκθεση σημειώνει πως αν και ένα εμπάργκο από την ΕΕ θα προκαλούσε σίγουρα «πλήγμα» στην Ρωσία, καθώς η Ένωση αντιπροσωπεύει το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών πετρελαίου της, ωστόσο, σύμφωνα με υπολογισμούς, δεν θα εμπόδιζε την χώρα του Βλαντιμίρ Πούτιν να επιτύχει ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών το 2022 και το 2023.
Η ΕΕ λαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο εξαγωγών της Ρωσίας, στο 38% το 2021, με την Κίνα να είναι μόλις στο14%.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, το 2021 η Ρωσία προμήθευε 2,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα αργού στην ΕΕ, ή 47% των συνολικών εξαγωγών πετρελαίου μεγέθους 4,7 εκατ. βαρελιών την ημέρα.
Όπως αναφέρει η Oxford, το 2021, οι εξαγωγές commodities δημιούργησαν απροσδόκητα κέρδη για την Ρωσία λόγω των εξαιρετικά υψηλών τιμών και την ανάκαμψη της ζήτησης η οποία είχε υποχωρήσει λόγω της πανδημίας.
Την ίδια χρονιά, η Ρωσία κατέγραψε έσοδα από εξαγωγές αργού στην ΕΕ στα 57,4 δισ. δολάρια, μια αύξηση 58% από το 2020. Ωστόσο, ήταν ακόμα κάτω από τα 65,4 δισ. δολάρια που κέρδισε το 2019, επειδή η παραγωγή πετρελαίου της Ρωσίας παρέμεινε περιορισμένη από τον ΟΠΕΚ+.
Η Oxford τονίζει πως ο πόλεμος και οι επακόλουθες κυρώσεις έχουν ήδη προκαλέσει δραματικές αλλαγές στις ροές εξωτερικού εμπορίου, καθώς όπως δημοσίευσε στις 14 Μαΐου ο Economist οι εισαγωγές της Ρωσίας από τους οκτώ μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της υποχώρησαν 44% τον Απρίλιο σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο.
Ωστόσο, η Oxford Economics εκτιμά ότι η απαγόρευση των εισαγωγών πετρελαίου από την Ρωσία θα «συμπίεζε» τα ρωσικά δημόσια οικονομικά, αλλά δεν θα ήταν από μόνη της επαρκής για να την αποτρέψει από την εφαρμογή ενός προγράμματος ενίσχυσης των δαπανών ενάντια στην κρίση μέσα στο έτος.
Στην έκθεση επισημαίνεται πως, καθώς το πετρέλαιο μπορεί να αποσταλεί πιο εύκολα στις χώρες εκτός ΕΕ από ό,τι το φυσικό αέριο που παραδίδεται μέσω αγωγών, η Ρωσία ήδη έχει καταφέρει να εκτρέψει ορισμένες από τις εξαγωγές της στην Ασία. Έτσι, αν και οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου τον Φεβρουάριο μειώθηκαν ελαφρώς, ανέκαμψαν τον Απρίλιο, αυξανόμενες κατά 620 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα σε 8,1 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, σύμφωνα με στοιχεία του IEA.
Η Oxford Economics υπογραμμίζει πως οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου στην ΕΕ μειώθηκαν κατά 535 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα από τον Μάρτιο και η πτώση της ζήτησης για το αργό Ουραλίων οδήγησε σε σημαντική διεύρυνση της υποτίμησης του σε σχέση με το brent, με το πρώτο να διαπραγματεύεται στα 72,4 δολάρια το βαρέλι και το δεύτερο στα 106 δολάρια το βαρέλι.
Εντούτοις, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, έχει σημειωθεί ήδη αναδιάταξη της αγοράς καθώς η Ινδία, η οποία απορρόφησε μόνο το 1% των συνολικών εξαγωγών πετρελαίου της Ρωσίας στην αρχή του έτους, δεκαπλασίασε το μερίδιο της στο 10% τον Απρίλιο.
Η αύξηση της προμήθειας προς την Ινδία στα 730 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα αντισταθμίζει σχεδόν ολοκληρωτικά την μείωση εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, στα 545 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα, και προς την Βρετανία, στα 160 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα, οι οποίες στην αρχή του 2022 αντιπροσώπευαν συνολικά το 9% των ρωσικών εξαγωγών.
Η έκθεση τονίζει πως η ταχύτητα με την οποία η Ινδία «απορρόφησε» το πετρέλαιο της Ρωσίας που πλέον απορρίπτουν οι ΗΠΑ και Βρετανία, δείχνει πως η παραγωγός χώρα μπορεί να βρει αγοραστές πλην της Δύσης.
Στο ίδιο διάστημα, επισημαίνεται, πως το μερίδιο της Κίνας παρέμεινε σταθερό στο 21%, αντανακλώντας τα υλικοτεχνικά εμπόδια που αντιμετωπίζει η Ρωσία στην αύξηση των εξαγωγών της στην σύμμαχο χώρα, καθώς και την προσεκτική στάση της κινεζικής υπερδύναμης από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία.
Αν και η Oxford Economics προβλέπει πτώση 8,5% στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου φέτος, με περαιτέρω μείωση 2,7% το 2023, υπογραμμίζει την πεποίθηση πως η Ρωσία θα τα καταφέρει, μέσα από την εκ νέου εκ νέου δρομολόγηση περίπου 1 εκατ. βαρελιών την ημέρα προς την Ασία, με την Ινδία και την Κίνα να είναι οι δύο πιο πιθανοί προορισμοί.
Επιπλέον, υποθέτοντας πως θα εφαρμοστεί ο νέος γύρος κυρώσεων της ΕΕ και πως θα δοθούν εξαιρέσεις στις τρεις εκτεθειμένες χώρες, οι εξαγωγές στην ΕΕ θα μειωθούν από 2,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα σε 0,3 εκατ. βαρέλια την ημέρα, με τον ΙΕΑ να προβλέπει οι εξαγωγές θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα στο β’ εξάμηνο.
Η ρωσική οικονομία
Όπως αναφέρει η Oxford Economics, στους δύο πρώτους μήνες της σύγκρουσης η ρωσική οικονομία συνέχισε να λαμβάνει μεγάλα έσοδα από φόρους στους υδρογονάνθρακες. Τον Απρίλιο οι φορολογικές εισπράξεις για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αυξήθηκαν σχεδόν 1,8 δισ. ρούβλια από 1,2 δισ. ρούβλια τον Μάρτιο, με τον ενιαίο προϋπολογισμό, που περιλαμβάνει και τους περιφερειακούς προϋπολογισμούς, να παρουσιάζει πλεόνασμα 2,7 δισ. ρούβλια τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους, σε σύγκριση με 0,7 δισ. ρούβλια κατά την ίδια περίοδο του 2021.
Η Oxford εκτιμά πως οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι ο κύριος λόγος για τα απροσδόκητα έσοδα: Ο μέσος όρος του αργού Ουραλίων ήταν 91,4 δολάρια το βαρέλι το α’ τρίμηνο φέτος, σε σύγκριση με 59,6 δολάρια το βαρέλι το 2021. Η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη εκτινάχθηκε στα ύψη 32,6 δολάρια ανά εκατ. BTU κατά την ίδια περίοδο, σε σύγκριση με 6,5 δολάρια ανά εκατ. BTU το 2021.
Ο φετινός ομοσπονδιακός προϋπολογισμός, επί του παρόντος υπό εξέταση από την κυβέρνηση, εκτιμά πως τα έσοδα θα είναι 6,145 τρισ. ρούβλια, με την Oxford να υπενθυμίζει πως σε προηγούμενη έκθεση της στις 14 Απριλίου, εκτιμούσε ότι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 10 τρισ. ρούβλια υπολογίζοντας την αναμενόμενη πτώση στις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν «αγκάθια» από την προοπτική απαγόρευσης του ρωσικού πετρελαίου στην ΕΕ, η Oxford Economics εκτιμά ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να λαμβάνει επιπλέον περίπου 600 δισ. ρούβλια από έσοδα υδρογονανθράκων το 2022 και θα καταφέρει να συγκρατήσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα στο 2% του ΑΕΠ. Στο χειρότερο σενάριο, το έλλειμμα της Ρωσίας θα ήταν περίπου 2,5% του ΑΕΠ.
Η Oxford σημειώνει πως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ρωσίας είχε εξαιρετική απόδοση μέχρι στιγμής μέσα στη χρονιά, σημειώνοντας πλεόνασμα 58,2 δισ. δολαρίων το α’ τρίμηνο, 2,6 φορές υψηλότερο από το α’ τρίμηνο του 2021, με την εταιρεία να υπολογίζει πλεονάσματα 9,4% του ΑΕΠ φέτος και 7,8% του ΑΕΠ το 2023. Σε όρους δολαρίων, αυτά σημαίνουν 175 δισ. δολάρια φέτος και 140 δισ. δολάρια στη συνέχεια.