Η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών ξαφνικά άρχισε να «γράφεται» σε όλες τις τοποθετήσεις των Κυβερνήσεων, αλλά και των Κεντρικών Τραπεζιτών, με... κεφαλαία γράμματα.
Ήταν μία λέξη που είχε χαθεί από το λεξιλόγιό τους τα τελευταία χρόνια, σε πρώτη φάση μετά την κρίση του 2008, κυρίως όμως μετά τον Μάρτιο του 2020.
Ο λόγος τότε ήταν προφανής. Από τον Μάρτιο του 2020, τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών, τα περιβόητα QE όλων των ειδών (η ΕΚΤ είχε δύο, ένα «κανονικό», το APP και ένα «έκτακτο» το PEPP) έγιναν τα βασικά εργαλεία δανειακής (με αρνητικά επιτόκια) χρηματοδότησης των προϋπολογισμών με δεκάδες τρις δολάρια και Ευρώ.
Η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών, των οποίων το μέγιστο καταστατικό καθήκον και λόγος ύπαρξης - από την δεκαετία του 80' – είναι η σταθερότητα των τιμών, έπαψε να ισχύει προκειμένου να υποστηριχθούν τα κυβερνητικά οικονομικά προγράμματα αντιμετώπισης της απειλής οικονομικής κατάρρευσης λόγω της πανδημίας. Το εργαλείο βέβαια που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο νομισματικός πληθωρισμός, ο οποίος ήδη βέβαια είχε αρχίσει να αναδύεται σαν απειλή από τα τέλη του 2019, πριν από την πανδημία...
Τώρα, δηλαδή από τα μέσα του φθινοπώρου του 2021 και κυρίως το 2022, μετά την εγκατάλειψη της θεωρίας περί προσωρινότητας του πληθωρισμού, η λέξη «ανεξαρτησία» επανήλθε μαζί με τις πολιτικές για αύξηση των επιτοκίων σαν ανάχωμα στις πληθωριστικές πιέσεις.
Τι σημαίνει αυτή η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών και γιατί είναι τόσο σημαντική, ώστε να γίνεται «σημαία» και πάλι των Διοικήσεών τους απόλυτα σεβαστή από τις Κυβερνήσεις;
Οι ευρωπαίοι Κεντρικοί Τραπεζίτες, με προεξάρχοντες τους κ.κ. Νάγκελ (Bundesbank) και Κνοτ (Κεντρική Τράπεζα της Ολλανδίας), υπενθυμίζουν με κάθε ευκαιρία ότι βασικός τρόπος ύπαρξης της ΕΚΤ είναι η «ανεξαρτησία» της απέναντι στους πολιτικούς, προκειμένου να εξασφαλίσουν την -χαμένη- σταθερότητα των τιμών... Η λέξη «ανεξαρτησία» επανήλθε ακόμα και στο λεξιλόγιο της κας Λαγκάρντ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Μπάιντεν στην χθεσινή συνάντησή του με τον Τζερόμ Πάουελ της Fed, επανέλαβε αλλεπάλληλες φορές τον... σεβασμό του στην ανεξαρτησία της Fed. Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις ο κ. Μπάιντεν «πιστεύει δυναμικά και υποστηρίζει την ανεξαρτησία της Fed για να κάνει τα βήματα που είναι αναγκαία» για τη μείωση του πληθωρισμού. Ο κ. Μπάιντεν «σέβεται την ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας», επανέλαβε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, ενώ η ΥΠΟΙΚ κα Γέλεν που παραδέχθηκε δημόσια ότι έκανε λάθος στις εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό και δήλωσε ότι «η κυβέρνηση Μπάιντεν αναλαμβάνει δράση για να υποστηρίξει την προσπάθεια της Fed...».
Τι σημαίνει αυτή η επιστροφή της «ανεξαρτησίας» των Κεντρικών Τραπεζών;
Κατ' αρχήν είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών, δηλαδή της νομισματικής πολιτικής, που αφορά στην σταθερότητα των τιμών, δηλαδή της πραγματικής «αξίας» του εθνικού νομίσματος, έναντι της δημοσιονομικής πολιτικής, την ευθύνη της οποίας έχουν οι κυβερνήσεις, αναδείχθηκε σαν κυρίαρχη καταστατική «αρχή» των Κεντρικών Τραπεζών την δεκαετία του 80'.
Και αναδείχθηκε σαν τέτοια προκειμένου να αποκαταστήσει – κατά το δυνατόν - την πραγματική αξία του δολαρίου στις αγορές συναλλάγματος, όταν από τον Αύγουστο του 1971, το αμερικανικό νόμισμα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η μεταπολεμική ανοικοδόμηση, έχασε την σταθερή σχέση του με τον χρυσό.
Και ακολούθησε η δραματική διολίσθησή του, με την έκρηξη του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού της δεκαετίας του '70.
Η πρώτη ισχυρή απόπειρα ανάσχεσης του πληθωρισμού έγινε το 1981 από τον Πωλ Βόλκερ (Fed) με την ανάλογα εκρηκτική αύξηση των επιτοκίων που προκάλεσε δραματική ύφεση στις ΗΠΑ και διεθνώς.
Όμως ακόμα και η διψήφια αύξηση του επιτοκιακού κόστους του δολαρίου, δεν είχε επαρκή αποτελέσματα, παρά μόνο όταν επιβλήθηκε η στρατηγική της απόλυτης «ανεξαρτησίας» της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή της Fed, η οποία συνοδεύτηκε και υποστηρίχθηκε από μία δραστικά αυστηρή δημοσιονομική πολιτική (Ρηγκανόμικς, Θατσερισμός, κ.λ.π.).
Μόνο στην βάση αυτής της στρατηγικής τόσο το δολάριο όσο και τα άλλα κεντρικά νομίσματα κατάφεραν να σταθεροποιήσουν σε σημαντικό βαθμό – μετά από πολλές απόπειρες - τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, πράγμα που αποκρυσταλλώθηκε σε ενα κλίμα σχετικής εμπιστοσύνης απέναντι στο δολάριο μέσα από την Συμφωνία στο Plaza το 1985, για να ακολουθήσει η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων ειδικά την δεκαετία του '90, σε ένα πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον που κυριαρχούσε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Η «λήθη» στην οποία περιέπεσε αναγκαστικά η «ανεξαρτησία» των Κεντρικών Τραπεζών μετά την κατάρρευση του 2008 και ειδικά με την πανδημία τον Μάρτιο του 2020, οδήγησε σε ένα ακατάσχετο νομισματικό πληθωρισμό στήριξης της δημοσιονομικής πολιτικής, που... ξέφυγε πλέον από τα τέλη του 2021 ως πληθωρισμός τιμών και πήρε εκρηκτικές διαστάσεις με τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία...
Απέναντι στο πληθωριστικό αυτό... τσουνάμι, αφ' ενός της νομισματικής χαλάρωσης και αφ' εταίρου του πληθωρισμού τιμών και υπηρεσιών, οι Κεντρικές Τράπεζες επιχειρούν να δρομολογήσουν τώρα μία πορεία ανάλογης κατεύθυνσης με εκείνη του Πωλ Βόλκερ το 1981.
Αλλά σε ένα ποιοτικά πολύ διαφορετικό – χειρότερο – περιβάλλον...
Σε κάθε περίπτωση, όποια και αν είναι η «ταχύτητα» με την οποία θα επιχειρήσουν να προχωρήσουν στην κατεύθυνση αυτή και ανεξάρτητα από τις «βοήθειες» που θα γίνει πολιτικά δυνατό να πάρουν από την δημοσιονομική πολιτική, ένα είναι βέβαιο και προφανές: η μείωση της απασχόλησης και η υψηλή ανεργία, θα αναδυθεί σαν δίδυμος αδελφός του υψηλού πληθωρισμού πολύ πριν αρχίσουν οι πληθωριστικές πιέσεις να εξασθενούν.
Με συνέπειες, οικονομικές και πολιτικές που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από τις κυβερνήσεις, με τις μεθόδους διαχείρισης της πανδημίας...