Στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών βρέθηκε η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη για τα προγράμματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), με στόχο να μειώσουν τον βαθμό εξάρτησης σε εισαγωγές ενέργειας, σύμφωνα με την 59η έκδοση της εξαμηνιαίας παγκόσμιας έκθεσης της Ernst & Young, Renewable Energy Country Attractiveness Index (RECAI).
Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προς τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, αυξήθηκε σημαντικά στο διάστημα που μεσολάβησε από την προηγούμενη έκδοση της έκθεσης τον Οκτώβριο του 2021, με τη χώρα να «κερδίζει» ακόμη τρεις θέσεις στη σχετική κατάταξη, καταλαμβάνοντας την 21η θέση, ανάμεσα σε 40 άλλα κράτη – μια ιστορικά υψηλή επίδοση, για τρίτη συνεχόμενη έκδοση του δείκτη RECAI.
Αυτή η βελτίωση, σύμφωνα με την έκθεση της EY, οφείλεται στη στόχευση της Ελλάδας να διπλασιάσει την εγκατεστημένη χωρητικότητα παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας, σε περίπου 19GW, μέχρι το 2030, και στην πρόσφατη λειτουργία ενός φωτοβολταϊκού πάρκου με πάνελ διπλής όψης, ισχύος 204MW, ένα από τα μεγαλύτερα στο είδος του στην Ευρώπη.
Οι πλωτές τεχνολογίες κερδίζουν έδαφος
Η έκθεση εξετάζει, επίσης, τις ευκαιρίες που δημιουργούνται από τις πλωτές τεχνολογίες. Η υπεράκτια παραγωγή αιολικής ενέργειας εξακολουθεί να παρουσιάζει υψηλές προοπτικές για επενδύσεις, καθώς το κόστος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να μειωθεί στα $70 δολ./MWh ή και χαμηλότερα, μέχρι το 2030. Επιπλεόν των 11 πλωτών υπεράκτιων αιολικών πάρκων που βρίσκονται ήδη σε λειτουργία, περισσότερα από εκατό ακόμη – με συνδυαστική δυναμικότητα πάνω από 26.300MW – βρίσκονται είτε υπό κατασκευή, είτε έχουν εξασφαλίσει χρηματοοικονομική / ρυθμιστική έγκριση, ή βρίσκονται ακόμη στα πρώτα στάδια του σχεδιασμού.
Παράλληλα, η υπεράκτια παραγωγή ηλιακής ενέργειας συγκεντρώνει μεγαλύτερη προσοχή, καθώς το κόστος των φωτοβολταϊκών πάνελ έχει μειωθεί δραστικά, και η παγκόσμια δυναμικότητα έχει αυξηθεί περισσότερο από 100 φορές, τα τελευταία πέντε χρόνια. Μέχρι σήμερα, τα περισσότερα πλωτά φωτοβολταϊκά έργα έχουν αναπτυχθεί σε τεχνητά σώματα φρέσκου νερού, σε σχετικά ελεγχόμενο περιβάλλον, όμως υπάρχουν σχέδια για την υπεράκτια μετακίνησή τους, με στόχο την αξιοποίηση των απείρως πλουσιότερων πόρων της ανοικτής θάλασσας.
Λοιπά ενδιαφέροντα ευρήματα του δείκτη RECAI
Ενώ οι ΗΠΑ και η Κίνα παραμένουν οι δύο πιο ελκυστικές χώρες για επενδύσεις σε ΑΠΕ, σημειώθηκαν αρκετές αλλαγές στην πρώτη δεκάδα του δείκτη της EY, με το Ηνωμένο Βασίλειο να αναρριχάται δύο θέσεις (3η θέση), τη Γερμανία τρεις θέσεις (4η θέση), και τις Ισπανία (9η θέση) και Ολλανδία (10η θέση) να σκαρφαλώνουν από μια θέση. Ορισμένες από τις αγορές που πέτυχαν αξιοσημείωτη πρόοδο, σύμφωνα με αυτή την έκδοση της έκθεσης, συμπεριλαμβάνουν τη Δανία (+4 θέσεις), την Πολωνία (+3), τη Φινλανδία (+7) και την Αυστρία (+7).
Σχολιάζοντας τις επιδόσεις της Ελλάδας, ο κος Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής του Τμήματος Συμβούλων Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών της EY Ελλάδος, δήλωσε: «Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ραγδαία αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, ανέδειξαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ανάγκη επιτάχυνσης της στροφής στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το γεγονός ότι στο περιβάλλον αυτό, η Ελλάδα εξακολουθεί να βελτιώνει σημαντικά τη θέση της ως ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις στις ΑΠΕ, επιβεβαιώνει ότι κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση. Για να υλοποιηθούν, ωστόσο, οι φιλόδοξοι στόχοι που έχουμε θέσει, θα χρειαστούν και περαιτέρω παρεμβάσεις στο ρυθμιστικό και το αδειοδοτικό πλαίσιο. Δε χωρά εφησυχασμός».
Σημειώνεται πως η έκθεση διερευνά πώς οι αναδυόμενες τεχνολογίες ανανεώσιμης ενέργειας και τα πράσινα καύσιμα, έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν ουσιαστικά το μερίδιο του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα, δημιουργώντας ένα ιδανικό επενδυτικό περιβάλλον για τις ΑΠΕ. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, η αύξηση της χωρητικότητας εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), φαίνεται να έχει αναπτύξει δυναμική, όπως και η ενίσχυση της παραγωγής πράσινου αερίου, καθώς και η ανάπτυξη άλλων, εναλλακτικών καυσίμων. Η έκθεση σημειώνει ότι, παρότι η εισαγωγή αερίου από άλλες αγορές με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο, δεν είναι μια άμεση διαδικασία, εντούτοις η σημαντική δυναμική που έχει αναπτυχθεί είναι πλέον εμφανής.