«Όπως και στις αγορές κρατικών ομολόγων, έτσι και για τα εταιρικά ομόλογα, από την αρχή του έτους έως τα μέσα Ιουνίου 2022 οι εξελίξεις έχουν διαμορφωθεί από την επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Συγκεκριμένα, οι αποδόσεις των ομολόγων που έχουν εκδώσει ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ακολούθησαν ανοδική τάση ήδη από το τέλος του γ΄ τριμήνου του 2021. Η άνοδος αυτή ήταν, σε γενικές γραμμές, σε αντιστοιχία με την ανοδική πορεία των αποδόσεων των εταιρικών ομολόγων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων της ζώνης του ευρώ συγκρίσιμης αξιολόγησης».
Αυτά αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη νομισματική πολιτική 2021-2022 και στο «κομμάτι» για τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα που κυκλοφόρησε στα τέλη Ιουνίου.
«Το 2021, εν μέσω ιδιαίτερα ευνοϊκών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, είχε παρατηρηθεί μεγάλη αύξηση στην εκδοτική δραστηριότητα ομολόγων ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Ιανουαρίου έως τα μέσα Ιουνίου 2022, οι νέες εκδόσεις ελληνικών εταιρικών ομολόγων είναι σημαντικά μειωμένες σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, σε συνάφεια με την επιδείνωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος. Βέβαια, είναι σημαντικό ότι οι ελληνικές εκδότριες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν περιορισμένες ανάγκες αναχρηματοδότησης ομολόγων που λήγουν εντός του 2022», συμπληρώνει η έκθεση.
Σε σχετικές υποσημειώσεις αναφέρεται ότι την περίοδο 1.1-15.6.2022 έχουν πραγματοποιηθεί δύο νέες εκδόσεις συνολικού ύψους 200 εκατ. ευρώ στην εγχώρια αγορά, με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 2,9%. Την αντίστοιχη περίοδο του 2021 πραγματοποιήθηκαν στις διεθνείς αγορές και στην εγχώρια αγορά πέντε νέες εκδόσεις συνολικού ύψους περίπου 1,78 δισ. ευρώ, με μεσοσταθμικό τοκομερίδιο 2,8%. Επίσης, συνολικά εντός του 2022, οι λήξεις ομολόγων που έχουν εκδοθεί είτε στη διεθνή είτε στην εγχώρια αγορά ανέρχονται σε 606 εκατ. ευρώ.
Σε σχετικό διάγραμμα για τις αποδόσεις ελληνικών εταιρικών ομολόγων (μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων) από το καλοκαίρι του 2020 έως τον Ιούνιο 2022 προκύπτει ότι ο σχετικός δείκτης (που ήταν λίγο άνω του 1% αρχές 2020) ανέβηκε στο 6% εντός 2020, για να αποκλιμακωθεί προς το 1,5 μέσα στο 2021 πριν εκ νέου κινηθεί προς το 4,5 στα μέσα 2022 (ο δείκτης αφορά στη μεσοσταθμική απόδοση των εταιρικών ομολόγων που έχουν εκδώσει Eurobonds σε διεθνείς αγορές ομολόγων).
Αξίζει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ΤτΕ, η συνολική αξία των τίτλων που έχουν εκδοθεί από ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, μέσω θυγατρικών τους, σε διεθνείς αγορές από το 2013 έως σήμερα ανέρχεται σε περίπου 12,6 δισ. ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι διεθνείς αγορές έχουν καταστεί σημαντική πηγή χρηματοδότησης επενδύσεων και αναχρηματοδότησης χρέους για μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως βιομηχανικές και εξαγωγικές.
Η δε αξία των υφιστάμενων εκδόσεων, δηλαδή αν συνυπολογιστούν οι εκδόσεις, οι λήξεις και οι αποπληρωμές, ανέρχεται σε περίπου 6,7 δισ. ευρώ. Όσον αφορά την εγχώρια αγορά, από την έναρξη λειτουργίας της το 2017 μέχρι και τα μέσα Ιουνίου 2022 έχουν πραγματοποιηθεί εκδόσεις ομολόγων από ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνολικού ύψους περίπου 4,1 δισ. ευρώ, με το υφιστάμενο υπόλοιπο να ανέρχεται σε περίπου 3,4 δισ. ευρώ.
Επισημαίνεται ότι ορισμένες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δραστηριοποιηθεί ήδη στην αγορά των βιώσιμων (sustainable) χρηματοοικονομικών προϊόντων, χρηματοδοτώντας επενδυτικά σχέδια με σκοπό τη βελτίωση των περιβαλλοντικών δεικτών τους. Συγκεκριμένα, μέσω των διεθνών αγορών ομολόγων έχουν εκδοθεί τίτλοι ύψους 2,45 δισ. ευρώ, οι οποίοι συνδέονται με στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των εκδοτριών ελληνικών επιχειρήσεων, και στην εγχώρια αγορά έχουν εκδοθεί αντίστοιχοι τίτλοι ύψους 570 εκατ. ευρώ.
Όπως αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης, σύμφωνα με την ΤτΕ «οι αγορές προεξοφλούν επιτάχυνση και διεύρυνση των αυξήσεων των επιτοκίων, καθώς αναμένουν ότι όλο και περισσότερες κεντρικές τράπεζες θα αυξήσουν τα βασικά τους επιτόκια εντός του 2022. Οι αυξήσεις επιτοκίων, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση του πληθωρισμού και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, έχουν οδηγήσει σε αυξημένη αποστροφή των επενδυτών προς τον κίνδυνο. Από τις αρχές του 2022 οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς παρατηρείται σημαντική άνοδος των αποδόσεων των κρατικών και εταιρικών ομολόγων, πτώση των τιμών των μετοχών και αύξηση της μεταβλητότητας, κυρίως λόγω των ανησυχιών των επενδυτών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας».
Η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών είχε ως αποτέλεσμα «οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να αυξηθούν συγκριτικά περισσότερο από ό,τι οι αποδόσεις άλλων ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Αυτό οφείλεται στο ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι πιο ευάλωτα, καθώς η πιστοληπτική τους αξιολόγηση υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και στο μικρό βάθος της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων. Επισημαίνεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ήδη από τον Ιούνιο του 2021 στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2020-2021 είχε αναδείξει τους κινδύνους από μια ταχύτερη του αναμενομένου αύξηση του πληθωρισμού και τις ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις για τα ελληνικά ομόλογα από μια αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, λόγω της μη ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας».