Προ των πυλών βρίσκεται η γερμανική οικονομία για το πέρασμα σε μια υφεσιακή κατάσταση, όπως προειδοποιεί η Deutsche Bank, κατά το δεύτερο εξάμηνο του φετινού έτους, εξαιτίας της ανάλογης εικόνας που παρουσιάζουν οι ΗΠΑ (υψηλή συσχέτιση), αλλά και του «πολεμικού» σκηνικού που έχει διαμορφωθεί ευρύτερα στο ενεργειακό μέτωπο.
Ως εκ τούτου, οι αναλυτές του οίκου αναμένουν μια μέτρια αλλά μάλλον παρατεταμένη μείωση του γερμανικού ΑΕΠ. Έτσι, μετά από μια επέκταση της γερμανικής οικονομίας κατά 1 ¼ το 2022, η Deutsche Bank αναμένει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί κατά περίπου 1% το 2023, κυρίως επειδή οι καταναλωτές δεν θα καταφέρουν να αντισταθμίσουν την πραγματική απώλεια εισοδήματος με μια περαιτέρω δυναμική αποταμίευσης. Ωστόσο πιο δυσοίωνο δείχνει το σενάριο κατά το οποίο η στρόφιγγα της ροής του ρωσικού αερίου παραμένει κλειστή. Σε αυτή τη βάση αναμένει την ενεργοποίηση δελτίων φυσικού αερίου που θα οδηγήσουν σε πτώση του ΑΕΠ μεταξύ 5% και 6% το 2023.
Από την αντίπερα όχθη, σε αισιόδοξο μήκος κύματος κινούνται, προς ώρας, οι εκτιμήσεις του γερμανικού οίκου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, μιας και πιθανώς να αναμένεται αναθεώρηση. Συγκεκριμένα, εκτιμά πως η ανάπτυξη για φέτος θα διαμορφωθεί στο 4,4% για φέτος και στο 3,8% το 2023, έναντι 2,8% και 2,3% αντίστοιχα για την Ευρωζώνη. Επιπλέον, ο πληθωρισμός αναμένεται να κλείσει φέτος στο 7,5%, προτού υποχωρήσει στο 2% το 2023, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί στο 4% το 2022, από το 10% και το 2023 θα υποχωρήσει στο 1%. Το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών θα καταγράψει επίσης έλλειμμα της τάξεως 4% φέτος και στο 3% το επόμενο έτος.
Περιορισμένα κίνητρα για τη Ρωσία να γίνει πιο συνεργάσιμη
Ευρύτερα ο πιο άμεσος κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές οικονομίες απορρέει από τα επίπεδα φυσικού αερίου που διέρχονται από τον αγωγό Nord Stream 1, όπου υποτίθεται πως θα ανοίξει εκ νέου μετά από μια δεκαήμερη περίοδο συντήρησης. Όπως σημειώνει η Deutsche Bank, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει σαφώς τις ροές φυσικού αερίου της ως ένα οικονομικό όπλο όταν μπλόκαρε τη Φινλανδία, την Πολωνία και τη Βουλγαρία τον Μάιο, αφού ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε ήδη απειλήσει να σταματήσει τις παραδόσεις μέσω του Nord Stream 1 στις αρχές Μαρτίου. Ως εκ τούτου, υπάρχει ένας έντονος σκεπτικισμός ότι η τρέχουσα μείωση κατά 60% αποτελεί στην πραγματικότητα μόνο ένα αποτέλεσμα προβλημάτων συντήρησης και άλλων τεχνικών ζητημάτων, όπως υποστηρίζει η Ρωσία. Φαίνεται λογικό να υποθέσει κανείς ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να αναζητά τρόπους να διαταράξει την οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη ως αντίποινα για τις δυτικές κυρώσεις και την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην σημαίνει απαραίτητα μια πλήρη παύση λειτουργίας, καθώς η Ρωσία θα απαλλάσσονταν από το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης και θα μείωνε τα έσοδα από τις εξαγωγές της -επηρεάζοντας την ικανότητά της να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο.
Επιπλέον, η Ρωσία θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει μια «στρατηγική on/off», ίσως ακόμη και να ρίξει το βάρος για «τεχνικά προβλήματα» στην αντίπερα όχθη, τα οποία πιθανώς θα μεγιστοποιούσαν την πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Σε κάθε περίπτωση, η Deutsche Bank αναμένει ότι ο αντίκτυπος στη βιομηχανική παραγωγή και η οικονομική αβεβαιότητα θα ωθήσουν σχεδόν σίγουρα τη γερμανική οικονομία σε ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2022.