Μέσω ενός διευρυμένου πακέτου, το «στρατηγείο» της Φρανκφούρτης, προσπάθησε να δώσει απαντήσεις, σε μια Ευρωζώνη που αναζητά ισορροπίες σε όλα τα επίπεδα, εξαιτίας των υψηλών και επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, της συνεχώς μειούμενης αναπτυξιακής δυναμικής, των «mind games» της Ρωσίας και των κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων που δείχνουν να δοκιμάζουν εκ νέου τα όρια της Ένωσης (στάση Ουγγαρίας, πολιτικός αναβρασμός στην Ιταλία).
Σε αυτό το άκρως ομιχλώδες τοπίο, η Κριστίν Λαγκάρντ αιφνιδίασε τις αγορές, σε ένα βαθμό, προβαίνοντας σε μια αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης αλλά και την εγκαθίδρυση του νέου εργαλείου αγοράς τίτλων (Transmission Protection Instrument - TPI). Όπως αναφέρει η Barclays, η μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, η οποία ήταν αντίθεση από τις εκτιμήσεις του Ιουνίου για αύξηση κατά 25 μονάδες, βασίστηκε σε δύο νέα δεδομένα: i) την ισχυρότερη δυναμική του πληθωρισμού από τον Ιούνιο και, εν μέρει, την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου έκτοτε και ii) την ενεργοποίηση και την λειτουργική ετοιμότητα των εργαλείων για την αποφυγή του κατακερματισμού - πρώτα η επανεπένδυση των λήξεων μέσω του PEPP και το TPI - που επιτρέπουν ταχύτερη ομαλοποίηση. Το TPI επιτρέπει εκ των προτέρων απεριόριστες αγορές κρατικών τίτλων, των οποίων η αδικαιολόγητη και άτακτη δυναμική της αγοράς θα μπορούσε να αποτελεί «σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής». Η ενεργοποίηση του εργαλείου θα ήταν διακριτική και θα ευνοούσε μόνο εκείνες τις χώρες που πληρούν πολυάριθμα, αυστηρά μακροοικονομικά κριτήρια.
Οι οικονομολόγοι του βρετανικού οίκου εκτιμούν ότι η απόφαση για προκαταβολικές αυξήσεις των επιτοκίων σηματοδοτεί, αφενός, την προθυμία της ΕΚΤ να δράσει αποφασιστικά ενάντια στην άνοδο του πληθωρισμού, αλλά και τη συνειδητοποίηση ότι το παράθυρο ευκαιρίας κλείνει άμεσα. Οι ίδιοι εκτιμούν πώς η Ευρωζώνη θα μπει σε ύφεση το τέταρτο/πρώτο τρίμηνο, αλλά οι δείκτες PMI του Ιουλίου υποδεικνύουν ότι η συρρίκνωση μπορεί να έχει ήδη ξεκινήσει, με το τοπίο να ξεκαθαρίζει στις 29 Ιουλίου, όταν θα ανακοινωθεί η πορεία του πραγματικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης για το δεύτερο τρίμηνο.
Σχετικά με τις ενέργειες και τους χειρισμούς της ΕΚΤ, η Barclays επισημαίνει πως ενήργησε περισσότερο ως αντίδραση στον αυξημένο πληθωρισμό που εντοπίζεται παρά στις επιπτώσεις που ενδέχεται να έχει μια ύφεση στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Εκτιμά μάλιστα ότι η τελική γραμμή των επιτοκίων της ΕΚΤ θα φτάσει τις 75 μονάδες βάσης σε αυτόν τον κύκλο, με ακόμη μία αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης τον Σεπτέμβριο, ακολουθούμενη από νέα μικρότερη αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης τον Οκτώβριο, με τους κινδύνους να είναι αμφίδρομοι. Εάν ο πληθωρισμός και η οικονομική δραστηριότητα υπερβούν τις προσδοκίες της Barclays, η ΕΚΤ ενδέχεται να αυξήσει τα επιτόκια με επιταχυνόμενο ρυθμό. Εάν, από την άλλη πλευρά, προκύψουν κίνδυνοι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή/και η οικονομική δραστηριότητα επιβραδυνθεί ταχύτερα από ό,τι αναμένουν, η ΕΚΤ μπορεί να είναι πρόθυμη να προχωρήσει με ακόμη πιο προσεκτικό βηματισμό.
Οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις του βρετανικού οίκου για τον πληθωρισμό προϋποθέτουν την κορύφωσή του στην Ευρωζώνη στο 9,5% ετησίως τον Σεπτέμβριο. Από το τέταρτο τρίμηνο, η συγκράτηση του πληθωρισμού σε ετήσια βάση θα υποστηριχθεί από πολύ αρνητικά base effects και επίσης από μια σημαντική επιβράδυνση της καταναλωτικής ζήτησης που θα μειώσει την τιμολογιακή ισχύ των επιχειρήσεων. Μια εφάπαξ (πιθανότητα) αύξηση των μισθών μετά την πανδημία του κορονοϊου, θα πρέπει να μετριάσει κάπως την αρνητική επίδραση της κρίσης του κόστους ζωής στην ιδιωτική κατανάλωση. Ωστόσο, είναι απίθανο να εξελιχθεί σε ένα «σπιράλ μισθών - τιμών». Ως εκ τούτου, οι αναλυτές αναμένουν ότι ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση θα μειωθεί κοντά στο στόχο του 2% έως το τέλος του 2023. Αυτή η απότομη επιβράδυνση του πληθωρισμού θα αφήσει τον ετήσιο πληθωρισμό στο 8% ετησίως το 2022 και στο 3,9% ετησίως το 2023. Επιπλέον συνεχίζουν να εκτιμούν πως ο μέσος δομικός πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα κινηθεί στο 3,6% ετησίως το 2022 και στο 2,6% ετησίως το 2023.
Σε σύγκριση με την πρόβλεψη του οικονομικού προσωπικού του Ευρωσυστήματος τον Ιούνιο και την έρευνα SPF της ΕΚΤ, η Barclays αναμένει υψηλότερο πληθωρισμό στα μέσα του 2022 που θα ακολουθηθεί από ταχύτερο αποπληθωρισμό το 2023. Η θέση της για τον πληθωρισμό υποστηρίζεται από τις πιο αρνητικές προοπτικές για την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας, η οποία είναι συνεπής με την εκτίμησή της για ύφεση. Με τη σειρά τους, τόσο η πρόβλεψη του προσωπικού του Ευρωσυστήματος όσο και η διάμεση πρόβλεψη του SPF ενσωματώνουν πιο αισιόδοξες παραδοχές για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και των μισθών, οι οποίες συνάδουν με μια οικονομική επιβράδυνση και όχι με μια πλήρη ύφεση.
Η σιγή ιχθύος της Λαγκάρντ και το πολιτικό ρήγμα που βαθαίνει στην Ιταλία
Παράλληλα, τη στιγμή που η Κριστίν Λαγκάρντ κράτησε «σιγή ιχθύος» αναφορικά με την πιθανή ενεργοποίηση του εργαλείου TPI για την Ιταλία, στην οποία το πολιτικό ρήγμα βαθαίνει, η ομάδα της Barclays απαντά αποφατικά, εάν η ιταλική αγορά ομολόγων βρεθεί υπό πίεση ενώ υπάρχει πολιτική αβεβαιότητα. Ως προς το πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα, αν και είναι ακόμη νωρίς, στην πράξη, οι αρμοδιότητες της κυβέρνησης είναι περιορισμένες και χρονικά, κάτι που συνεπάγεται μια χαμηλή δυναμική και ικανότητα για την εκ των προτέρων υλοποίηση των εργασιών για τον προϋπολογισμό του 2023 ή/και για μια ταχεία πρόοδο προς τους 55 στόχους του Ταμείου Ανάκαμψης που θα πρέπει να επιτευχθούν μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Μάλιστα, η απομάκρυνση από την ιταλική πολιτική σκηνή του Μάριο Ντράγκι θα μπορούσε, για ακόμη μια φορά, να αφυπνίσει τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης προς τα τρωτά σημεία της Ιταλίας: υψηλό χρέος, χαμηλή δυνητική ανάπτυξη, και πλέον, ένα αβέβαιο πολιτικό σκηνικό. Οι επενδυτές με έκθεση στα ιταλικά περιουσιακά στοιχεία πιθανότατα θα εστιάσουν στην έκταση και τη φύση του αφηγήματος που θα ξετυλίξουν τα πολιτικά κόμματα γύρω από τα θέματα της ΕΕ αλλά και την ενεργειακή ασφάλεια, την δημοσιονομική πολιτική και το μεταναστευτικό, προκειμένου να τιμολογήσουν τον κίνδυνο.