Απότομη επιδείνωση κατέγραψε ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα για τον Ιούλιο, με τη συρρίκνωση στην παραγωγή κα στις νέες παραγγελίες του κλάδου να επιταχύνονται, σύμφωνα με τα στοιχεία της S&P Global.
Όπως αναφέρεται στη σχετική έκθεση, ο δείκτης PMI για την ελληνική μεταποίηση υποχώρησε στις 49,1 μονάδες για τον Ιούλιο έναντι 51,1 μονάδων τον Ιούνιο, κινούμενος κάτω από το όριο των 50 μονάδων (φανερώνει τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων του κλάδου) για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο του 2021.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, «η πτώση ήταν αποτέλεσμα του ταχύτερου ρυθμού μείωσης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς η ζήτηση από την πλευρά των πελατών υπέστη μεγαλύτερη πίεση λόγω των αυξήσεων στις τιμές.
Οι ασθενείς συνθήκες ζήτησης και οι χαμηλότερες απαιτήσεις παραγωγής απελευθέρωσαν μέρος του παραγωγικού δυναμικού, δεδομένου ότι οι
αδιεκπεραίωτες εργασίες σημείωσαν απότομη μείωση. Κατ’ επέκταση, το επίπεδο απασχόλησης αυξήθηκε ελάχιστα, καθώς ορισμένες επιχειρήσεις προέβησαν σε μείωση του αριθμού των εργαζομένων. Σε αντίθεση με τη δριμεία υποχώρηση των νέων παραγγελιών, οι κατασκευαστές εξέφρασαν μεγαλύτερη αισιοδοξία ως προς τις προοπτικές για την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος, χάρη στις ελπίδες για εκ νέου αύξηση της ζήτησης.
Εν τω μεταξύ, οι πληθωριστικές πιέσεις αμβλύνθηκαν. Οι τιμές εισροών και οι χρεώσεις εκροών αυξήθηκαν με τον ηπιότερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο και τον Αύγουστο του 2021, αντίστοιχα.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) κατέγραψε 49.1 μονάδες τον Ιούλιο, τιμή χαμηλότερη από τις 51.1 μονάδες του Ιουνίου. Η τελευταία τιμή του κύριου δείκτη ήταν η πρώτη που καταγράφεται κάτω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50,0 μονάδων από τον Φεβρουάριο του 2021 και υπέδειξε την ταχύτερη
επιδείνωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα από τον Δεκέμβριο του 2020.
Η υποχώρηση της παραγωγής για δεύτερο συνεχή μήνα συνέβαλε στη συνολική πτώση. Η μείωση της παραγωγής επιταχύνθηκε με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τα τέλη του 2020, καθώς οι επιχειρήσεις δήλωσαν ότι οι χαμηλότερες εισροές νέων παραγγελιών και οι δύσκολες συνθήκες ζήτησης οδήγησαν σε μειωμένες απαιτήσεις παραγωγής.
Οι νέες παραγγελίες συρρικνώθηκαν απότομα τον Ιούλιο, σε έντονη αντίθεση με την ισχυρή αύξηση που παρατηρήθηκε στις αρχές του έτους.
Ο ρυθμός συρρίκνωσης αυξήθηκε στον ταχύτερο που έχει καταγραφεί από τον Δεκέμβριο του 2020, καθώς οι επιχειρήσεις υπογράμμισαν ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις μείωσαν την αγοραστική ικανότητα των πελατών.
Παράλληλα, η ζήτηση των πελατών από το εξωτερικό σημείωσε περαιτέρω υποχώρηση. Οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα ενάμισι έτους.
Σχόλιο
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έκθεσης, η Σιάν Τζόουνς, οικονομολόγος στην S&P Global Market Intelligence, είπε:
«Η χαμηλότερη δυναμική ανάπτυξης που παρατηρείται σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα από τις αρχές του
έτους είχε, τον Ιούλιο, ως αποτέλεσμα την πρώτη συρρίκνωση των λειτουργικών συνθηκών που έχει καταγραφεί από τον
Φεβρουάριο του 2021. Ο αντίκτυπος του πληθωρισμού στις δαπάνες των πελατών εξακολούθησε να επηρεάζει αρνητικά τις νέες πωλήσεις, καθώς η απότομη μείωση των νέων παραγγελιών είχε ως αποτέλεσμα τη χαμηλότερη παραγωγή.
Παρόλα αυτά, οι πληθωριστικές πιέσεις υποχώρησαν αισθητά στις αρχές του τρίτου τριμήνου. Οι επιχειρήσεις μετακύλισαν τυχόν μειώσεις του κόστους, δεδομένου ότι οι τιμές πωλήσεων αυξήθηκαν με τον βραδύτερο ρυθμό σε διάστημα ενός έτους περίπου.
Παρότι οι κίνδυνοι που πάντα ελλοχεύουν για την ανάπτυξη παρέμειναν σημαντικοί, οι κατασκευαστές εξέφρασαν μεγαλύτερη αισιοδοξία σχετικά με τις προσδοκίες για το επόμενο έτος. Προς το παρόν προβλέπουμε αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής ύψους 1.7% για το 2022.»