Τη διαφορά που απομένει ανάμεσα στα δύο «στρατόπεδα» εντός της Ε.Ε., για το σκοπό της δημιουργίας ενός μηχανισμού επιβολής πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, αντικατοπτρίζει η πρόταση που ανακοίνωσε χθες η Κομισιόν. Έτσι, παρά το γεγονός ότι και μόνο η δημιουργία μίας συγκεκριμένης πρότασης καταδεικνύει το γεγονός ότι έχει διανυθεί κάποια απόσταση, καθώς υπήρχαν κράτη-μέλη που απέρριπταν εξαρχής την ιδέα, εξακολουθεί να μην παραμένει καθόλου βέβαιο ότι η διαφορά αυτή μπορεί να γεφυρωθεί.
«Σήμα κατατεθέν» για αυτή την απόσταση είναι το ανώτατο όριο για την ενεργοποίηση του σχετικού μηχανισμού, το οποίο οι Βρυξέλλες εισηγούνται να τεθεί στα 275 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Μία τιμή που βρίσκεται μεν ονομαστικά κάτω από το ιστορικό υψηλό του περασμένου Αυγούστου, όταν έχει φτάσει στα επίπεδα των 350 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, ωστόσο θεωρείται απίθανο να συμβεί τους επόμενους μήνες. Μάλιστα, έτσι όπως είναι διατυπωμένες οι ρήτρες «ενεργοποίησης» του πλαφόν, δεν είναι ξεκάθαρο αν ακόμη και τότε θα είχε τεθεί σε εφαρμογή.
Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον για την τρέχουσα φάση της ενεργειακής κρίσης, ο «πήχυς» αυτός θα καθιστούσε τη δημιουργία του μηχανισμού δώρον-άδωρον, προεξοφλώντας ότι δεν πρόκειται να ενεργοποιηθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν ποτέ «έκλεινε» το συμβόλαιο επόμενου μήνα στο TTF στα 275 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, τότε το χονδρεμπορικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας θα εκτοξευόταν στα ιλιγγιώδη επίπεδα των 600 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Επομένως, θα αποτελούσε «φίλτρο» για ένα ενδεχόμενο που δεν φαίνεται στον ορατό ορίζοντα και το οποίο θα σήμαινε ουσιαστικά έναν απόλυτο εκτροχιασμό των ενεργειακών αγορών.
«Συντονισμός» με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη
Σε αυτό το πλαίσιο, η τιμή των 275 ευρώ ανά Μεγαβατώρα δεν ικανοποιεί την Αθήνα, η οποία «βλέπει» το πλαφόν ως ένα από τα κυριότερα εργαλεία άμεσης εφαρμογής, που απομένουν για να αντιμετωπιστεί η κρίση. Κατά συνέπεια, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας πρόκειται να προσέλθει στην έκτακτη Σύνοδο των υπουργών Ενέργειας, την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου, με βασική θέση την αναπροσαρμογή του ορίου αυτού σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα.
Στο περίπου ένα 24ωρο που απομένει μέχρι τη Σύνοδο, η Ελλάδα θα «πυκνώσει» τις συζητήσεις της με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη τα οποία υποστηρίζουν την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ανάλογου μέτρου, με τέτοιες όμως παραμέτρους ώστε να παραμένει πιθανό να χρησιμοποιηθεί άμεσα. Στον πρώτο «κύκλο» αυτών των επαφών βρίσκονται οι τρεις χώρες, που μαζί με την Ελλάδα πρωτοστατούν στη σχετική πρωτοβουλία, δηλαδή η Ιταλία, το Βέλγιο και η Πολωνία.
Ο αμέσως επόμενος και πιο διευρυμένος «κύκλος» περιλαμβάνει τα 15 κράτη-μέλη που συνυπέγραψαν την αναγκαιότητα επιβολής πλαφόν στο αέριο. Στόχος όλων αυτών των επαφών θα είναι να διαμορφωθεί μία κοινή στάση για την επόμενη Σύνοδο, με στόχο ο «πήχυς» να διαμορφωθεί σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει στις Βρυξέλλες, ο κοινός παρανομαστής των εκτιμήσεων των εν λόγω χωρών «δείχνει» σε ένα πλαφόν στα επίπεδα των 150-180 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, δηλαδή σημαντικά χαμηλότερο από τα 275 ευρώ.
Το πλαφόν «σήμα» στις αγορές
Από την άλλη πλευρά, αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική πλευρά θεωρεί πως το θέμα δεν έχει κλείσει, καθώς η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε εξέλιξη. Μάλιστα, εκτιμά ότι αποτελεί θετικό «μήνυμα» η κατάρτιση ενός λεπτομερούς σχεδίου για τον μηχανισμό, με τον οποίο οι διαβουλεύσεις προχωρούν πλέον σε ακόμη πιο συγκεκριμένες λεπτομέρειες του μέτρου. Πάντως, προβλέπει ότι δεν πρόκειται να επέλθει συμφωνία την Πέμπτη, παραπέμποντας το θέμα σε νέα Σύνοδο.
Αν και η διαφορά στον «πήχυ» που προτείνουν οι εν λόγω χώρες είναι αρκετά μεγάλη, εντούτοις και τα 150-180 ευρώ ανά Μεγαβατώρα είναι αισθητά υψηλότερα από τις τρέχουσες τιμές του καυσίμου, οι οποίες δεν ξεπερνούν τα 125 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Ωστόσο, οι υποστηρικτές ενός χαμηλότερου ορίου επισημαίνουν ότι, με την πτώση των θερμοκρασιών τους επόμενους μήνες, δεν μπορεί να αποκλεισθεί με απόλυτη βεβαιότητα ένα άλμα των τιμών πάνω από τα 150 ευρώ.
Εξίσου όμως σημαντικό είναι ότι, όπως υποστηρίζουν, ένα χαμηλό πλαφόν θα λειτουργούσε ως «αντίβαρο» στα φαινόμενα κερδοσκοπίας που αποδεδειγμένα κατατρύχουν τις χονδρεμπορικές αγορές αερίου. Επομένως, θα έστελνε ένα «σήμα» στις αγορές ότι τιμές στα 125 ευρώ ανά Μεγαβατώρα ήδη κινούνται στα όρια των αντοχών των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Αντίθετη και η βιομηχανία
Με αυτή τη λογική μπορεί να εξηγηθεί και η άμεση αντίδραση στην ανακοίνωση των Βρυξελλών από την Eurometaux (που εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων), η οποία υπογραμμίζει πως το «ταβάνι» των 275 ευρώ «είναι υπερβολικά υψηλό και δεν μας βοηθά». Μάλιστα, η Eurometaux τονίζει πως είναι αβέβαιο αν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν ποτέ οι προτεινόμενοι όροι από την Κομισιόν για την ενεργοποίηση του μέτρου.
Σύμφωνα με αναλυτές, πίσω από την «παραπομπή» σε ένα απόλυτο εκτροχιασμό των τιμών (δηλαδή το σενάριο που θέλει να αποτρέψει η Κομισιόν), βρίσκονται η ισχυρή αντίρρηση χωρών της Ε.Ε. όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου σε πιο χαμηλά επίπεδα, το οποίο ίσως θα εγκυμονούσε πιθανές παρενέργειες στον εφοδιασμό της Ευρώπης με αέριο. Στην πράξη, το «ταβάνι» των 275 ευρώ θα μπορούσε να αφορά μόνο την επόμενη αναπλήρωσης του αποθέματος καυσίμου στις ευρωπαϊκές αποθήκες, δηλαδή πριν από τον επόμενο χειμώνα, στην περίπτωση που τότε ξεκινούσε μία ακόμη και πιο σφοδρή «σελίδα» της ενεργειακής κρίσης.