Ολοένα και πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα βρίσκεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Scope καθώς, όπως επισημαίνει, στις 2 Δεκεμβρίου, έγινε ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που έδωσε θετικό outlook στην Ελλάδα με «ΒΒ+» αξιολόγηση, υποδεικνύοντας ότι η πιθανότητα αναβάθμισης προς το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας το επόμενο προσεχές διάστημα φτάνει στο 33%.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε ένα χρόνο αφότου η Scope έγινε ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε «ΒΒ+», ήτοι ένα επίπεδο χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα. Όπως επισημαίνει o γερμανικός οίκος, η ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη προς την Ελλάδα - μια εξέλιξη που αναμένει να διαρκέσει πέραν των σημερινών κρίσεων - μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της αναβάθμισης σε «ΒΒΒ», εάν η εν λόγω θεσμική στήριξη προς την Ελλάδα διατηρηθεί μετά τις εκλογές του επόμενου έτους και μετά την κρίση της πανδημίας του κορονοϊού.
Συγκεκριμένα, ο Dennis Shen, Director του οίκου και αρμόδιος για την αξιολόγηση της Ελλάδας, υποθέτει ότι η νομισματική πολιτική και οι καινοτομίες της δημοσιονομικής πολιτικής μετά την πανδημική κρίση είναι διαθέσιμες για μια επαναφορά κατά τη διάρκεια μελλοντικών κρίσεων, εάν απαιτηθεί, σφραγίζοντας έτσι τη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων κρατών της Ευρωζώνης, όπως είναι η Ελλάδα.
Έτσι, εφόσον η Ελλάδα παραμείνει συμμορφωμένη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, η Scope θεωρεί ότι η ΕΚΤ είναι πιθανό να στηρίξει τις αγορές ελληνικών τίτλων στο μέλλον υπό δυσμενή σενάρια των αγορών - παρέχοντας ένα πολύ αναγκαίο χρηματοοικονομικό «backstop». Η έμφαση στην ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη αντικατοπτρίζει μια βασική διαφορά στην προσέγγιση της Scope για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και άλλων κρατών της Ευρωζώνης. Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θεωρείται ότι θα επιβραδυνθεί στο 1,1% το επόμενο έτος (μείωση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα από τις εκτιμήσεις του Ιουλίου), αλλά θα ανακάμψει στο 1,5%, υψηλότερο από το δυνητικό επίπεδο έως το 2024 και στο 1,4% το 2025 - 2027.
Αυτό έρχεται μετά από μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από την άνοιξη του 2020 (ανάπτυξη 8,3% το 2021 και περαιτέρω ανάπτυξη 6% εκτιμάται για το 2022), τη στιγμή που ο πληθωρισμός θεωρείται ότι θα παραμείνει υψηλότερος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα - ενισχύοντας την κρίση του κόστους ζωής - με τη Scope να αναμένει ότι θα μειωθεί από το 9,5% το 2022 στο υψηλό 5,8% το 2023.
Παράλληλα, οι προοπτικές για την Ελλάδα ενισχύονται από τη μείωση του δημόσιου χρέους. Η επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα μέχρι το επόμενο έτος φαίνεται πιθανή. Επί του παρόντος, η βασική ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της Scope προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα φθάσει το 169,3% φέτος (περίπου αμετάβλητο από το 172% στις προβλέψεις του Ιουλίου), 160% το 2023 (157%) και 147% έως το 2027 (148%), αντανακλώντας μια σημαντική μείωση από το 206,4%, το υψηλό που καταγράφηκε το 2020, και συγκλίνει με τα επίπεδα χρέους άλλων υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, οι προοπτικές αξιολόγησης της Ελλάδας για το επόμενο έτος περιορίζονται από μια σειρά παραγόντων, όπως i) το αυξημένο δημόσιο χρέος, ii) τις αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος, ακόμη και εάν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί, iii) τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, καθώς και iv) τις αβεβαιότητες γύρω από το 2023 και τις εκλογές, καθώς οποιαδήποτε μετεκλογική στροφή της οικονομικής πολιτικής θα μπορούσε να αυξήσει τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο.