Η πρόσφατη κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ και οι πιέσεις που δέχεται η Credit Suisse στην Ευρώπη « δεν εμπνέουν ανησυχία για περαιτέρω μετάδοση της κρίσης», σύμφωνα με την υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου.
Σε άρθρο της στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», το στέλεχος της ΤτΕ σημειώνει πως «τα δομικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών και των ελληνικών τραπεζών δεν εμπνέουν ανησυχία για περαιτέρω μετάδοση της κρίσης. Οι τράπεζες στην Eυρωζώνη διαθέτουν επαρκή και υψηλής ποιότητας ρευστότητα. Επιπλέον, έχουν, κατά μέσο όρο, διαφοροποιημένες πηγές εσόδων, υψηλό ποσοστό καταθέσεων εντός των ορίων εγγύησης και περιορισμένη έκθεση των χαρτοφυλακίων ομολόγων τους στους κινδύνους που συνδέονται με την αύξηση των επιτοκίων, καθώς εφαρμόζουν πρακτικές αντιστάθμισης κινδύνου (hedging)».
Ακόμα, υποστηρίζει πως «οι , οι εποπτικές αρχές οφείλουν να αξιοποιούν την εμπειρία τους από τις πρόσφατες διαταραχές, ενεργοποιώντας κάθε πρόσφορο εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους, με σκοπό τη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Αναλυτικά, το άρθρο της κ. Παπακωνσταντίνου:
Τα πρόσφατα επεισόδια με τη Silicon Valley Bank (SVB) και την Credit Suisse ανέσυραν μνήμες του 2008. Τα προβλήματα, που παρουσιάστηκαν στις τράπεζες οδήγησαν σε επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος και στην αναζήτηση ασφαλέστερων τοποθετήσεων. Οι εποπτικές αρχές αντέδρασαν γρήγορα και αποφασιστικά στην περίπτωση, τόσο της SVB όσο και της Credit Suisse, υιοθετώντας μέτρα για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τον περιορισμό της διαταραχής.
Τα δομικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών και των ελληνικών τραπεζών δεν εμπνέουν ανησυχία για περαιτέρω μετάδοση της κρίσης. Οι τράπεζες στην ευρωζώνη διαθέτουν επαρκή και υψηλής ποιότητας ρευστότητα. Επιπλέον, έχουν, κατά μέσο όρο, διαφοροποιημένες πηγές εσόδων, υψηλό ποσοστό καταθέσεων εντός των ορίων εγγύησης και περιορισμένη έκθεση των χαρτοφυλακίων ομολόγων τους στους κινδύνους που συνδέονται με την αύξηση των επιτοκίων, καθώς εφαρμόζουν πρακτικές αντιστάθμισης κινδύνου (hedging).
Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, αναλήφθηκαν σημαντικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του ευρωπαϊκού εποπτικού πλαισίου, οι οποίες συνέβαλαν στην αύξηση της ανθεκτικότητας των τραπεζών. Ως αποτέλεσμα αυτών των πρωτοβουλιών, οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές διαθέτουν πλέον τα κατάλληλα εργαλεία για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων τόσο σε μεμονωμένες τράπεζες, όσο και ευρύτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η ενιαία και συντονισμένη προσέγγιση των εποπτικών θεμάτων μας επιτρέπει να παρακολουθούμε τις εξελίξεις σήμερα με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από ό,τι το 2008, χωρίς αυτό να σημαίνει εφησυχασμό. Οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση για την πρόληψη δυνητικών κινδύνων, που απορρέουν από τη δυσμενή οικονομική συγκυρία.
Ορισμένα πρώτα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από τα πρόσφατα επεισόδια συνοψίζονται στα εξής:
- Πρώτον, κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να πυροδοτήσουν συστημικούς κινδύνους μέσω μιας γενικευμένης μείωσης της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Προκειμένου να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να δράσουν άμεσα και αποφασιστικά.
- Δεύτερον, στο τρέχον δυσμενές οικονομικό περιβάλλον οι φορείς εποπτείας πρέπει να είναι σε εγρήγορση για τον έγκαιρο εντοπισμό αδυναμιών στα πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, τη διαχείριση κινδύνων και τη ρευστότητά τους.
- Τρίτον, είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει ένα αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, ώστε να είναι εφικτή η εξυγίανση ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος χωρίς να δημιουργούνται ευρύτεροι κλυδωνισμοί.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι εποπτικές αρχές οφείλουν να αξιοποιούν την εμπειρία τους από τις πρόσφατες διαταραχές, ενεργοποιώντας κάθε πρόσφορο εργαλείο που έχουν στη διάθεσή τους, με σκοπό τη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.