Μια πολύ πιο θετική εικόνα για το δημοσιονομικό κλείσιμο του 2022 η οποία είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει έναν χρόνο πριν από αυτόν που είχε προβλεφθεί την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα περιγράφει το γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Αναφέρεται αναλυτικά και στις θετικές επιδόσεις στο αναπτυξιακό και άλλα πεδία, καθώς και σε μια σειρά από προκλήσεις που παραμένουν με κυριότερη αυτή του ελλείμματος του εξωτερικού σε ισοζυγίου αλλά και τον παράγοντα του πληθωρισμού της ποιότητας των δημοσίων έργων και των θεσμών.
Για το «κλείσιμο» του 2022 στην τριμηνιαία έκθεση που παρουσίασε ο Συντονιστής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης γίνεται σαφές ότι «η δημοσιονομική εικόνα του 2022 είναι σημαντικά καλύτερη από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού» ο οποίος είχε στόχο για πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ (με τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ να κάνουν λόγο για έλλειμμα στο φάσμα του 1% του ΑΕΠ).
Πλέον, όπως εξηγούν πηγές του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή η εικόνα είναι ακόμη πιο βελτιωμένη, με καλύτερες επιδόσεις όχι μόνο στο πεδίο των φορολογικών εσόδων αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών και των νομικών προσώπων (σ.σ. με σημαντική όμως την ώθηση στα έσοδα και από τον πληθωρισμό...). Σημείο κλειδί για το αν θα υπάρχει πλεόνασμα είναι αν θα μετρήσουν τεχνικά στο 2022 και οι 2 δόσεις που αποφασίστηκαν για την Ελλάδα το προηγούμενο έτος από τον ESM αξίας περίπου 1,5 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση που η δόση που αποφασίστηκε τον Δεκέμβριο (και ήρθε πριν από λίγες μέρες) μετρηθεί εθνικολογιστικά στο 2023, τότε είναι πιθανό στα τελικά στοιχεία που θα ανακοινωθούν τον Απρίλιο από την Eurostat να καταγραφεί οριακό έλλειμμα, το οποίο σε κάθε περίπτωση θα είναι πιο χαμηλό από τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού.
Οι ίδιες πηγές κάνουν σαφές ότι μετά από αυτή την πολύ καλύτερη επίδοση του 2022 γίνεται πολύ πιο εύκολη προσπάθεια να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος για πλεόνασμα στον προϋπολογισμό του 2023. Διευκολύνεται λοιπόν η δημοσιονομική πολιτική η οποία πρέπει να ασκηθεί φέτος.
Αναλυτικά για το θέμα αναφέρεται πως «η εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι πως το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2022 θα κλείσει πιθανότατα σε θετικό έδαφος, με τη μεθοδολογία ESA, δηλαδή αφού συμπεριληφθούν και τα έσοδα από ANFAs και SMPs (που δεν συμπεριλαμβάνονταν στη μεθοδολογία προγράμματος και ενισχυμένης εποπτείας). Η θετική δημοσιονομική επίδοση οφείλεται εν μέρει στον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης αλλά κυρίως στον υψηλό πληθωρισμό και την ισχυρή επίδρασή του στα δημόσια έσοδα. Για τον ίδιο λόγο αναμένεται να καταγραφεί και σημαντική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, καθώς η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβαίνει την αύξηση του ονομαστικού χρέους». Ειδικά για το χρέος επισημαίνεται από πηγές του Γραφείου ότι ο βασικός λόγος απομείωσής στο ως αναλογία του ΑΕΠ είναι ακριβώς ο υψηλός πληθωρισμός. Ο Οποίος οδηγεί και σε άνοδο κυρίως των φορολογικών εσόδων.
Τα ατού και οι κίνδυνοι
Το γραφείο Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή καταγράφει και τα άλλα «ατού» της ελληνικής οικονομίας, με επίκεντρο την υψηλότερη ανάπτυξη, Ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2022 ήταν 5,9% υπερβαίνοντας τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης (3,5%) ενώ, σε σχέση με το 2019, το ΑΕΠ είναι αυξημένο κατά 4,5% (έναντι 2,3% στην Ευρωζώνη).
Σημαντική βελτίωση παρουσιάζει και η αγορά εργασίας καθώς τον Ιανουάριο του 2023 η απασχόληση κατέγραψε ετήσια αύξηση 2,9% και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 10,8% (από 13,7% τον Ιανουάριο του 2022).
Υπάρχουν όμως και τα «καμπανάκια». Σε 4 πεδία σύμφωνα με το Γραφείο:
**Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσιάζει σοβαρή επιδείνωση το 2022 με έλλειμμα 20,1 δισ. ευρώ (έναντι 12,3 δισ. το 2021 και μόλις 2,7 δισ. το 2019). Πηγές του γραφείου εξηγούν ότι αυτή η επιδείνωση έχει ειδική σημασία διότι έρχεται σε αντίθεση με το πλεόνασμα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και το κρίσιμο στοιχείο είναι να μην έχει διάρκεια. Προέρχεται από την εκτόξευση των εισαγωγών, τη στιγμή που η πορεία των εξαγωγών είναι στάσιμη.
**Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός, παρά την αποκλιμάκωσή του από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους, παραμένει υψηλός, στο 6,5%, αν και χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8,5%). Παρά τις θετικές δημοσιονομικές του επιδράσεις, ο πληθωρισμός συρρικνώνει το πραγματικό εισόδημα μεγάλου μέρους των νοικοκυριών, ειδικά των πιο ευάλωτων, με αποτέλεσμα την αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και των κοινωνικών εντάσεων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις τιμές των τροφίμων που παρά τη σχετική αποκλιμάκωση του γενικού δείκτη πληθωρισμού, εμφανίζουν υψηλό ρυθμό αύξησης. Επιπλέον, η πίεση στα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις εντείνεται από την αύξηση των επιτοκίων που επιβαρύνει την εξυπηρέτηση των χρεών τους.
**Παρότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, εντούτοις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αρνητικές παρενέργειές της κατά την λήψη των αποφάσεων για ενδεχόμενη περαιτέρω αυστηροποίησή της. Παράλληλα, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να ιδωθεί συνδυαστικά με την αναμενόμενη αναθεώρηση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τις τελευταίες προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2023 θα είναι το τελευταίο έτος εφαρμογής της ρήτρας διαφυγής και το 2024 θα είναι μεταβατικό μέχρι την οριστικοποίηση του νέου πλαισίου. Στους επόμενους μήνες αναμένεται να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την τελική μορφή του οριστικού πλαισίου που θα τεθεί σε ισχύ από το 2025 και στις προβλέψεις του οποίου θα πρέπει να προσαρμοστεί η δημοσιονομική πολιτική της χώρας μας. Συνεπώς, στο προσεχές διάστημα η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική θα έχουν περιοριστική κατεύθυνση, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει στην υποχώρηση του πληθωρισμού αλλά, ταυτόχρονα, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό καθοριστική αναμένεται να είναι η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας. Επιπλέον, θετική αναμένεται να είναι και η επίδραση από την αύξηση του κατώτατου μισθού στην κατανάλωση, χωρίς αρνητικά αποτελέσματα σε όρους απασχόλησης.
**Οι όποιες οικονομικές εξελίξεις επισκιάζονται από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Πέρα από τις γενικότερες παθογένειες του κρατικού μηχανισμού, το δυστύχημα ανέδειξε με τραγικό τρόπο τη σημασία των δημόσιων υποδομών και ειδικότερα την ποιοτική τους διάσταση. Η συζήτηση για τις δημόσιες επενδύσεις και υποδομές, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων χρηματοδοτείται από Ευρωπαϊκούς πόρους, δεν θα πρέπει να εξαντλείται στο ύψος των ταμειακών εισπράξεων και τα ποσοστά απορρόφησης αλλά να εξετάζει και το πραγματικό όφελος των δημόσιων έργων, τις επιπτώσεις τους στις συνθήκες ζωής των πολιτών και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων και, το κυριότερο, τον βαθμό αποτελεσματικής και υπεύθυνης διαχείρισής τους από τους αρμόδιους φορείς. Με δεδομένο ότι το επόμενο διάστημα θα προχωρήσει η υλοποίηση έργων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, αυτές οι διαστάσεις θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Διαφορετικά, οι θετικές επιπτώσεις θα περιορίζονται στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μέσω της αύξησης των δημόσιων δαπανών και της απασχόλησης, χωρίς να συνεισφέρουν στις μακροχρόνιες αναπτυξιακές προοπτικές.
** Επανέρχεται το γραφείο και με το ζήτημα της ποιότητας των θεσμών ως μηχανισμού αντιστάθμισης του πολιτικού κινδύνου (political risk) και της οικονομικής αβεβαιότητας. «Πρόσφατα, υπήρξαν διεθνείς αξιολογήσεις για τη λειτουργία των θεσμών στη χώρας μας. Από τη μία πλευρά, η επιτροπή LIBE του Ευρωκοινοβουλίου, το State Department και το διεθνές παρατηρητήριο V-Dem προέβησαν σε αρνητικές διαπιστώσεις, ενώ το Economist Intelligence Unit σε θετική αξιολόγηση. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι η επένδυση στη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών πρέπει να αποτελεί απαρέγκλιτη στόχευση, καθώς έτσι διαμορφώνονται οι συνθήκες για μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και δικαιότερη κατανομή των ωφελειών της. Επιπρόσθετα, η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, σε συνδυασμό με την ανάγκη για συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, αποτελούν τις βασικές εγγυήσεις απέναντι στις περίπλοκες προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει η χώρα μας στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο που η αβεβαιότητα λόγω των επικείμενων εκλογών συμπέσει με μια συνεχιζόμενη διεθνή χρηματοπιστωτική αστάθεια».
Αναλυτικά τα δημοσιονομικά στοιχεία Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου 2022
Σύμφωνα με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου του 2022 καταγράφει πρωτογενές έλλειμμα 1,429 δισ. ευρώ που ισοδυναμεί με βελτίωση 9,752 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021. Σημειώνεται ότι, για να διευκολυνθεί η σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ο πίνακας ακολουθεί τη μεθοδολογία ενισχυμένης εποπτείας.
Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό πρωτογενές έλλειμμα 6,652 δισ. ευρώ, βελτιωμένο κατά 3,675 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται αυξημένα τα φορολογικά έσοδα κατά 7,091 δισ. ευρώ, και μειωμένα τα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα κατά 309 εκατ. ευρώ και τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά 988 εκατ. ευρώ. Επισημαίνεται ότι, στα φορολογικά έσοδα, τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος εμφανίζονται αυξημένα κατά 2,315 δισ. ευρώ, τα έσοδα από τον ΦΠΑ κατά 3,991 δισ. ευρώ και τα έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΦΚ) κατά 325 εκατ. ευρώ. Επισημαίνεται επίσης ότι, στα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα του Κράτους συμπεριλαμβάνεται η είσπραξη της πρώτης δόσης, ποσού 1,718 δισ. ευρώ, από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) (ενώ οι αντιστοιχούσες δαπάνες ανέρχονται σε 2,843 δισ. ευρώ).
Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 1,529 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ και Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κατά 2,024 δισ. ευρώ, και των δαπανών για τόκους κατά 165 εκατ. ευρώ, ενώ οι Πρωτογενείς δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού μειώθηκαν κατά 661 εκατ. ευρώ.
Στους υπόλοιπους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης, τα Νομικά Πρόσωπα εμφανίζουν αυξημένα έσοδα κατά 9,467 δισ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 8,442 δισ. ευρώ, καταλήγοντας σε ένα ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα 3,455 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 970 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021. Στο σύνολο των Νομικών Προσώπων, τα έσοδα από μεταβιβάσεις (κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό) είναι αυξημένα κατά 4,501 δισ. ευρώ και τα έσοδα από φόρους κατά 3,937 δισ. ευρώ ενώ οι δαπάνες τους για επιδοτήσεις είναι αυξημένες κατά 5,784 δισ. ευρώ και για μεταβιβάσεις κατά 1,813 δισ. ευρώ. Η αύξηση των εσόδων και των δαπανών των Νομικών Προσώπων οφείλεται κυρίως στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης.
Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) καταγράφουν αυξημένα έσοδα κατά 613 εκατ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 631 εκατ. ευρώ, με συνέπεια πρωτογενές έλλειμμα 268 εκατ. ευρώ, μειωμένο κατά 30 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021. Η αύξηση των εσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εσόδων από μεταβιβάσεις κατά 293 εκατ. ευρώ (κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό) και από φόρους κατά 299 εκατ. ευρώ. Η αύξηση των δαπανών των ΟΤΑ οφείλεται κυρίως σε αυξημένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών κατά 351 εκατ. ευρώ.
Οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) καταγράφουν αυξημένα έσοδα κατά 2,783 δισ. ευρώ και αυξημένες δαπάνες κατά 1,058 δισ. ευρώ, με συνέπεια την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στα 2,765 δισ. ευρώ, βελτιωμένο κατά 1,726 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021. Η αύξηση των εσόδων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης οφείλεται κυρίως στην αύξηση των μεταβιβάσεων κατά 1,113 δισ. ευρώ (κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό) καθώς και στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1,586 δισ. ευρώ Η αύξηση των δαπανών των ΟΚΑ οφείλεται κυρίως σε αύξηση των δαπανών για κοινωνικές παροχές κατά 597 εκατ. ευρώ.
Τέλος, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 515 εκατ. ευρώ το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου του 2022 έναντι μείωσης κατά 11 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2021 είχε αρνητική επίπτωση στο πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το δωδεκάμηνο του 2022.
Εκτέλεση Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου, σε εκατ. ευρώ