Η προεκλογική καμπάνια και ο «διάλογος» της εκλογικής αναμέτρησης έχει αρχίσει να παίρνει «φωτιά». Μια ψύχραιμη ματιά θα μπορούσε, όμως, να εντοπίσει εύκολα την απουσία δύο κρίσιμων αλλαγών στο περιβάλλον που θα υποχρεωθεί να δουλέψει η νέα κυβέρνηση, ό,τι χρώμα και αν έχει τελικά αυτή, όποτε και αν προκύψει, είτε με την πρώτη, είτε και με δεύτερη αναμέτρηση.
Οι κρίσιμες αυτές αλλαγές, έχουν να κάνουν με δύο μέτωπα στα οποία ο προεκλογικός διάλογος, ελάχιστα έως και καθόλου μπορεί να επηρεάσει, ενώ αντίθετα, αυτά θα καθορίσουν τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η νέα κυβέρνηση, όποια και αν είναι αυτή:
- Οι αγορές έχουν αρχίσει να αλλάζουν την στάση τους, φέρνοντας στο κέντρο της προσοχής και πάλι το θέμα του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους, καθώς η ΕΚΤ αναμφίβολα εμφανίζεται διατεθειμένη να συνεχίσει να σφίγγει τον «κλοιό» του κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας σε συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης. Δύο «επεισόδια» στην... γειτονιά της ελληνικής οικονομίας, στην Νότια Ευρώπη είναι ενδεικτικά αυτής της ανατροπής στο οικονομικό περιβάλλον.
Μέσα στον Απρίλιο αρχικά η Goldman Sachs η μεγαλύτερη διεθνής επενδυτική τράπεζα, με κριτήριο της κατάσταση που επικρατεί στο δημόσιο χρέος «συνέστησε» στους επενδυτές να αποσυρθούν από το βασικό ιταλικό κρατικό asset, το δεκαετές κρατικό ομόλογο και να κατευθυνθούν αντίστοιχα στο ισπανικό κρατικό ομόλογο ίδιας διάρκειας.
Μία εβδομάδα αργότερα ο οίκος αξιολόγησης Moody's και πάλι με βασικό κριτήριο την κατάσταση του δημόσιου χρέους , ανήμερα της ιταλικής εθνικής εορτής της 25ης Απριλίου, ανακοίνωσε ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου η Ιταλία είναι η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα της οποίας το χρέος (145% ΑΕΠ) κινδυνεύει με υποβάθμιση σε κατηγορία junk bonds, ήτοι, να κατέβει στην κατηγορία που προς το παρόν βρίσκεται μόνο το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Ανάλογες «συστάσεις» έχουν αρχίσει να δρομολογούνται από διάφορα διεθνή επενδυτικά Funds προς τους επενδυτές με προφανή συνέπεια οι αποδόσεις και τα spreads των ιταλικών ομολόγων να κινηθούν πάνω από τα αντίστοιχα ελληνικά που είναι ακόμα σε non investment grade κατηγορία.
Είναι προφανές ότι οι αλλαγές στο διεθνές επενδυτικό περιβάλλον αλλάζουν τις ροές των επενδυτικών κεφαλαίων αυξάνοντας τις αποκλίσεις στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, εις βάρος των πλέον υπερχρεωμένων οικονομιών της με επικεφαλής της λίστας την Ελλάδα (171% ΑΕΠ) και την Ιταλία να ακολουθεί (145% ΑΕΠ).
- Εχθές Τετάρτη η Κομισιόν οριοθέτησε την εκκίνηση της διαδικασίας για την τελική αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας το οποίο από το τέλος του 2023, θα επανέλθει σε ισχύ, καθώς μέχρι σήμερα και μέχρι το τέλος του 2023, έχει ανασταλεί η εφαρμογή του και η πειθαρχία στους δημοσιονομικούς του κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμα επιτευχθεί συμφωνία για τις οριστικές αλλαγές στους κανόνες που θα εφαρμοστούν με την «επιστροφή» του σε ισχύ, το απολύτως σαφές και ανελαστικό είναι ότι θα ισχύει και πάλι ένα σύστημα δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα είναι αυστηρότερο για τις υπερχρεωμένες οικονομίες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, με υποχρεώσεις για μείωση ελλειμμάτων και χρέους. Αυτό το περιβάλλον δημοσιονομικής πειθαρχίας είχε ανασταλεί με την πανδημία και η κάθε κυβέρνηση μπορούσε να κινηθεί σχετικά ελεύθερα με βάση τις δικές της αποφάσεις.
Οι μέχρι στιγμής «διαφωνίες» για την αναμόρφωση του Συμφώνου που θα τεθεί σε ισχύ από την 1/1/2024, αφορούν στο πόσο αυστηρότερο θα είναι το νέο σύστημα από το προηγούμενο και κυρίως το πόσο μεγάλη και αυστηρή θα είναι η δέσμευση μείωσης του χρέους. Οι πιέσεις είναι τόσο ισχυρές ώστε ενώ αρχικά ήταν δεδομένο ότι θα βρίσκεται στην ατζέντα της συνόδου του άτυπου Συμβουλίου των ΥΠΟΙΚ την Παρασκευή και το Σάββατο που διοργανώνει η Σουηδική Προεδρία, «μεταφέρθηκε» στις συζητήσεις μεταξύ των Υπουργών είτε στο γεύμα που συνοδεύει τις εργασίες της, είτε σε άτυπες διμερείς συναντήσεις.
Όπως αναφέρεται σχετικά στα ρεπορτάζ στον διεθνή τύπο «είναι πολύ λίγος χρόνος για να “χωνέψουμε” τις προτάσεις», αλλά είναι δεδομένο ότι οι προτάσεις της Κομισιόν θα «συζητηθούν στο περιθώριο της συνάντησης» και «θα υπάρξουν υπουργοί που θα κάνουν σχόλια στα ΜΜΕ», αλλά σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται μια πραγματική οργανωμένη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των υπουργών Οικονομίας των 27 χωρών μελών.
Τα δύο αυτά «μέτωπα» συνθέτουν το νέο τοπίο μέσα στο οποίο θα κληθεί να προωθήσει η νέα κυβέρνηση την δημοσιονομική πολιτική της και αναμφίβολα συγκροτούν ένα πολύ πιο δύσκολο και ανελαστικό περιβάλλον τόσο από την πλευρά των αγορών όσο και από την πλευρά του Συμφώνου Σταθερότητας σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος και την μείωσή του.