Πόσο έχει «δυσκολέψει» η πρόσβαση στην χρηματοδότηση; Τόσο πολύ που να συγκρίνεται πλέον με την εποχή που ο Βόλκερ στις αρχές της δεκαετίας του '80 έστειλε την διεθνή οικονομία σε γενικευμένη ύφεση προσπαθώντας να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό.
Το ακόλουθο διάγραμμα της Gavekal Research, δημοσιευμένο από το Bloomberg, καταγράφει το σημείο που βρίσκεται ο δείκτης True Financial Conditions Index και ο οποίος είναι επικαιροποιημένος με τα τρέχοντα δεδομένα.
Πρόκειται για τον δείκτη που λαμβάνει συνθετικά υπ’ όψη του, τους όρους που το χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέχει δάνεια, αποτυπώνει την ικανότητα χρηματοδοτικής πρόσβασης στην στέγαση (τιμές real estate), την απόδοση των επιχειρηματικών κεφαλαίων σε σύγκριση με το σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου (περιθώριο Wicksellian), κ.α. Πρόκειται για τον πλέον αντιπροσωπευτικό δείκτη προσβασιμότητας της οικονομίας στην χρηματοδότηση. Αυτός ο δείκτης σήμερα έχει σχεδόν αγγίξει το σημείο που ήταν το 1980 - 81 μετά την «επίθεση» Βόλκερ με τα διψήφια επιτόκια.
Αν ο περιορισμός προσβασιμότητας της οικονομίας στην χρηματοδότηση, βρίσκεται σε ένα τέτοιο επίπεδο, με τις συνακόλουθες συνέπειες, είναι προφανές ότι η διακριτική «στροφή» στην ρητορική τόσο της Fed όσο και της ΕΚΤ, με την παράλληλη κίνηση περιορισμένης στο 0,25% αύξησης των επιτοκίων, λέει περισσότερα από όσα η κα Λαγκάρντ και ο κ. Πάουελ μπορούσαν να πουν χθες και σήμερα.
Οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης, αντίθετα από την τρέχουσα εικόνα τους, ετοιμάζονται να σηκώσουν... χειρόφρενο.
Και αυτό αρχίζει να συμβαίνει πριν ο πληθωρισμός επιστρέψει στο επίπεδο του 2%.
Η σχεδόν βίαιη αύξηση των επιτοκίων με παράλληλη συρρίκνωση των ισολογισμών της Fed και της EKT, τους τελευταίους 10 μήνες προσιδιάζει -τηρουμένων των αναλογιών- στην «βιαιότητα» της παρέμβασης Βόλκερ απέναντι στο πληθωριστικό τσουνάμι της δεκαετίας του '70.
Η αλλαγή ρητορικής
Τόσο ο κ. Πάουελ χθες όσο και η κα Λαγκάρντ σήμερα, με διαφορετική ευχέρεια εκφραστικής διατύπωσης, αλλά και γνώσης, ο καθένας, σημάδεψαν με τις ανακοινώσεις της αύξησης κατά 0,25% των επιτοκίων ένα σημείο στροφής στην νομισματική πολιτική, αντιστρόφως ανάλογο εκείνου των ανακοινώσεων του Δεκέμβρη του 2021.
Αναμφίβολα οι «περιπέτειες» της τραπεζικής κρίσης στο αμερικάνικο, αλλά και στο ευρωπαϊκό, τραπεζικό σύστημα, που δείχνουν να συνεχίζονται, αποτελούν ένα σύμπτωμα των βαθύτερων μεταβολών που συμβαίνουν στην σιωπηρή κίνηση μεγάλων όγκων κεφαλαίων που αναζητούν πλέον μεγαλύτερη ασφάλεια και αποδόσεις.
Οι κινήσεις αυτές τροφοδοτούνται από τις μεταβολές που προκαλεί η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών στο κόστος του χρήματος και την αποδοτικότητα των κεφαλαίων.
Και στο... διάβα τους αυτοί οι τεράστιοι όγκοι κεφαλαίων απλώς διαλύουν ότι δεν μπορεί να τους εξυπηρετήσει.
Αυτή η «δυναμική» δεν μπορεί να αγνοηθεί πλέον από τους κεντρικούς τραπεζίτες και αυτό «αποτυπώθηκε» στην άτυπα συντονισμένη απόφαση Fed και ΕΚΤ για αυξήσεις μόλις 0,25% (παρά τον υψηλό ακόμα υποκείμενο πληθωρισμό) και επιβράδυνση (έως και διακοπή) της μέχρι σήμερα τάσης της νομισματικής τους πολιτικής.
Από τώρα και στο εξής το μεγάλο στοίχημα για τις αγορές απέναντι στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών είναι το πόσο θα κρατήσει η περίοδος μη μεταβολής των επιτοκίων και κυρίως το πόσο γρηγορότερα ή αργότερα θα αρχίσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων.