Η σωστή «ανάγνωση» του πληθωρισμού είναι απολύτως αναγκαία προϋπόθεση για τον σχεδιασμό της οικονομίας της επόμενης ημέρας. Και αναμφίβολα «έλειψε» από τον διάλογο των πολιτικών αρχηγών, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες μεμονωμένες ουσιαστικές, αλλά δευτερεύουσες, αναφορές.
Με τα στοιχεία του πληθωρισμού του Απριλίου να έχουν γίνει γνωστά 9 ολόκληρες ώρες νωρίτερα, κάποιες ουσιαστικές και προφανείς διαπιστώσεις θα μπορούσαν να έχουν γίνει.
Προφανώς, η εντυπωσιακή πτώση του ονομαστικού πληθωρισμού για τον Απρίλιο στο 3% από το 4,6% του Μαρτίου, είναι μια εξαιρετική αφορμή για να «διαβάσει» κανείς την πραγματική κατάσταση για το βασικότερο πρόβλημα της κοινωνίας, την ακρίβεια.
Παρατήρηση πρώτη: Η πτώση του ονομαστικού ΔΤΚ στο 3%, σημαίνει ότι οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται και τον Απρίλιο, αλλά στο μικρότερο ποσοστό από τον Σεπτέμβριο του 2021. Να θυμίσουμε εδώ ότι το φθινόπωρο του 2021 ήταν η πρώτη φάση ισχυρής ανοδικής τάσης των τιμών από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα μέχρι τότε.
Παρατήρηση δεύτερη: Ο εναρμονισμένος ΔΤΚ τον Απρίλιο αυξήθηκε κατά 4,5%, έναντι του Απριλίου του 2022, ο οποίος όμως είχε ήδη αυξηθεί κατά 9,1% έναντι του Απρίλη του 2021. Με άλλα λόγια, η αύξηση του Απρίλη του 2023 προστίθεται στην ήδη αυξημένη τιμή κατά 9,1% του προηγούμενου Απρίλη.
Παρατήρηση τρίτη: Η «χαμηλή» αύξηση του ονομαστικού ΔΤΚ ή του εναρμονισμένου ΔΤΚ, «κρύβει» την πολύ ισχυρή διψήφια συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών βασικών ειδών και ειδικά των τροφίμων (11,4%) επιπρόσθετα τις ήδη που μεγάλες διψήφιες αυξήσεις τιμών των προηγούμενων μηνών. Υψηλές και οι μεταβολές των τιμών στις υπηρεσίες Υγείας (6,5%) και τα λεγόμενα Διαρκή Αγαθά – Είδη Νοικοκυριού, για να μη μιλάμε για είδη που σχετίζονται με διακοπές κ.λ.π. (8,5%). Στο ερώτημα πώς γίνεται με τόσο υψηλές αυξήσεις σε βασικά είδη και υπηρεσίες να εμφανίζεται ο ονομαστικός πληθωρισμός στο 3%, η απάντηση βρίσκεται αφενός στην πτώση των τιμών στην ενέργεια και αφετέρου στο πώς «σταθμίζονται» λογιστικά τα διάφορα βασικά και μη είδη στον τρόπο υπολογισμού του από την ΕΛΣΤΑΤ...
Συμπέρασμα πρώτο: Ο ονομαστικός και ο εναρμονισμένος ΔΤΚ συνεχίζει να αυξάνεται, με χαμηλότερους ρυθμούς, αλλά συνεχίζει να αυξάνεται και μάλιστα σημαντικά, πάνω από τις ήδη αυξημένες τιμές του προηγούμενου δωδεκαμήνου. Αν δεν είχε αρχίσει να μειώνεται ο ρυθμός αύξησής του, θα μιλάγαμε για καταστάσεις τύπου... Τουρκίας ή Αργεντινής.
Συμπέρασμα δεύτερο: Ο «αντιληπτός» πληθωρισμός τιμών, δηλαδή αυτός που επηρεάζει το καθημερινό επίπεδο διαβίωσης δεν έχει καμία... σχέση με τον «ονομαστικό» ΔΤΚ που διαμορφώνουν οι στατιστικές υπηρεσίες σε Ελλάδα και ΕΕ.
Συμπέρασμα τρίτο: Ο πληθωρισμός δεν είναι πλέον ένα «παροδικό» φαινόμενο, δεν είναι μία «παρένθεση» υψηλών τιμών σε ενα μακροπρόθεσμο πλαίσιο χαμηλών τιμών.
Αντίθετα, έχει εγκατασταθεί σε βασικά είδη και υπηρεσίες διαβίωσης και όχι πλέον στις τιμές της ενέργειας. Αυτή η «αλλαγή» είναι και η πλέον σημαντική, καθώς για τον ορατό ορίζοντα, που οι κεντρικές Τράπεζες «βλέπουν» για τα επόμενα τουλάχιστον 2-4 χρόνια, ολόκληρη η οικονομία είναι δέσμια των υψηλότερων τιμών προϊόντων και υπηρεσιών.
Και αυτό, καθορίζει τα όρια τόσο της νομισματικής όσο και της δημοσιονομικής πολιτικής.
Καθορίζει, με λίγα λόγια, τα όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί η πολιτική της επόμενης κυβέρνησης, είτε θετικά, είτε αρνητικά.
Καμία πτώση του ονομαστικού πληθωρισμού δεν μπορεί να «κρύψει» την ανθεκτικότητα του δομικού πληθωρισμού που παραμένει στην Ευρωζώνη συνολικά και στις επιμέρους οικονομίες μαζί και στην Ελλάδα, εξαιρετικά... ανθεκτικός.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Δυσκολεύει» το τραπεζικό τοπίο και στην Ευρωζώνη
Αναμφίβολα, ορισμένοι από τους «παροδικούς» παράγοντες που οδήγησαν τις τιμές το 2022 έχουν χαλαρώσει: τα φαινόμενα συμφόρησης στις αλυσίδες προσφοράς έχουν βελτιωθεί, οι τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου είναι πολύ χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2022, όπως και οι τιμές σε άλλους τομείς.
Το νέο περιβάλλον, όμως, που έχει εγκατασταθεί, έχει «τιμές» σε βασικά είδη και υπηρεσίες ήδη σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα προοπτική μείωσής τους.
Με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο στόχος του 2% καθίσταται «πολιτικά» δύσκολος αφού η επίσπευση του «αποπληθωρισμού» θα απαιτούσε μια ισχυρή και παρατεταμένη οικονομική ύφεση, που κανείς δεν θέλει, και κανείς δεν ξέρει αν μπορεί να την αντέξει το χρηματοπιστωτικό και παραγωγικό σύστημα.
Πολύ περισσότερο, που μια τέτοια «κίνηση» θα πρέπει να υλοποιηθεί μέσα σε ένα περιβάλλον που βρίσκει τους καταναλωτές αντιμέτωπους με τιμές που ήδη έχουν αυξηθεί σχεδόν στο 20% μέσα στην διετία αυτή, ιδιαίτερα για βασικά αγαθά και υπηρεσίες και έχουν... εξαερώσει τυχόν αποθέματα αποταμίευσης.