Αντίστροφη μέτρηση κάτω των δύο μηνών “τρέχει” για την επόμενη σύνοδο του ΝΑΤΟ, στο Βίλνιους της Λιθουανίας (11-12 Ιουλίου 2023) και στη Γερμανία έχουν αναζωπυρωθεί οι συζητήσεις σε σχέση με την (αργή) αύξηση των αμυντικών δαπανών του Βερολίνου -αλλά και των άλλων ιδίως δυτικο - ευρωπαϊκών πρωτευουσών - μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Και αυτό γιατί απέχουν πολύ από το στόχο του 2% του ΑΕΠ τους και κυβερνήσεις όπως αυτή του Βερολίνου φαίνεται πως δεν μπορούν, για την ώρα, να ισορροπήσουν μεταξύ αυτού του στόχου και άλλων αναγκών τους για δαπάνες (πχ κοινωνικές, επενδυτικές) προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη.
Σύμφωνα με έρευνα του γερμανικού think tank, Ifo, παρά την επίθεση της Μόσχας στην Ουκρανία, πολλά κράτη του ΝΑΤΟ αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες μόνο με ρυθμό σαλιγκαριού.
Ακόμη και το 2023, τα περισσότερα από αυτά απέχουν ακόμη πολύ από τον στόχο να δαπανούν το 2% της οικονομικής τους παραγωγής για την άμυνα. Μόνο 11 από τα 30 κράτη βρίσκονται πάνω από αυτό το όριο.
"Στην Ευρώπη, ο στόχος του 2% επιτυγχάνεται σχεδόν αποκλειστικά στα ανατολικά εξωτερικά σύνορα του ΝΑΤΟ. Η Δύση αυξάνει τις αμυντικές της δαπάνες μόνο προσεκτικά", λέει ο ερευνητής του Ifo, Μαρσέλ Σλέπερ. Η Γερμανία θα αυξήσει τις δαπάνες της κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες στο 1,6% της οικονομικής παραγωγής σε σχέση με το 2021, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών από το ειδικό κονδύλι του ομοσπονδιακού στρατού (Bundeswehr). Αυτό προκύπτει από τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου Ifo.
Αυτό τοποθετεί τη Γερμανία στην 17η θέση ανάμεσα σε 30 χώρες του ΝΑΤΟ, συν την υποψήφια χώρα Σουηδία. "Το γερμανικό χάσμα από την οικονομική απόδοση του 2% ανέρχεται σε 17 δισεκατομμύρια ευρώ σε απόλυτους αριθμούς φέτος. Αυτό είναι το μεγαλύτερο έλλειμμα από όλες τις χώρες", λέει ο ερευνητής του Ifo, Φλόριαν Ντορν. Χωρίς τις ΗΠΑ, οι χώρες του ΝΑΤΟ θα δαπανήσουν κατά μέσο όρο 1,8% της οικονομικής τους απόδοσης το 2023. Με τις ΗΠΑ, είναι 2,6%. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε συνολικές δαπάνες ύψους 1,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Το υψηλότερο άλμα στις αμυντικές δαπάνες της σε σχέση με την οικονομική παραγωγή το 2023 (σ.σ. αμυντικές δαπάνες σαν ποσοστό του ΑΕΠ) επιτυγχάνει η γειτονική της Ουκρανίας, Πολωνία. Η χώρα έχει σχεδόν διπλασιάσει το μερίδιό της σε σύγκριση με το 2021, από 2,2% σε 4,3%. Αυτό είναι περίπου 17 δισεκατομμύρια ευρώ πάνω από τον στόχο του 2% της οικονομικής παραγωγής.
Στη δεύτερη θέση όσον αφορά τις δαπάνες βρίσκονται οι ΗΠΑ με 3,3%. Ακολουθούν η Ελλάδα (3,1%) και οι βαλτικές χώρες Εσθονία με 2,9% και Λιθουανία με 2,6%. Το νέο μέλος Φινλανδία δαπανά 2,4%. Οι πυρηνικές δυνάμεις Μεγάλη Βρετανία (2,2%, μείον 0,1) και Γαλλία (1,9%, αμετάβλητο) βρίσκονται κοντά στο στόχο.
Πιο αναλυτικά, στα συμπεράσματα της έρευνας του Ifo περιλαμβάνονται τα εξής:
Η έρευνα του Ifo παρέχει τα πρώτα αποτελέσματα σχετικά με την εξέλιξη των αμυντικών δαπανών κατά το πρώτο οικονομικό έτος μετά την έναρξη του πολέμου:
1. Δυο στις τρεις χώρες -μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούν κάτω από το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα
Με βάση τους τρέχοντες εθνικούς προϋπολογισμούς, το 2023 μόνο 11 από τα 30 μέλη του ΝΑΤΟ θα δαπανούν τουλάχιστον το 2% της οικονομικής τους παραγωγής για την άμυνα.
Οι χώρες στις ανατολικο - ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα του ΝΑΤΟ έχουν αυξήσει τις αμυντικές τους δαπάνες σε σχέση με την οικονομική τους παραγωγή περισσότερο από το 2014 και ιδίως από το 2021. Σημειώνεται πως καταβάλλονται λιγότερες προσπάθειες για την επίτευξη των συμφωνηθέντων από χώρες του ΝΑΤΟ με μεγαλύτερη γεωγραφική απόσταση από τη Ρωσία.
Αν και σύμφωνα με τα τρέχοντα σχέδια σχεδόν τα 2/3 των των κρατών - μελών δεν θα πετύχουν τον στόχο του 2% το 2023, οι αμυντικές δαπάνες του ΝΑΤΟ ανέρχονται σε περίπου 1,2 τρισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή σε περισσότερα από 2% της συνολικής οικονομικής παραγωγής των μελών του. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες αντιπροσωπεύουν περισσότερα από τα 2/3 των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ στο σύνολό του.
Oι ΗΠΑ υπερβαίνουν τις δαπάνες του στόχου του 2% κατά περίπου 330 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα κράτη μέλη έχουν συνδυασμένη διαφορά δαπανών άνω των 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το υψηλότερο κενό δαπανών σε απόλυτους όρους εντοπίζεται στη Γερμανία, τον Καναδά, την Ισπανία και την Ιταλία. Λόγω του μεγέθους των οικονομιών τους, ακόμη και οι μικρές μικρές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες σε σχέση με την οικονομική παραγωγή έχουν σημαντικό αντίκτυπο έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις οικονομικές δυνατότητες χρηματοδότησης της αμυντικής ικανότητας των στο σύνολό της.
2. Πως μπορούν να αυξήσουν τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ τις αμυντικές δαπάνες τους: Η γερμανική και πολωνική περίπτωση
Λόγω της διαφορετικής κατανομής των βαρών στη Συµµαχία σε συνδυασµό µε µια νέα κατάσταση απειλών ο στόχος του 2% θα τεθεί εκ νέου στην ημερήσια διάταξη της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους τον Ιούλιο του 2023.
Εκεί θα τεθεί επί τάπητος η απαίτηση να επενδύεται τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ στην άμυνα. Προκειμένου να καλυφθούν γρήγορα τα κενά στις δαπάνες, θα πρέπει να γίνουν σημαντικές περικοπές στους εθνικούς προϋπολογισμούς των εν λόγω χωρών. Το κενό θα μπορούσε να καλυφθεί με παρεμβάσεις (σ.σ. περικοπές) σε άλλους τομείς του εθνικού προϋπολογισμού. Εναλλακτικά, τα κράτη θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έσοδα μέσω αύξησης της φορολογίας ή να βάλουν τις μελλοντικές γενιές να πληρώσουν τις σημερινές αμυντικές δαπάνες μέσω δημιουργίας νέου χρέους.
Το παράδειγμα της Γερμανίας καταδεικνύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη με πολύ χαμηλές αμυντικές δαπάνες όσον αφορά τις πιθανές αυξήσεις. Το 2022, η Γερμανία ψήφισε το πακέτο των 100 δισ. ευρώ, μέσω της δημιουργίας ενός ταμείου (σ.σ. χρηματοδοτούμενο με δημιουργία χρέους) προκειμένου να διαθέτει πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους για την Bundeswehr χωρίς σημαντικές περικοπές στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Σε αντίθεση με το πολωνικό ταμείο, το οποίο συστάθηκε περίπου στα ίδια εποχή, από το γερμανικό ειδικό ταμείο δεν εισέρρευσαν κεφάλαια κατά τον πρώτο χρόνο. Το 2023, η Γερμανία σχεδιάζει να αντλήσει 8,4 δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που θα μειώσει το κενό δαπανών μόνο κατά 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε σύγκριση με το 2021, την ίδια στιγμή που τα κονδύλια του βασικού προϋπολογισμού δεν προσαρμόστηκαν στον πληθωρισμό. Ο ίδιος ο αμυντικός προϋπολογισμός μειώθηκε στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο μέχρι το 2026.
Η Γερμανία θα μπορούσε να πετύχει τον στόχο του 2% για μερικά χρόνια αντλώντας εκτενώς από το χρηματοδοτούμενο από το χρέος ταμείο. Μετά από κάτι τέτοιο, 100 δισεκατομμύρια ευρώ θα είχαν εξαντληθεί και το κενό θα παρέμενε, εκτός εάν οι αμυντικές δαπάνες στον βασικό προϋπολογισμό στον βασικό προϋπολογισμό δεν αυξηθούν αναλόγως και στο εξής αυξάνονται σύμφωνα με την ονομαστική οικονομική ανάπτυξη.
Εάν είναι πολιτικός στόχος της Γερμανίας να δαπανά το 2% για την άμυνα, ο χρόνος που θα κερδηθεί από το χρηματοδοτούμενο από το χρέος ειδικό ταμείο θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί δημοσιονομικό περιθώριο στον βασικό προϋπολογισμό, υπό την έννοια μιας μόνιμης λύσης.
Οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, όπως η Πολωνία, δείχνουν ότι έχουν πετύχει να αντλήσουν βραχυπρόθεσμα νέα κεφάλαια για την ασφάλεια και να τα κατοχυρώσουν νομοθετικά σε αυτό το υψηλότερο επίπεδο. Η Πολωνία όχι μόνο έχει ταμείο, αλλά ταυτόχρονα δεσμεύτηκε να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στον βασικό προϋπολογισμό της στο 3% σε μόνιμη βάση.
3. Τα πολιτικά διλήμματα για τις κυβερνήσεις -ιδίως της δυτικής Ευρώπης- μπροστά στην υποχρέωση αύξησης των αμυντικών δαπανών
Μπορεί να υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να μην προβεί μία κυβέρνηση σε άμεσες περικοπές σε άλλους τομείς υπέρ της άμυνας και να αναλάβει χρέος αντ' αυτού, σημειώνεται από το Ifo. Με αυτόν τον τρόπο, η αμυντική ικανότητα μπορεί βελτιωθεί, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η κοινωνική ειρήνη στη δημοκρατία, η οικονομική σταθερότητα και άλλες επείγουσες επενδύσεις στο μέλλον.
Εάν οι χώρες με προηγούμενο έλλειμμα (σε σχέση με το στόχο του 2%) ενισχύσουν τη δική τους αμυντική ικανότητα, μειώσουν τη μονομερή πολιτική ασφάλειας της Ευρώπης σε θέματα ασφάλειας από τις Ηνωμένες Πολιτείες και διατηρηθεί ο στόχος του 2% μεταξύ των εταίρων, τότε δεν θα γλιτώσουν τη συζήτηση για τη δημιουργία κονδυλίων στους αντίστοιχους βασικούς προϋπολογισμούς τους.
Εάν θέλουν τον στόχο των βιώσιμων δημόσιων οικονομικών, αυτό μπορεί να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα μόνο μέσω νέων εσόδων ή περικοπές ή χαμηλότερη αύξηση των δαπανών σε άλλους τομείς πολιτικής, επιμένει το Ifo.
Από την ίδια πλευρά, υπενθυμίζεται πως - ως δεδομένο για τη συζήτηση των αποτελεσμάτων- έχει ληφθεί ο στόχος του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες του 2% αμυντικών δαπανών.
Κρίσιμο, όμως, για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας είναι επίσης το πόσο αποτελεσματικά και σε ποιες ποιους τομείς επενδύονται οι πόροι.
Ταυτόχρονα, από πλευράς Ifo τονίζεται πως η ανάγκη για μεγαλύτερες αμυντικές προσπάθειες θα πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα όχι μόνο των περιορισμένων πόρων, αλλά και άλλων παραπέρα προκλήσεων όπως ο διαρθρωτικός και ψηφιακός μετασχηματισμός, οι εκκρεμείς επενδύσεις στις υποδομές, η ενεργειακή στροφή, αλλά και οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής και της δημογραφικής αλλαγής
Είναι σαφές -υπό αυτές τις συνθήκες- ότι τα οικονομικά περιθώρια για την πολιτική γίνονται όλο και μικρότερα.