Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν (Ifo) ότι η Γερμανία το 2023 θα γνωρίσει σαφή συρρίκνωση της οικονομίας της. Και μαζί της η Ευρωζώνη.
Σ' αυτό το οικονομικό περιβάλλον, οι διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ, για τα επόμενα βήματα στην νομισματική της πολιτική, φαίνεται πως δεν αφορούν πλέον τις επόμενες κινήσεις αύξησης των επιτοκίων. Στο επίπεδο αυτό και παρά τις επιφυλάξεις των «νοτίων», ειδικά της Ιταλίας, η επόμενη κίνηση της ΕΚΤ θα αφορά αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25% τον Ιούλιο και πολύ, μα πολύ πιθανό, νέα αύξηση 0,25% τον Σεπτέμβριο.
Εκτός και αν το καλοκαίρι καταρρεύσουν οι τιμές, ή οι... αγορές. Προς το παρόν, τίποτα από τα δύο δεν προβλέπεται, αν και για το δεύτερο κάποιοι αναλυτές δεν θα έπαιρναν και... όρκο. Με αυτά τα δεδομένα, η βαθύτερη «συζήτηση», δηλαδή η απόκλιση απόψεων, μεταξύ των στελεχών της ΕΚΤ έχει αρχίσει να μετατοπίζεται από το ύψος στο οποίο θα πρέπει να σταματήσουν οι αυξήσεις στο πόσο... καιρό θα πρέπει τα επιτόκια να μείνουν στο τελικό τους ύψος, το οποίο φαίνεται να κινείται σε ένα εύρος τιμών μεταξύ 4,00% - 4,25%.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Το νέο δίλημμα για τα NPLs: Ηρακλής II ή III, ή κάτι... άλλο;
Ήδη, ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης κ. Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, στο πλαίσιο πρόσφατης τοποθέτησής του, έκφρασε την άποψη ότι από τούδε και στο εξής η αποτελεσματικότητα των αυξήσεων των επιτοκίων στον πληθωρισμό θα είναι μειωμένη και η συρρίκνωση των πληθωριστικών πιέσεων θα εξαρτηθεί από την διάρκεια στην οποία τα επιτόκια θα παραμένουν ψηλά. Για πόσο καιρό; Οι εκτιμήσεις αναφέρονται πλέον στα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας...
Ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης του οποίου η θητεία λήγει πριν από το τέλος αυτής της περιόδου, με ένα εθνικό δημόσιο χρέος που πρόσφατα ξεπέρασε τα 2,8 τρισ. ευρώ και η αναχρηματοδότησή του με ομόλογα δεκαετίας κοστίζει κοστίζει 30 bp πάνω από τα αντίστοιχα ελληνικά, συνιστά μεγαλύτερη προσοχή στην νομισματική πίεση. Και επιμένει ότι η ΕΚΤ πρέπει να μείνει στο χαμηλότερο επίπεδο των αυξήσεων. Αντίθετα, η Φρανκφούρτη και ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης κ. Νάγκελ, παρά τα προβλήματα της γερμανικής οικονομίας – η οποία έχει ανάγκη από ένα «ακριβότερο» ευρώ - θέλει μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων για όσο καιρό χρειαστεί.
Αλλαγή προοπτικής
Αυτή η μετατόπιση, όμως, της προσοχής από το ύψος των επιτοκίων, στην διάρκεια που αυτά θα μείνουν ψηλά, θέτει ένα ζήτημα δημοσιονομικής αντοχής για το σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης. Και αυτό γιατί με εξαίρεση – εν μέρη - την Ελλάδα λόγω της αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, όλες σχεδόν οι χώρες μέλη θα πρέπει για την μακρά αυτή διάρκεια να... λογαριαστούν με το υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους τους.
Και μάλιστα, όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού. Αυτή είναι μια πολύ διαφορετική προοπτική από αυτή στην οποία ήταν προσανατολισμένες οι οικονομίες της Ευρωζώνης. Αν για τρία ακόμα χρόνια, χρειάζεται να υπολογίζουν σε αυξημένες δημοσιονομικές, αλλά και ιδιωτικές δαπάνες, μόνο για την αναχρηματοδότηση του χρέους, πέρα από την αποπληρωμή του, γίνεται φανερό οτι η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας αποκτά μεγάλη σημασία.
Ακόμα περισσότερο αυτή η αλλαγή προοπτικής για τα επόμενα τρία – τουλάχιστον – χρόνια αποκτά κρίσιμη σημασία και για το τραπεζικό σύστημα, τόσο το επίσημο, όσο και το σκιώδες με το οποίο «συνδέεται» με άμεσο τρόπο. Το παράδειγμα των περιπετειών της Credit Suisse και των προσωρινών (;) «τριγμών» της Deutshe Bank είναι ακόμα «καυτό» στο τραπεζικό τοπίο και ηχεί στ' αυτά σαν προειδοποίηση... Εξού και οι «επισημάνσεις» κινδύνου για τα αποτελέσματα των τραπεζικών stress test (Ιούλιος) για τα οποία μίλησε πρόσφατα ο κ. Ενρία. Αυτή η «μετατόπιση» του επίκεντρου της διαφωνίας στο εσωτερικό της ΕΚΤ αξίζει περισσότερης... προσοχής. Γιατί το ερώτημα πλέον θα είναι: ποιος μπορεί να αντέξει με τόσο υψηλό κόστος χρήματος για... τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Ειδικά στον ιδιωτικό τομέα...