O πληθωρισμός της «απληστίας», το λεγόμενο «greedflation», έχει μπει για τα καλά στη δημόσια συζήτηση, καθώς ειδικές αναφορές έχουν γίνει τόσο από την ΕΚΤ και την Κομισιόν ειδικά για την Ελλάδα. Το θέμα σχολίασαν αρμόδιες πηγές μετά από τη χθεσινή συνάντηση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας με τον διοικητή της ΤτΕ, ενώ λίγη ώρα αργότερα ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση αναφέρθηκε στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, καθώς είναι ένας σημαντικός παράγοντας που τρέφει τον πληθωρισμό. Η πρώτη αντίδραση ήρθε από τον συνομιλητή του κ. Στουρνάρα, τον επιχειρηματία και αντιπρόεδρο του ΣΕΒ, Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ο οποίος δεν άφησε πολλά περιθώρια για... εθελοντική μείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων.
«Ας είμαστε ειλικρινείς. Καμία επιχείρηση δεν μπορεί να το κάνει», δήλωσε το βράδυ της Τρίτης ο κ. Θεοδωρόπουλος κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για την παρουσίαση του βιβλίου του δημοσιογράφου και πρώην βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Μπάμπη Παπαδημητρίου. «Ειδικά οι εισηγμένες επιχειρήσεις και οι πολυεθνικές δεν μπορούν να μειώσουν τα κέρδη τους. Έχουν την ανάσα των χρηματαγορών στην πλάτη τους», πρόσθεσε ο ίδιος συμπληρώνοντας ότι όσο και να πιέζουν οι πολιτικοί υπάρχουν οι κανόνες της αγοράς. «Να είμαστε ειλικρινείς, να μην το παίζουμε ότι μπορούμε να βάλουμε πλάτη, στις μεγάλες εταιρείες αυτό είναι αδύνατο. Μπορούμε να βάλουμε πλάτη λίγες μικρές επιχειρήσεις που μπορεί να αποφασίσει ο ιδιοκτήτης να μειώσει τα κέρδη», είπε ακόμη ο επιχειρηματίας.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πάντως πως ο πληθωρισμός θα αποκλιμακωθεί το 2023 και το 2024 και αναμένεται να πλησιάσει τον στόχο της ΕΚΤ για 2% το 2025. Σημείωσε ωστόσο ότι πρέπει να συνεχιστεί η επαγρύπνηση για τον δομικό πληθωρισμό και να παρακολουθούνται οι πληθωριστικές πιέσεις που μπορεί να δημιουργούνται από το σπιράλ τιμών – μισθών. Μιλώντας για τα επιτόκια, ο κ. Στουρνάρας είπε ότι «έχουμε φτάσει κοντά στο τέλος» της αύξησης των επιτοκίων και σημείωσε πως το πολύ να γίνουν μία ή δύο ακόμη μικρές αυξήσεις. Πρόσθεσε ωστόσο πως «τα επιτόκια θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα για όσο διάστημα» χρειαστεί προκειμένου ο πληθωρισμός να επανέλθει στον στόχο.
Πηγές από το οικονομικό επιτελείο αλλά και από την ΤτΕ ανέφεραν στο περιθώριο της χθεσινής συνάντησης Χατζηδάκη – Στουρνάρα πως το ζήτημα αυτό δεν επιλύεται με κινήσεις διοικητικού χαρακτήρα αλλά με την ένταση του ανταγωνισμού αλλά και με συντονισμένες κινήσεις ελέγχου από τα συναρμόδια υπουργεία. «Δεν γίνεται με διοικητικά μέτρα να λύσουμε το θέμα του πληθωρισμού κερδών», ανέφεραν σχετικά σημειώνοντας πως το πρόβλημα αυτό υπάρχει σε όλη την ΕΕ και όλο τον κόσμο. «Το δείχνουν οι μελέτες ότι είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Πρώτα αυξήθηκαν οι τιμές και μετά το ποσοστό κέρδους και μετά οι μισθοί… Πρέπει να υπάρχει για τις τιμές, συνδρομή της δημοσιονομικής πολιτικής και στο πλαίσιο αυτό να τονιστεί το πρόβλημα. Δεν πρέπει να υπάρξει σπιράλ μισθών και τιμών που θα εκτινάξει τον πληθωρισμό».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές «απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ακρίβειας. Οι μεταρρυθμίσεις διευρύνουν την παραγωγική βάση και διευκολύνουν προς την μετάβαση σε μια οικονομία με αγαθά και υπηρεσίες διεθνούς εμπορίου που ωθούν τον ανταγωνισμό».
Το φαινόμενο του «πληθωρισμού απληστίας»
Τι είναι όμως το «greedflation»; Πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ έδειξε πως ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 40% στις τιμές εισαγωγών (και της ενέργειας) και κατά μόλις 25% στις αυξήσεις μισθών. Το υπόλοιπο 45% οφείλεται στην αύξηση των επιχειρηματικών κερδών. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το πρόσφατο πόρισμα της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία, που αναφέρει πως τα κέρδη των εγχώριων επιχειρήσεων θα είναι μια από τις δύο βασικές πηγές των ανατιμήσεων τα επόμενα χρόνια, με την άλλη πηγή να είναι τα αυξημένα κόστη των εισαγωγών μη ενεργειακών προϊόντων.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, εν αντιθέσει με τις επικρατούσες ανησυχίες για τις επιδράσεις των μισθολογικών αυξήσεων στον πληθωρισμό και τον φόβο ενός σπιράλ, τώρα φαίνεται πως αυτό που «αμφισβητεί» περισσότερο την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής είναι τα υψηλά περιθώρια των επιχειρηματικών κερδών, με το Γραφείο να επισημαίνει πως χωρίς μείωση τους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.