Στη σταδιακή επαναφορά προς το δεσμευτικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων το 2024, εστιάζουν οι αναλυτές της Moody's, μετά και την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων στη βάση της νομοθετικής πρότασης που έχει διατυπώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που στοχεύει στην εξισορρόπηση της ανάγκης για κοινές πολιτικές έναντι του ότι τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν ριζικά διαφορετικούς δημοσιονομικούς κινδύνους.
Οι τρέχοντες κανόνες του Μάαστριχτ για το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, που δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, και το χρέος, που αντίστοιχα θα πρέπει να παραμένει χαμηλότερα του 60% του ΑΕΠ, δεν αλλάζουν, αλλά έχουν γίνει οι εξής προτάσεις:
- Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαπραγματευτούν το καθένα ξεχωριστά την μακροχρόνια - πολυετή πορεία τους έναντι των προαναφερθέντων όρων, την οποία θα πρέπει στη συνέχεια να εγκρίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι περισσότεροι σχεδιασμοί θα καλύπτουν έναν ορίζοντα τετραετίας, αλλά θα μπορούσε να υπάρχει χρονική επέκταση στα επτά έτη εφόσον οι χώρες αναλάβουν να υλοποιήσουν ένα μεταρρυθμιστικό πλάνο που θα ενισχύει την ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αύξηση των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις.
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κατηγοριοποιήσει τις χώρες με «σημαντικές προκλήσεις για το χρέος», χρησιμοποιώντας την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους - «Debt Sustainability Monitor» ως βασικό στοιχείο αξιολόγησης για την εκκίνηση μιας διαδικασίας περί υπερβολικών ελλειμμάτων (EDP - Excessive Deficit Procedure).
- Τα ελλείμματα θα πρέπει να μειώνονται κατά τουλάχιστον 0,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ ετησίως όταν υπερβαίνουν το όριο του 3%. Επιπλέον, όταν μια χώρα υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα πρέπει να είναι μικρότερος στο τέλος του τετραετούς πλάνου από ό,τι ήταν στην αρχή.
- Θα εισαχθεί ένας βασικός επιχειρησιακός στόχος που θα καλύπτει την αύξηση των καθαρών εθνικών δαπανών (εξαιρουμένων των κυκλικών δαπανών, όπως τα επιδόματα ανεργίας, τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων και τις πληρωμές τόκων) βάσει της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.
Σύμφωνα λοιπόν με την ευρωπαϊκή πρόταση, η διαδικασία περί υπερβολικών ελλειμμάτων θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί με διάφορους τρόπους:
- Εάν υπάρξει παραβίαση του κανόνα του ελλείμματος του 3% του ΑΕΠ, όπου από μόνη της μπορεί να μην επιφέρει την ενεργοποίηση του «EDP». Ωστόσο, όταν το έλλειμμα ενός κράτους μέλους είναι υψηλότερο από το όριο του 3%, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προτείνει μια περίοδο προσαρμογής τεσσάρων έως επτά ετών.
- Από την άλλη, η διαδικασία θα ενεργοποιηθεί αυτόματα εάν το χρέος μιας χώρας υπερβεί το 60% του ΑΕΠ και παρεκκλίνει από τη συμφωνημένη πολυετή πορεία των δαπανών. Επειδή ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί, οι αναλυτές της Moody's δεν μπορούν να εκφράσουν εκ των προτέρων για ποιες χώρες είναι πολύ πιθανό να ενεργοποιηθεί το πλαίσιο του «EDP».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις για τα ελλείμματα που περιγράφονται στα Προγράμματα Σταθερότητας των κρατών μελών, 11 χώρες της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωπες με τη διαδικασία για τα υπερβολικά ελλείμματα και την υπέρβαση του ορίου του 3%. Η Αυστρία θα μπορούσε να αποδειχθεί μια οριακή περίπτωση, αλλά εάν ισχύουν οι τρέχουσες προβλέψεις, έξι κράτη μέλη θα εξακολουθούν να βρίσκονται στη διαδικασία περί υπερβολικών ελλειμμάτων έως το 2024 και είναι: το Βέλγιο, η Εσθονία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Μάλτα και η Σλοβακία.
Σύμφωνα με τη Moody's, το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ιταλία κινδυνεύουν περισσότερο από κυρώσεις. Το DSM της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2022 επισημαίνει ότι και οι τρεις χώρες αντιμετωπίζουν υψηλούς μεσοπρόθεσμους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους τους μεσοπρόθεσμα, κάτι που θα αποτελέσει βασικό στοιχείο για τη διαδικασία των υπερβολικών ελλειμμάτων. Τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους εκτιμάται επίσης πως θα παραμείνουν υψηλότερα από το 3% του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2024, ενώ της Γαλλίας δεν υποχωρούν χαμηλότερα του 3% για ολόκληρη την περίοδο και τη βάση εκτιμήσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει πως «η επίτευξη μια πολιτικής συμφωνίας σχετικά με τους αναθεωρημένους κανόνες αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη, καθώς κυριαρχεί ένα διχαστικό κλίμα ιδιαίτερα γύρω από το ερώτημα του εάν θα υπάρξουν κοινοί ποσοτικοί στόχοι μείωσης του χρέους για όλα τα κράτη μέλη».
Εάν και εφόσον επιτευχθεί μια πολιτική συμφωνία, ο κανονισμός θα υπόκειται στη «συνήθη νομοθετική διαδικασία». Με άλλα λόγια, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έχουν την ευκαιρία να τροποποιήσουν, να συμφωνήσουν και στη συνέχεια να ψηφίσουν τους νέους κανόνες. Ωστόσο, επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προσπαθήσει να προτείνει και να θέσει νέους κανόνες που μπορούν να ενσωματωθούν στη Συνθήκη για τη σταθερότητα, τον συντονισμό και τη διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (TSCG), αυτές οι αλλαγές δεν θα υπόκεινται σε επικύρωση από τα εθνικά κοινοβούλια. Συνεπώς, το χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των αλλαγών είναι σφιχτό πριν από τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2024.
Η Moody's αναμένει ότι οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης θα σεβαστούν τους νέους κανόνες, ανεξάρτητα από τον τελικό τους σχεδιασμό. Οι χώρες που έχουν καλό «track record» - ιστορικό δημοσιονομικής προσαρμογής και σύνεσης, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Αυστρία, θα πρέπει επίσης να συμμορφωθούν - αν και μπορεί μερικά κράτη μέλη να χρειαστούν ένα ή δύο χρόνια για να μειώσουν τα ελλείμματά τους κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ.
Από τα 20 μέλη της Ευρωζώνης, τα 11 είτε έχουν επίπεδα χρέους χαμηλότερα από το όριο του 60% του ΑΕΠ ή έχουν επιβαρύνσεις χρέους που είναι μικρότερες από 10 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το ανωτέρω όριο (όλα έχουν μια πτωτική τάση στο σκέλος του χρέους τους).
Οι αναλυτές αναμένουν επίσης ότι οι χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ελλάδα θα συμμορφωθούν με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, δεδομένου ότι όλες παρουσιάζουν δημοσιονομικά πλεονάσματα ή παρουσιάζουν μέτρια ελλείμματα. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία εξακολουθούν να παρουσιάζουν ένα υψηλό χρέος, αλλά σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ισχυρότερη αναπτυξιακή δυναμική και τα πρωτογενή πλεονάσματα οδηγούν σε μια σταθερή υποχώρηση των επιπέδων χρέους.
Ωστόσο, ο πιο σημαντικός πιστωτικός αντίκτυπος και από την έλλευση τυχόν νέων κανόνων θα οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν τις δημοσιονομικές πολιτικές τους επιλογές ορισμένες από τις μεγάλες, συστημικά σημαντικές, χώρες της Ευρώπης όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Από αυτές τις τέσσερις χώρες, το Βέλγιο έχει το ισχυρότερο ιστορικό μείωσης χρέους, ενώ αξιοποίησε αρκετά καλά τις ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες που προηγήθηκαν της πανδημίας.
Το «track record» των υπολοίπων είναι λιγότερο εντυπωσιακό, και επομένως η συμμόρφωσή τους με τους νέους κανόνες δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη. Δεδομένου του μεγάλου μεγέθους και της συστημικής τους σημασίας για τη νομισματική ένωση, η αδυναμία συμμόρφωσης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ισπανία ή - και την Ιταλία θα είχε πιθανώς τον μεγαλύτερο αρνητικό αντίκτυπο στην αξιοπιστία οποιουδήποτε νέου δημοσιονομικού πλαισίου υιοθετήσει η ΕΕ, όπως αναφέρει η Moody’s.