Στις ανησυχίες που εγείρονται γύρω από τη μετέπειτα πορεία του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, αλλά και στον αντισταθμιστικό ρόλο των συνεχώς βελτιούμενων θεμελιωδών μεγεθών εστιάζουν οι αναλυτές στρατηγικής της Goldman Sachs.
Όπως αναφέρει ο Peter Oppenheimer, επικεφαλής στρατηγικής του αμερικανικού οίκου για τις αγορές μετοχών, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αποτελούν τον κλάδο που συνεχίζει σε διαρθρωτική - δομική βάση να υποαποδίδει. Η αύξηση των 400 μονάδων βάσης στα επιτόκια από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν ήταν ικανή ώστε να αντιστρέψει τα 17 έτη σημαντικής υποαπόδοσης του κλάδου (Stoxx Banks), που έχει υπεραποδώσει μόλις κατά 5% από τις αρχές του έτους, παρά τις άνευ προηγουμένου αναβαθμίσεις στο σκέλος της κερδοφορίας του.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι επενδυτές δείχνουν να ανησυχούν για την εκδήλωσης μιας πιθανής ύφεσης, για μια επιτάχυνση του κανονιστικού - ρυθμιστικού περιβάλλοντος, για τα αυξανόμενα beta καταθέσεων και το πλησιέστερο τέλος του κύκλου αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, οδηγώντας ωστόσο, τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο στο φθηνότερο σημείο ως προς τον δείκτη P/E (στο 6x) στην Ευρώπη, παρά το ισχυρό προφίλ ανάπτυξης και το ελκυστικό «story» επιστροφής κεφαλαίων.
- Διαβάστε επίσης: Οι «καταλύτες» που θα διευρύνουν το ράλι των ελληνικών τραπεζών
Σε σύγκριση με την περίοδο μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, όταν οι τράπεζες βρέθηκαν αντιμέτωπες με σημαντικά ζητήματα κεφαλαιακής βάσης, με την απομόχλευση και τις αυξανόμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις, πλέον είναι πολύ καλά κεφαλαιοποιημένες, με μέσους δείκτες CET1 στο 15,5%. Σε αντίθεση με την προ - χρηματοπιστωτικής κρίσης περίοδο, τα επίπεδα καταθέσεων παραμένουν υψηλά και οι ισολογισμοί των εταιρειών είναι σχετικά ισχυροί – παράγοντες που μειώνουν τους κινδύνους «ουράς» για τις τράπεζες.
«Ωστόσο, παρά την δυναμική που αποπνέουν οι ισολογισμοί τους, θα πρέπει οι ευρωπαϊκές τράπεζες να πείσουν τους επενδυτές ότι αυτά τα επίπεδα κερδοφορίας και περιθωρίων μπορούν να διατηρηθούν. Το χάσμα μεταξύ του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROE των τραπεζών και του δείκτη τιμής προς λογιστικής αξία (P/BV) είναι ιδιαιτέρως σημαντική και υποδηλώνει μια εκτίμηση των αγορών ότι ο δείκτης ROE θα υποχωρήσει», όπως επισημαίνει ο Oppenheimer.
Η επερχόμενη μεταρρύθμιση του εποπτικού κανονιστικού πλαισίου της «Βασιλείας IV» πιθανότατα ενέτεινε το κλίμα πιέσεων από τις αγορές, με τους αναλυτές που καλύπτουν τις μετοχές του κλάδου να εκτιμούν ότι ο αντίκτυπος από το συγκεκριμένο μέτρο θα είναι διαχειρίσιμος λόγω της ισχυρής οργανικής παραγωγής κεφαλαίου και των υψηλών προϋπαρχόντων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας.
Επιπλέον, κατά τους τελευταίους μήνες τα πιστωτικά πρότυπα έχουν γίνει πιο αυστηρά. Τα τελευταία στοιχεία από την ΕΚΤ δείχνουν ότι ο ρυθμός αύξησης των δανείων στην Ευρωζώνη παραμένει στάσιμος - η αύξηση των επιχειρηματικών και των καταναλωτικών δανείων παραμένει θετική αλλά παρουσιάζει μια πτωτική τάση. Βέβαια, όπως σημειώνει η Goldman Sachs, η αύξηση των δανειοδοτήσεων δεν έχει μια υψηλή συσχέτιση με τα EPS (κέρδη ανά μετοχή) των τραπεζών, καθώς τα τελευταία αποτελούν περισσότερο συνάρτηση του επιπέδου και της ορμής των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων παρά της αύξησης των δανείων καθεαυτή.
Παράλληλα, οι συνολικές καταθέσεις στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν κατά 1% ετησίως το Μάιο στα 12,5 τρισ. ευρώ, με τους αναλυτές να υπολογίζουν στα 690 δισ. ευρώ την πλεονάζουσα βάση. Όπως σημειώνουν τα beta καταθέσεων, αυξήθηκαν το Μάιο, αλλά παραμένουν χαμηλά σε σύγκριση με τους προηγούμενους κύκλους (23% έναντι ιστορικού μέσου στο 40% περίπου) και αναμένουν μια αύξηση καθ' όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, επισημαίνοντας τυχόν θετικές εκπλήξεις σχετικά με αυτό για το δεύτερο τρίμηνο που ευθυγραμμίζονται με το πρώτο, ασκώντας έτσι κάποια ανοδική πίεση στις εκτιμήσεις γύρω από τα καθαρά έσοδα από τόκους.
- Διαβάστε επίσης: Τα θετικά μηνύματα της JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία από το ταξίδι της στην Αθήνα
Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, ο κλάδος διαπραγματεύεται προς ώρας με μια μερισματική απόδοση της τάξεως του 8%, ενώ και οι εκτιμήσεις για τα μερίσματα έχουν αναθεωρηθεί προς υψηλότερα επίπεδα για το 2024 και το 2025, με τις τραπεζικές μετοχές να εξακολουθούν ωστόσο να υστερούν. Οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου έχουν θέσει μέσα ανοδικά περιθώρια της τάξεως του 45% και συνολικές αποδόσεις κεφαλαίου κατά μέσο όρο στο 10% ετησίως, για τις τράπεζες που καλύπτουν.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών, η ομάδα στρατηγικής υπό τον Peter Oppenheimer, διατηρεί μια αισιόδοξη στάση για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, καθώς θωρεί πως μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει μια αύξηση της κερδοφορίας του ακόμη και αν τα επιτόκια σταθεροποιηθούν. Επιπλέον, οι αναλυτές του οίκου που καλύπτουν τις μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών εκτιμούν, ότι και αν και όταν επέλθουν μειώσεις στα επιτόκια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τα καθαρά έσοδα από τόκους, μέσω της αντιστάθμισης από το αυξανόμενο κόστος χρηματοδότησης των καταθέσεων και της υποχώρησης των κινδύνων μιας ύφεσης. Γι' αυτούς τους λόγους, η Goldman Sachs διατηρεί την «overweight» σύσταση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, εκτιμώντας ότι τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα αποτιμήσεων περιορίζουν την όποια αρνητική χροιά, ενώ προσφέρουν ελκυστικές επιστροφές κεφαλαίου.