«Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας προς μια νέα κανονικότητα («new normal») αλλά και η διατήρηση ενός υγιούς, θετικού ρυθμού ανάπτυξης δεν θα είναι εύκολη υπόθεση» όπως αναφέρει, ο Paolo Pizzoli, ανώτερος οικονομολόγος της ING και υπεύθυνος για την Ελλάδα και την Ιταλία. Ο ίδιος αναμένει ωστόσο τη διατήρηση της υπεραπόδοσης της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης για τουλάχιστον μερικά χρόνια ακόμη.
Όπως σχολιάζει αρχικώς ο Pizzoli, χρειάστηκαν δύο εκλογικοί γύροι ώστε να προκύψει μια δεύτερη κυβερνητική θητεία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Στον πρώτο γύρο, που διεξήχθη στις 25 Μαΐου, ο ίδιος και το κόμμα του έλαβαν την πρώτη θέση αλλά δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία εξαιτίας του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που τους στέρησαν το «μπόνους» της πλειοψηφίας. Καθώς ήταν ήδη γνωστό ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξάγονταν με ένα διαφορετικό σύστημα (ενισχυμένη αναλογική), επαναφέροντας το «μπόνους», ο νυν, πλέον, πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης απείχε από κάθε μορφή συνασπισμού και εστίασε στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, όπου κατάφερε να συγκεντρώσει 158 έδρες που του διασφάλισε τέσσερα ακόμη χρόνια στην εξουσία.
Από την άλλη, ο (πρώην) πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξης Τσίπρας, έχοντας στα χέρια του ένα πολύ αρνητικό αποτέλεσμα, συγκεντρώνοντας μόλις, τον μισό αριθμό των ψήφων από τις εκλογές του 2016, οδηγήθηκε στην παραίτηση, όπως σημειώνει η ING.
Οι εκλογές του Ιουνίου πρόσθεσαν ένα νέο χαρακτηριστικό στην εγχώρια πολιτική σκηνή: τρία μικρά κόμματα εκ δεξιών της Νέας Δημοκρατίας κατάφεραν να περάσουν το κατώφλι της Βουλής, αποκτώντας κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, κάτι που συνεπάγεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλείται πλέον να αντιμετωπίσει δύο αντίπαλα «ρεύματα»: ένα στα αριστερά του, που πιθανότατα θα χρειαστεί λίγο χρόνο για να αναδιοργανωθεί μετά τη βαριά ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και ένα εκ δεξιών του, που μπορεί να αποδειχθεί πιο «πονηρό» στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει υψηλότερα ποσοστά και μεγαλύτερη δημοφιλία. «Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε εάν η πίεση από τη δεξιά πλευρά θα επηρεάσει την πολιτική γραμμή της κυβέρνησης το επόμενο διάστημα» όπως τονίζει ο ολλανδικός οίκος.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία έχει επωφεληθεί από τη μεταπανδημική περίοδο των παρατεταμένων επιδράσεων του re - opening και της σχετικής ζήτησης γύρω από τις τουριστικές υπηρεσίες. Η ισχυρή ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου (στα προ πανδημίας επίπεδα) φαίνεται να διατηρείται. Σε ετήσια βάση, ο αριθμός αφίξεων έχει ήδη φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα του 2019, για την ίδια περίοδο. Η ανάκαμψη που καταγράφηκε το περσινό έτος επέφερε και κάποιες βελτιώσεις στην αγορά εργασίας που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Το Μάιο, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε σε επίπεδα χαμηλότερα του 11% για πρώτη φορά από τα τέλη του 2009, ενώ τα οφέλη της απασχόλησης – με τη βοήθεια της μείωσης του πληθωρισμού – συνέχισαν να στηρίζουν το διαθέσιμο εισόδημα και τελικά την κατανάλωση.
Από την άλλη, η σταθερή επιστροφή στα υψηλά θετικά επιτόκια μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα στο μέτωπο των ιδιωτικών επενδύσεων, όπου η Ελλάδα δεν έχει ακόμη καλύψει ένα επενδυτικό κενό που εμφανίζεται από την εποχή της κρίσης του δημόσιου χρέους. Σε αυτό το πεδίο, η διατήρηση της έμφασης στην εφαρμογή του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να αποδειχθεί αποφασιστική. Στο δημοσιονομικό μέτωπο, όπως και αλλού, η επάνοδος των δημοσιονομικών κανόνων το 2024 θα επαναφέρει τους περιορισμούς που είχαν ανασταλεί τα τελευταία χρόνια της κρίσης της πανδημίας. Το θετικό είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκεται στη δεύτερη θητεία του, στην κορύφωση της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, κάτι που αποτελεί μια καλή αρχή.
Σύμφωνα με την ING, προφανής προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού θα είναι πιθανότατα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Με μια πιθανή νέα κανονικότητα που χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα επιτόκια και την αποκατάσταση της δημοσιονομική σύνεσης και πειθαρχίας, οι οίκοι αξιολόγησης ενδέχεται να περιμένουν πιο υπομονετικά τα στοιχεία σχετικά με τη μελλοντική βιωσιμότητα του χρέους προτού «τραβήξουν τη σκανδάλη». Οι εξελίξεις στο μέτωπο των δημοσιονομικών μέχρι το Μάιο δείχνουν ήδη την επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος για φέτος. Αυτό είναι αποτελεί καλό σημείο εκκίνησης, αλλά η επανέναρξη της μεταρρυθμιστικής πορείας, που προσωρινά παραμερίστηκε κατά τα χρόνια της πανδημίας - ενεργειακής κρίσης, θα είναι πιθανότατα εξίσου σημαντική για τους οίκους αξιολόγησης.
Η ING στρέφεται και στην κοινοβουλευτική συζήτηση που κορυφώθηκε με τη ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε προ ολίγων ημερών η κυβέρνηση, με τον πρωθυπουργό να αναφέρεται στο σχεδιασμό του για την επόμενη τετραετία ως μια πολυδιάστατη μεταρρύθμιση. «Ο χρόνος θα δείξει», όπως σχολιάζει o Pizzoli.
Ο ολλανδικός αναμένει υψηλότερη ανάπτυξη για την Ελλάδα έναντι της Ευρωζώνης για τουλάχιστον δύο χρόνια. Για το 2023, εκτιμά πως η αναπτυξιακή δυναμική θα φτάσει στο 1,7%, με περαιτέρω περιθώρια για υψηλότερα επίπεδα εάν η πορεία του αποπληθωρισμού εξελιχθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο. Επιπλέον, η αναπτυξη για το 2024 - 2025 αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,6% και στο 1,7% αντίστοιχα, έναντι 0,5% και 1,4% για την Ευρωζώνη.
Ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται φέτος να υποχωρήσει στο 165,4%, στο 160,6% το 2024 και στο 156,5% το 2025 στο 156,5%. Οι επενδύσεις, από αύξηση 11,6% το 2022, θα κινηθούν στο 7,1% φέτος, στο 4,8% το 2024 και στο 4,1% το 2025, ενώ η ανεργία θα κινηθεί πέριξ του 11%.