Τον διπλασιασμό της αμερικανικής παρουσίας στις μεγάλες γερμανικές ανώνυμες εταιρείες έφερε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW).
Συγκεκριμένα, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι ιδιοκτησιακές δομές των εισηγμένων γερμανικών εταιρειών έχουν αλλάξει σημαντικά: 22 από τις 25 μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες έχουν πλέον κοινούς μετόχους με τουλάχιστον μία άλλη αμερικανική εταιρεία, δηλαδή διπλάσιοι από ό,τι πριν από την χρηματοπιστωτική κρίση.
Είναι εντυπωσιακό ότι πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι κοινοί επενδυτές ήταν κυρίως γερμανικές τράπεζες και ασφαλιστικοί όμιλοι, όπως η Allianz και η Deutsche Bank.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, κυριαρχούν οι αμερικανικοί διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων όπως η BlackRock. Αυτά είναι τα κύρια ευρήματα μελέτης του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW Berlin). Ο οικονομολόγος του DIW. Τζο Ζέντελεσλαχτς μαζί με τον Άλμπερτ Μπάναλ - Εστανόλ από το Πανεπιστήμιο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης και τη Νούρια Μπουτ από το Πανεπιστήμιο του Leuven, ανέλυσαν τις ιδιοκτησιακές δομές των 25 μεγαλύτερων γερμανικών εταιρειών του χρηματιστηριακού δείκτη S&P Europe 350 για τα έτη 2004 και 2015.
«Δεδομένου ότι γνωρίζουμε από τις ΗΠΑ ότι η χρηματοπιστωτική κρίση άλλαξε σημαντικά τη λεγόμενη κοινή ιδιοκτησία, μας ενδιέφερε να δούμε αν θα μπορούσαν να παρατηρηθούν παραλληλισμοί στη Γερμανία», εξηγεί ο Τζο Ζέλντενσλαχτς. Η ανάλυση έδειξε πράγματι σημαντική αύξηση των κοινών μετόχων και σε αυτή τη χώρα και μετατόπιση από τους Γερμανούς στους Αμερικανούς επενδυτές λίγα χρόνια μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. «Αλλά οι γερμανικές εταιρείες απέχουν ακόμη πολύ από το να είναι τόσο στενά δικτυωμένες μέσω επενδυτών όσο οι αμερικανικές εταιρείες».
Δομές κοινής ιδιοκτησίας υπάρχουν όταν οι επενδυτές σε διάφορες εταιρείες κατέχουν ταυτόχρονα πάνω από το 1% των μετοχών και - αυτό είναι το ιδιαίτερο στην παρούσα ανάλυση - οι μετοχές των κοινών επενδυτών ανέρχονται σε πάνω από το 50% των συνολικών μετοχών. «Εάν οι συνιδιοκτήτες κατέχουν από κοινού περισσότερες μετοχές από ό,τι οι μεμονωμένοι επενδυτές, αυτό μπορεί να προκαλέσει ανησυχίες για τον ανταγωνισμό. Οι εταιρικές αποφάσεις μπορεί να εξελιχθούν διαφορετικά εάν οι μέτοχοι έχουν επίσης μερίδια σε ανταγωνιστές», επισημαίνει ο συγγραφέας της μελέτης Ζέλντενσλαχτς. «Ως εκ τούτου, στην ανάλυσή μας εξετάζουμε μόνο τους κοινούς επενδυτές που είναι μαζί ιδιοκτήτες πλειοψηφίας».
Εκτός από τις ιδιοκτησιακές δομές των γερμανικών εταιρειών μεταξύ τους, οι ερευνητές ανέλυσαν επίσης ποιες γερμανικές εταιρείες έχουν κοινούς μετόχους με αμερικανικές εταιρείες. Πριν από την οικονομική κρίση, μόνο ο γερμανικός προμηθευτής αυτοκινήτων Continental είχε κοινούς επενδυτές με δέκα αμερικανικές εταιρείες, όπως η Chevron ή η General Electric. Μετά την οικονομική κρίση, η κατάσταση φαίνεται εντελώς διαφορετική: Εν τω μεταξύ, δώδεκα γερμανικές εταιρείες έχουν δεσμούς με 24 αμερικανικές εταιρείες μέσω δομών κοινής ιδιοκτησίας. Ειδικότερα, η Bayer, η Eon και η Adidas συνδέονται με πολλές αμερικανικές εταιρείες μέσω κοινών επενδυτών, κυρίως από τις ΗΠΑ.
Ο λόγος για την εξέλιξη αυτή στη Γερμανία είναι ότι πολλά ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποσύρθηκαν από τις επενδύσεις μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, εν μέρει λόγω των αυστηρότερων κανονισμών για τα ίδια κεφάλαια και τη ρευστότητα. «Ταυτόχρονα, οι αμερικανικοί διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων ήταν προφανώς σε θέση να χρησιμοποιήσουν την αδυναμία των τραπεζών προς όφελός τους και να εισέλθουν όλο και περισσότερο σε γερμανικές εταιρείες», εξηγεί ο Σέλντενσλαχτς.
Οι κοινές δομές ιδιοκτησίας μπορεί επίσης να είναι επωφελείς, ιδίως όσον αφορά τη μεταφορά γνώσεων. Ωστόσο, μελέτες δείχνουν ότι η λεγόμενη κοινή ιδιοκτησία επηρεάζει την τιμολόγηση και τα κέρδη. Η πλειοψηφική ιδιοκτησία δίνει στους κοινούς επενδυτές τη δυνατότητα να λαμβάνουν κοινές στρατηγικές αποφάσεις. «Καθώς υπάρχει ο κίνδυνος οι μεγάλοι επενδυτές να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, οι δομές κοινής ιδιοκτησίας χρειάζονται επειγόντως την προσοχή των φορέων χάραξης πολιτικής σε ομοσπονδιακό και ευρωπαϊκό επίπεδο», λέει ο Σέλντενσλαχτς.