Η ενεργειακή κρίση δεν επηρέασε μόνο τις χρεώσεις των οικιακών καταναλωτών ρεύματος ανά την Ευρώπη, αλλά και το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων που διατίθενται σε αρκετές από τις λιανικές αγορές της «Γηραιάς Ηπείρου». Αυτό επισημαίνεται στο νέο δελτίο του δείκτη τιμών ενέργειας για οικιακή χρήση (HEPI) για τον μήνα Ιούλιο, το οποίο προσδιορίζεται σε μηνιαία βάση από τις Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, σε συνεργασία με την εταιρεία VaasaETT.
«Στο κάδρο» της σχετικής ανάλυσης του δελτίου μπαίνουν τα οικιακά τιμολόγια σταθερής χρέωσης. Όπως επισημαίνεται, πριν από την ενεργειακή κρίση τα τιμολόγια σταθερής τιμής (για μία ευρεία χρονική περίοδο) κινούνταν σε παρόμοια επίπεδα με τα κυμαινόμενα τιμολόγια.
Μάλιστα, συχνά τα σταθερά συμβόλαια προέβλεπαν μικρότερες επιβαρύνσεις, καθώς εξασφάλιζαν στις εταιρείες μικρότερο κίνδυνο προμήθειας και «φυγής» των πελατών τους. Πάντως, οι καταναλωτές κατά κανόνα επέλεγαν να επωμιστούν το ρίσκο ενός κυμαινόμενου τιμολογίου, με συνέπεια οι «κλειδωμένες» συμβάσεις να μην αποτελούν κατά κανόνα τη βασική επιλογή τους.
Αλλαγή δεδομένων με την κρίση
Εξαίρεση αποτελούσαν οι πιο ώριμες τουλάχιστον λιανικές αγορές. Σε αυτές, οι πιο «ενεργοί» καταναλωτές έτειναν να επιλέγουν συμβόλαια τα οποία δεν περιλάμβαναν μηχανισμούς αναπροσαρμογής του ανταγωνιστικού σκέλους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, η ενεργειακή κρίση έχει αντιστρέψει τα δεδομένα. Έτσι, από την έναρξη αναζωπύρωσης των τιμών, ή προοδευτικά με την εξέλιξη της κρίσης, σε ορισμένες αγορές έχουν αποσυρθεί εντελώς τα τιμολόγια σταθερής χρέωσης.
Ακόμη όμως κι όπου συνεχίζουν να υπάρχουν ανάλογα προϊόντα, οι σταθερές χρεώσεις τείνουν να είναι υψηλότερες από τις κυμαινόμενες. Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η σχετική «ψαλίδα» είναι αρκετά μεγάλη.
Η διαφορά τιμών
Στο δελτίο γίνεται επίσης η σύγκριση των τιμών των δύο αυτών διαφορετικών προϊόντων τον Ιούλιο του 2023, για τις πρωτεύουσες των 15 κρατών-μελών της Ε.Ε. έως το 2004 (εκτός από την Αυστρία, όπου δεν προσφέρονται τιμολόγια κυμαινόμενης χρέωσης).
Όπως επισημαίνεται, για τις συγκεκριμένες χώρες ο μέσος όρος αποκλειστικά των σταθερών τιμολογίων προκύπτει στα 32,13 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα. Ως συνέπεια, είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο μόνο των κυμαινόμενων τιμολογίων, ο οποίος προέκυψε στα 29,93 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα.
«Όπως είναι φυσικό, για εκείνες τις αγορές όπου διατίθενται τιμολόγια σταθερής τιμής, αλλά οι χρεώσεις τους είναι πολύ διαφορετικές από τα κυμαινόμενα τιμολόγια, ο μέσος όρος των δύο προϊόντων είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικός από ό,τι σε άλλες αγορές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου οι περισσότεροι πελάτες υπόκεινται σε συμβάσεις κυμαινόμενης χρέωσης και επομένως η μεταβλητή χρέωση είναι πιο αντιπροσωπευτική της τυπικής τιμής που αυτοί καταβάλλουν», σημειώνεται χαρακτηριστικά.