«Θέσεις» στην πράσινη μετάβαση των βαλκανικών αγορών κλείνουν ολοένα περισσότεροι ελληνικοί ενεργειακοί Όμιλοι, εκμεταλλευόμενοι τις σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες που δημιουργούν τα πλάνα των γειτονικών κρατών για την επίτευξη κλιματικών στόχων. Στόχων που, όπως και στην περίπτωση της χώρας μας, «περνούν» από μαζικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές, αλλά και στην αξιοποίηση του φυσικού αερίου ως «καυσίμου-γέφυρα» προς την πορεία της κλιματικής ουδετερότητας.
Οι ανάγκες για επενδύσεις σε ΑΠΕ στα Βαλκάνια αποτελούν εφαλτήριο για εγχώριους «παίκτες», ώστε να μεγεθύνουν τα «πράσινα» χαρτοφυλάκιά τους με καινούρια έργα εκτός συνόρων. Έτσι, τη στιγμή που η εγχώρια αγορά αρχίζει να θέτει περιορισμούς (τόσο ως προς την ελεύθερη δυναμικότητα του ηλεκτρικού συστήματος, όσο και ως προς τις διαθέσιμες εκτάσεις γης για τα μεγαλύτερα έργα) κάθε «πράσινη» επένδυση στις γειτονικές ενεργειακές αγορές επιτρέπει την προσθήκη στα portofolio κάθε εταιρείας μονάδων αρκετών δεκάδων ή και εκατοντάδων Μεγαβάτ.
Εισαγωγικό το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα
Στα παραπάνω πλεονεκτήματα, θα πρέπει να προστεθεί επίσης το πιο ανταγωνιστικό κόστος για την υλοποίηση έργων ανανεώσιμων πηγών στις βαλκανικές αγορές. Όπως επίσης και το γεγονός ότι το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα θα συνεχίσει για μερικά τουλάχιστον ακόμη χρόνια να εισάγει ηλεκτρική ενέργεια.
Αυτό σημαίνει πως εταιρείες που είναι επίσης και προμηθευτές ηλεκτρισμού ή μεγάλοι καταναλωτές (όπως συμβαίνει με τη ΔΕΗ και την Helleniq Energy), θα μπορούν να καλύπτουν μέρος των αναγκών τους εισάγοντας «πράσινο» ρεύμα που έχει παραγάγει μια θυγατρική τους εκτός συνόρων.
Από την άλλη πλευρά, για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χονδρεμπορική αγορά φυσικού αερίου, η επέκταση της δραστηριοποίησής τους εκτός συνόρων λειτουργεί ως αντίβαρο στη συγκράτηση της κατανάλωσης στην ελληνική αγορά. Επέκταση που, από την άλλη πλευρά, δίνει ώθηση στην προοπτική μετατροπής της χώρας μας σε κόμβο διαμετακόμισης στην υπόλοιπη Ευρώπη. Κι αυτό γιατί οι μεγαλύτερες ποσότητες που «οδεύουν» στα Βαλκάνια έχουν καταφτάσει στη «Γηραιά Ήπειρο» μέσω της Ελλάδας.
Οι πρόσφατες «πράσινες» συμφωνίες
Όσον αφορά τις επενδύσεις στις ΑΠΕ, η πιο πρόσφατη ανακοίνωση προήλθε από την Helleniq Energy, η οποία προχώρησε στην «είσοδό» της στην αγορά στη Ρουμανία, με έργα συνολικής ισχύος άνω των 800 MW. Μάλιστα, στο σχετικό δελτίο Τύπου του, ο Όμιλος σημειώνει ότι τα δύο deal θα επισπεύσουν τον στόχο του, για τουλάχιστον 1 GW εγκατεστημένης ισχύος έως το 2025 και άνω των 2 GW το 2030.
Παίρνοντας τη σκυτάλη από την πρώτη «πράσινη» επένδυση του Ομίλου στην Κύπρο, το πρώτο deal στη Ρουμανία αφορά καταρχήν συμφωνία με developer για την ανάπτυξη χαρτοφυλακίου φωτοβολταϊκών πάρκων συνολικής ισχύος έως 600 MW στη Ρουμανία. Η δεύτερη συμφωνία «κλείδωσε» με τη Metlen (πρώην Mytilineos), για την κατασκευή και απόκτηση (με την επίτευξη εμπορικής λειτουργίας) 4 φωτοβολταϊκών πάρκων 211 MW.
Η δεύτερη συμφωνία αναδεικνύει τη στρατηγική που έχει ακολουθήσει η Metlen στην «πράσινη» δραστηριοποίησή της εκτός συνόρων – όπου εκτός από developer έργων τρίτων, προχωρά στην υλοποίηση μονάδων που είτε πρόκειται να διατηρήσει στο χαρτοφυλάκιό, είτε παραχωρεί στην πορεία. Οι εξαγορές αυτές δίνουν τη δυνατότητα στην εταιρεία να χρηματοδοτήσει την περαιτέρω ανάπτυξή της στις ΑΠΕ, αντί να προσφύγει για αυτό τον σκοπό στον τραπεζικό δανεισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, σε ρουμανικό έδαφος κλείστηκε ένα ακόμη ελληνικό «πράσινο» deal, λίγους μήνες νωρίτερα. Αντικείμενό του εξαγορά από τη ΔΕΗ φωτοβολταϊκών συνολικής ισχύος 210 MW από τη Metlen.
Υπογραφές τον Σεπτέμβριο για την Enel Romania
Η ΔΕΗ έχει αποκτήσει επίσης στη Ρουμανία ένα αιολικό πάρκο, ισχύος 84 MW, με την απόκτηση της Land Power από τη Lukoil. Ωστόσο, «σταθμός» στην παρουσία της στη βαλκανική χώρα αποτελεί η εξαγορά της Enel Romania, μέσω της οποίας περιέρχονται στο χαρτοφυλάκιο της ελληνικής εταιρείας 12 μονάδες ΑΠΕ συνολικής ισχύος 534 MW. Επίσης, στα asset της Enel Romania περιλαμβάνονται επιπλέον έργα ΑΠΕ συνολικής ισχύος 5.000 MW, που βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης.
Οι υπογραφές για το deal πρόκειται να πέσουν μέσα στον Σεπτέμβριο, μέσω του οποίου η ΔΕΗ κάνει την «είσοδό» της και στη λιανική ρεύματος της Ρουμανίας, αποκτώντας 3 εκατ. πελάτες λιανικής ρεύματος, όταν το πελατολόγιο της ΔΕΗ στη χώρα μας ανέρχεται σε λίγο παραπάνω από 5 εκατομμύρια. Επίσης, αποκτά και τρεις εταιρείες διανομής που διαχειρίζονται 140.000 χιλιόμετρα δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία μάλιστα αντιστοιχούν στα πιο κομβικά τμήματα του δικτύου της χώρας.
ΑΠΕ 1 GW εκτός συνόρων από την ΤΕΝΕΡΓ
Όσον αφορά τις ΑΠΕ, στελέχη της ΔΕΗ έχουν δηλώσει επίσημα πως στο «κάδρο» βρίσκονται επίσης η Βουλγαρία και τα Δυτικά Βαλκάνια, για νέες «πράσινες» εξαγορές. Παράλληλα, σε σύμπραξη με την Archirodon, έχει επικρατήσει σε διαγωνισμό στη Βόρεια Μακεδονία, για την ανάπτυξη του υδροηλεκτρικού σταθμού Cebren. Ωστόσο, η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί προς ώρας.
Από την άλλη πλευρά, διαθέτοντας ήδη ένα χαρτοφυλάκιο έργων συνολικής ισχύος πάνω από 130 MW σε Βουλγαρία και Πολωνία, η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή στοχεύει να επεκταθεί στην Αλβανία και τη Ρουμανία, αναπτύσσοντας στις τέσσερις αγορές έως το 2030 έργα συνολικής ισχύος άνω του 1 GW. Πιο συγκεκριμένα, στη Βουλγαρία σχεδιάζει να αυξήσει την εγκατεστημένη ισχύ της στα 300 MW, από περίπου 30 MW που είναι τώρα, διεκδικώντας ένα συνολικό μερίδιο από τις «πράσινες» μονάδες 3 GW που προβλέπεται να αναπτυχθούν στη χώρα έως το τέλος της 10ετίας.
Σε σημαντικό portfolio προσβλέπει όμως η εταιρεία και στην Ρουμανία, όπως αυτή τη στιγμή δεν έχει παρουσία, αναπτύσσοντας μονάδες 200-300 MW έως το 2030. Το ίδιο και στην Αλβανία, όπου από τα 1,6 GW «πράσινων» σταθμών που θα αναπτυχθούν ενός 10ετίας, προσβλέπει την υλοποίηση ενός χαρτοφυλακίου 100-150 MW.
Το φυσικό αέριο
Επενδυτικές ευκαιρίες στα Βαλκάνια δημιουργεί όμως και η επικείμενη διείσδυση του φυσικού αερίου. Έτσι, η Metlen ωριμάζει στη Βόρεια Μακεδονία την κατασκευή μονάδας συμπαραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας από φυσικό αέριο. Η επένδυση αποτελείται από μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 90-105 MW και θερμικής ενέργειας ισχύος 135-150 MW.
Όσον αφορά την εμπορία αερίου, πρωτοπόρος στην επέκταση στα Βαλκάνια είναι η ΔΕΠΑ Εμπορίας, έχοντας ξεκινήσει τις ανάλογες πρωτοβουλίες ήδη από το 2017 (όταν «εισήλθε» στη βουλγαρική αγορά), και εντατικοποιώντας τις την τελευταία 2ετία. Ως συνέπεια από το 2017 κι έπειτα, σε ετήσια βάση διπλασιάζονται οι ποσότητες αερίου που εξάγει από την ελληνική αγορά.
Ενδεικτικό της «θέσης» που έχει αποκτήσει στη βουλγαρική αγορά αποτελεί το γεγονός ότι τον περασμένο χειμώνα αξιοποίησε την τοπική αποθήκη στο Chiren, για την αποθεματοποίηση καυσίμου. Επίσης, μέσα στο 2023 η εταιρεία ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στην αγορά της Ρουμανίας, από την οποία επίσης διέρχεται ο «Κάθετος Διάδρομος» (δηλαδή η φυσική όδευση καυσίμου από την Ελλάδα προς τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία).
Πρώτο σκέλος του «Κάθετου Διαδρόμου» αποτελεί ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός IGB, η επικείμενη σύνδεση του οποίου με το ελληνικό σύστημα (στα τέλη του έτους) θα διευρύνει τις δυνατότητες των ελληνικών εταιρειών για δραστηριοποίηση στη γειτονική χώρα. Το ίδιο ισχύει και με τον αγωγό Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας, στον οποίο μάλιστα ο Έλληνας Διαχειριστής (ΔΕΣΦΑ) θα αναλάβει την επίβλεψη των εργασιών και για το σκέλος του στη γειτονική χώρα. Μάλιστα, το έργο αυτό θα «ανοίξει την πόρτα» για τις εγχώριες εταιρείες και στη Σερβία, καθώς Σερβία και Βόρεια Μακεδονία έχουν υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας για την κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου που θα συνδέει τις δύο χώρες.